Σελίδες

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Μητέρα, λέξη μαγική, πολύτιμο πετράδι-Ποιήματα-πίνακες ζωγραφικής-Τραγούδια


Στέλιου Σπεράντζα:
«Μητέρα, λέξη μαγική, πολύτιμο πετράδι, ένα στολίδι της ψυχής και της ζωής το χάδι. Κι ο Χριστός στον Ουρανό, είπε προτού πεθάνει, την Παναγιά μητέρα μου, πρόσεχε Ιωάννη».


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Μάνα μου εγώ ΄μαι τ΄ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι, όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει. Στην αγκαλιά σου την γλυκειά, μανούλα μου ν΄ αράξω, μες το βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω»
 


Ο ποιητής, Νικηφόρος Βρεττάκος με τη μητέρα του.
Πηγή φωτογραφίας
Νικηφόρος Βρεττάκος
Την πλάση αδειάστε! φέρνω τη μητέρα μου
κι ο θεός για λίγο απέξω ας περιμένει
την κούραση της να χωρέσει η μέρα μου.
Ανοίχτε! Ανοίχτε! Φερνω τη μητερα μου
μ’ όλο το σύμπαν του εαυτού μου αγκαλιασμένη.


 

Νίκος Γκάτσος-Ένας ευαίσθητος ληστής

Αν με πηγαίναν αύριο στην κρεμάλα
 μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα
 ξέρω ποιανού το δάκρυ στάλα στάλα
 θα ’πεφτε από τα μάτια τα μεγάλα
 μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα.


Ζωγράφος, Νικόλαος Γύζης
Εκ του πλησίον»-Οδυσσέας Ελύτης

Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές,
και πάλι κάτι θα περισσέψει,
που να το ανακράξεις
σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.

 
Σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Από το έργο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο


.:. Γύζης Νικόλαος – Gyzis Nikolaos [1842-1901] Μητέρα με μωρό
Γύζης Νικόλαος – Gyzis Nikolaos [1842-1901]
Μητέρα με μωρό

Ο Κωστής Παλαμάς χαρακτηρίζει τη μάνα του:
«γλύκα του κεχριμπαριού / και χάρη του μαγνήτη(…),
ομορφιά τ’ αυγερινού / και φως του αποσπερίτη.
Μητέρα της ζωής / γεννήτρα και τεχνίτρα» ( «Τάφος» )


Ζωγράφος, Ιακωβίδης Γεώργιος
  Άγγελος Σικελιανός:(«Της μάνας μου»)
 Ω μάνα μου, εφταπάρθενη / βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!(…)
Πάντα θα ’ρτω να χαϊδευτώ / στα γόνατά σου απ’ τ’ αχνό
της ευλογίας το χέρι, / να πω τον λόγο τον παλιό:
“Μάνα, φωτιά με βύζαξες / κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”»

Τάσος Λειβαδίτης -«Μητρότητα»
Δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα
Λες κι η απέραντη πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μη χωρούσε τώρα μόνο σε ένα θάνατο.


«Βιογραφικός πίνακας»-Κική Δημουλά
Σ’ αυτό το μπαλκόνι / σ’ αυτό το χαμόγελό
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο / εκθέτει.
Ο χρόνος το συνέγραψε / χωρίς έξαρση
από τη νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας / κατεβατά φθορά
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.


Ζωγράφος, Νικόλαος Γύζης

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο ποίημα του με τίτλο «Δάκρυα» απευθυνόμενος στη νεκρή μητέρα του, αναπολεί το «παραδεισένιο» σπίτι τους και καταλήγει:

Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, Μάνα μου,
να μη Σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη,
 και μήτε τίποτα στη ζωή μου, Μάνα μου,
που να μη το ’χεις κάπως σημαδέψει.(…)

Κι όχι τα μέρη εκείνα, μόνο, Μάνα μου,
κάτι, για μένα, έχουν του Παραδείσου,
μα ως και τον ίδιο τον εαυτό μου, Μάνα μου,
τον αγαπώ, γιατί ήτανε παιδί Σου...

Μυρτιώτισσα-Μανούλα
Τρέμω, μανούλα! Τ’ άρρωστό σου βήμα
μέρα τη μέρα πιο βαρύ αγρικιέται.
της αγιασμένης σου ζωής το νήμα
ωιμένανε! αρχίζει και μετριέται!
Αχ! Να σε κρύψω θέλω από τη Μοίρα!

Ράλλης Θεόδωρος – Rallis Theodoros [1852-1909] Part.II | paletaart3 – Χρώμα & Φώς
Ζωγράφος, Ράλλης Θεόδωρος
Κωνσταντίνου Καβάφη «Δέησις»:

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί.

Mary Cassatt: An American Impressionist – Speakeasy News
Ζωγράφος, Mary Cassatt
Τέλλος Άγρας, "Μάνα και γιος"

Στα δάκτυλα, στα μέτρα του,
το πλέξιμό σου πλέχεις.
Θυμάσαι τα χεράκια του
και τα δικά σου βρέχεις…

Μητέρα του πολεμιστή
και του στρατιώτη ταίρι
-αχ, όπου δεν αγάπησε
το χωρισμό δεν ξέρει.

Μα η δάφνη έχει το δρόμο της
κι η νίκη το δικό της.
Ανάμεσα ουρανού και γης
παλεύει ο στρατιώτης.

Και, μια, τον κράζει κάτω η γης
και, μια, ουρανός τον θέλει
-που ιδεί τα κάλλη τ’ ουρανού,
η γης δεν τονέ μέλλει.


"Θ αφήσω τη μανούλα μου"
Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Θ' αφήσω τη μανούλα μου και το φιλί μου πίσω
καθώς τ' αστέρι που κυλά, στην ξενιτιά θα σβήσω.
Θα τις θυμάμαι τις στιγμές αργά Σαββάτο βράδυ
που λάμπανε τα χέρια της αστέρια στο σκοτάδι.

Με τάιζε γλυκό ψωμί και μου 'στρωνε να γείρω
ήταν τα χέρια της φτερά και το φιλί της μύρο.
Και το πικρό μας σπιτικό ως έμπαινε η μέρα
γινόταν ύμνος και ψαλμός, είχε ζωής αέρα.

Ήταν η θάλασσα φιλί και ο αφρός αγάπη
ήταν παιχνίδι ο άνεμος και το τραγούδι αλάτι.
Ήταν ευχή ο ουρανός κι ο ορίζοντας ελπίδα
γιορτή ο μόλος κι ο γιαλός που δεν την ξαναείδα.


Artist: Gustav Klimt
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»

Μητέρα, ποιος χτυπάει
τη γαλάζια καμπάνα του ορίζοντα;
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
Μητέρα
μη μου κρατάς το χέρι.

Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα
το τραγούδι του νέου ταξιδιού.
Εσύ που κλαις το θάνατο
δε μας γνωρίζεις.

Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τραγουδάει.

Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα
κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ
σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα…
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων.

Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγγιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
<<Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου>>



Τύψεις -Ντίνος Χριστιανόπουλος

Οσο περνούν οι μέρες
και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας
αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες
- μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ
και τη βρίσκω
 μ' ένα βιβλίο στο χέρι
να προσμένει
 βουβή ξενυχτισμένη και χλομή.



Ρώμος Φιλύρας, "Μητέρα"

`ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να`ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν`ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.

Μαζί μ` εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες την αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ`όνειρο και με πανέρια στον ώμο.

Στο γλυκολάλο τ`αέρι, ανεμίζει και φέρνει
τα προσωπάκια τους όλα, γλυκά, ροδισμένα,
είναι ξανθές και μελάχρες, λαχτάρα τις παίρνει
γι`αυτά τα μάτια μας σε γλυκό δάκρυ λουσμένα.

Θα μπουν μαζί και θ`απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ`αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.

Κι όπως η βάρκα, το κύμα μες στο μαϊστράλι,
όπως σαλεύουν να φτάσουν, ν`αγγίσουν στο μώλο,
έτσι τις σέρνει σε μένα, κοντά στ`ακρογιάλι,
εν`αεράκι, ν`αδειάσει το τσούρμο τους όλο.

Να ξεχωρίσουνε τέλος τα σώματα εμπρός μου
απ`την ανοιγμένη κουρτίνα στήλες να προβάλλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέτες, χωρίς ν`αμφιβάλλουν.

Κι όλο να τρέμει η κουρτίνα, κοντά στο φεγγίτη,
όλο ν`αμπώχνουν οι πρώτες, λαχτάρα να ιδούνε,
ναν τις ιδώ να γεμίζουνε τέλος το σπίτι,
να μη χωρούν και να μείνουν και στην αυλή να μιλάνε.

Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ`αλλάζουν,
παρ`τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, αλιά μου .
Ολα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.

Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των.

Είχα φυλάξει βαθιά μου μονάχα τη χάρη,
μονάχα τ`όνειρο δεν ονειρεύομαι τώρα;
Χωρίς ν`αφήνουν κανέναν ίσκιο κι αχνάρι,
τις είχα ιδεί να μου φέρνουν περίσσια τα δώρα.

Apostolos Geralis, (Greek 1886-1983). Girl Praying, Made of oil on board Apostolos Geralis Girl Praying oil on board
Ζωγράφος, Απόστολος Γεραλής
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟY
ΤΟ ΚΟΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Μπρος στο δικό σου κόνισμα,
που ήτανε της γιαγιάς, της προγιαγιάς μου
το άγιο κόνισμα
το ασημωμένο
της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας
που λεν πως είναι
της θάλασσας η Παναγιά,
των πειρατών, των πλάνητων
και των ξεριζωμένων.
Στο κόνισμά σου μπρος
σταυροκοπιέμαι
καλά-καλά δεν ξέρω, κάποτε
αν είσαι Εσύ, μητέρα μου,-
ή αν είναι Εκείνο,
όμως κάτι άξιο και άχραντο είναι
ένα μονάκριβο για μένανε,
μέσα στα απέραντα του κόσμου.



Ελληνίδα Μάνα Cesare dell'Acqua - 1860
Ελληνίδα Μάνα Cesare dell’Acqua – 1860
Η μάνα των θλιμμένων-Λάμπρος Πορφύρας

ΤΟΥ Χάρου τὸ λιβάνι πάλι τώρα
Σκορπάει τὴ βαρυά του μυρωδιά.
Θανατικὸν ἐπλάκωσε τὴ χώρα
Κ' ἐνέκρωσε ὅλα τὰ μικρὰ παιδιά.

Τῆς ἐκκλησιᾶς ἀνοίγει ἡ πλατειὰ θύρα
Κι' ἀργά, σκυφτοί, περνοῦν οἱ χριστιανοί.
—Ἐλέησόν μας, τὤγραφεν ἡ Μοῖρα,
Τὸ θέλημά σου, Θεέ μου, ἂς γενῇ.

Δυὸ νηὲς μανοῦλες, κλαῖν, μοιρολογοῦνε,
Ἄλλες, τρελλές, τραβοῦνε τὰ μαλλιά,
Κι' ἄλλες, βουβές, χείλη νεκρὰ φιλοῦνε,
Καμμιὰ δὲν παίρνει πίσω τὰ φιλιά.

Καὶ ἡ καλὴ μάνα τῶν θλιμμένων μόνο
Ζωγραφιστή, στὸ θόλο ἐκεῖ ψηλά,
Εὐτυχισμένη, μέσ' τὸν ξένο πόνο,
κυττάζει τὸ παιδί της καὶ γελᾶ....

Alexandra Frosterus-Såltin - Mother with Her Sleeping Child

Μελισσάνθη, «Η μπαλάντα της μάνας»

“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;

Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε
κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;
Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια
μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”
Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια
Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί
– Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη –
Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει
με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει
της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι
– πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –
μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.
Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:


“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”
(“Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα”, εκδ. Καστανιώτης)
ΠΗΓΗ

Στίχοι για το τραγούδι Μάνα, του πρόσφυγα το αχ-
Πουλόπουλος Γιάννης 1976
Στίχοι-Δημήτρης Ιατρόπουλος
Μουσική-Γιώργος Κατσαρός

Μάνα, του πρόσφυγα το αχ
σπάζει τα καλντερίμια.
Αχ να σκορπούσανε τα μαγικά
να ‘μασταν σαν και πρώτα,
στα ρημαγμένα μας τα σπιτικά
ν’ ανάβανε τα φώτα.

Μάνα, του πρόσφυγα το αχ
σπάζει τα καλντερίμια.
Μπήκανε νύχτα στο μαχαλά
κι αφήσανε συντρίμμια.

Αχ να γινότανε για μια φορά
αρχοντικό τ’ αχούρι
και να λαλούσε στην ανηφοριά
ρωμαίικο σαντούρι.

Μάνα, του πρόσφυγα το αχ
σπάζει τα καλντερίμια.
Μπήκανε νύχτα στο μαχαλά
κι αφήσανε συντρίμμια.
Μάνα, του πρόσφυγα το αχ
σπάζει τα καλντερίμια.



Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία :Γιάννης Πουλόπουλος

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει
Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει

Η μάνα μου το Πάσχα - 2014
Στίχοι: 
Άντης Ιωαννίδης
Μουσική: 
Αλκίνοος Ιωαννίδης

Παιδί
που μ’ αγγελόσκιαζε το φως
και νύχτωνε νωρίς κοντά στους κατηφέδες.
Η μάνα μου
σαν βύζαινε μια χούφτα σαλιγγάρια,
ξύπναγε δίπλα στο κορμί της
κι έκλαιγε να σπάσει.
Ποιος ν’ ακούσει...
Έξυνα επάνω της στεχνά νερά,
παλιές εφημερίδες.
Έσκυβα και μάζευα κομμάτια παρακάλια,
μανικετόκουμπα χρυσά,
τα σκουλαρόκια της δειλά,
τα περιστατικά της ομορφιάς της.
Κι όπως πανσέληνος μικρή
ανέτελε στον κόρφο της,
πύρωνα φύλλα προσευχής
κι έβγαινε πάλι στην αυλή,
ψηλή,
φυτρωμένη,
η μάνα μου το Πάσχα.
Παιδί
που μ’ αγγελόσκιαζε το φως
και νύχτωνε νωρίς κοντά στους κατηφέδες.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
(η μάνα στο παιδί της)
Γιάννης Ζαρκάδης

Με δικά της έξοδα
Μια κόρη ξανθιά, η σελήνη
Με δικά της φλουρί μου
Με το φιτίλι και το λάδι της
Τις νύχτες που πάμε μας φέγγει
Να περνάμε τις γραμμές
Και τα συρματοπλέγματα
Με δικά της,
Μας πάει στα κρυφά σχολειά
Μας ανεβάζει στα ουράνια
Στην ασημένια της πατρίδα
Και ύστερα,
Μας στρώνει για τον ύπνο του δικαίου
Τα σεντόνια του σύμπαντος.
Με δικά της έξοδα
Φτάνει ως εδώ η θάλασσα
Η μάννα της μάνας μου
Με δικά της φλουρί μου
Μας στέλνει τα παιδιά, τα κύματά της
Και τα γαλάζια ξένα της.
Μας παίζει κρυφτό, μας νανουρίζει.
Και στην επιστροφή
Με δικά της
Μας παίρνει αγκαλιά
Στα μπλε της λιβάδια μας θηλάζει.
Και ύστερα
Μας πάει σιωπηλά
Κάτω στα βαθιά της

ΠΗΓΗ

https://shaktiartlife.blogspot.com/2020/02/blog-post.html

«Μητρική στοργή» -Πίνακες Ζωγραφικής /ΕΔΩ

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Ανυπεράσπιστες επιθυμίες

Ακροβατώ στις λέξεις
Τεντωμένο το δοξάρι της νύχτας
Ντυμένη σε οπτασίες
Μπαλώνω τα ραγίσματα
Της θλίψης
Αναζητώ έναν ήχο να σπάσει
Τον υπόκοφο θόρυβο της σιωπής
Ανυπεράσπιστη στην ορμή του Ερωτα
Που είσαι;
Ακόμα και το φεγγάρι
Κρύφτηκε στις φυλλωσιές
 Τι κρίμα
Τόσο ασήμι και να πάει χαμένο.....
(Μαρία Λαμπράκη)




Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Μαρία, Μαγδαληνή -Λίνα Νικολακοπούλου


Magdalene by El Greco

 Ενα συγκλονιστικό κείμενο της Λίνας Νικολακοπούλου!

Εσύ, Μαρία, εσύ ανύψωσες την Εύα.
Της Λίνας Νικολακοπούλου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 22-23/4/1995
Ποτέ δεν αγάπησα, δεν ταυτίστηκα , δεν ενστερνίστηκα το προπατορικό αμάρτημα και τις ζωγραφιστές του εικόνες. 
Το πριν και το μετά του. 
Ένας Αδάμ και μια Εύα πρώτα αθώοι κι αδαείς μεσ’ στο παράδεισο, μετά φριχτοί κι άθλιοι, ντυμένοι με τη γύμνια τους και το σκοτάδι της δαγκωνιάς της γνώσης, να πορεύονται στο πουθενά της πλάσης.
 Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. 
Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο.
 Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. 
Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. 
Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή και απόγνωση γεννούσε στην ψυχή μου.
Caravaggio – Martha And Mary Magdalene
 Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο , αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήτα πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. 
Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα – λάβω της Ευαγγελίας το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την Τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Titian: The Repentant Mary Magdalen
 Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να την διαβάσουμε,
 Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. 
Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα.
 Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. 
Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα.
 Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.

Mary Magdalene

Artist: Guido Reni
 Δαίμονες είναι οι αισθήσεις, πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία, δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. 
Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. 
Είμαι το χάος και το φως, είμαι ο δίπλα, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη και ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωση Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε την ζωή μετά τον θάνατό Του.
El Greco
Doménicos Theotokópoulos
El Greco
Doménicos Theotokópoulos
Christ Appearing to Mary Magdalene
Artist:     Pietro da Cortona (Pietro Berrettini)
Location:     Hermitage Museum
 Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν για την Ανάσταση. 
Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης.

Λίνα Νικολακοπούλου-Μαγδαληνή

Μαγδαληνή σε φώναζαν, γιατί πουλούσες μύρο,
μα εγώ στον κόρφο σ’ έψαξα και βρήκα δάκρυα.
Απ’ τη δουλειά σε σχόλασαν, γιατί έφαγες το μήλο,
το Σάββατο γονάτισες, στης γης μιαν άκρια.

Κι ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές, που φύλαγες στο στρώμα,
τη νύχτα που μου παίξανε στα ζάρια το κορμί.
Ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές, μα εσύ κοιμάσαι ακόμα,
με το χεράκι ξέσκεπο να φαίνεται η πληγή.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Απρίλης! Καλό μήνα!

Απρίλης
Δεύτερος γιος της Ανοιξης
και μόσχος
χαϊδεμένος.
Οι μοίρες του έδωσαν πνοή
μ' αγέρα μυρωμένο.
Νά' χει τη γλύκα του μελιού
να μην αναστενάζει.
Κι η γη που τον εγέννησε
μόνο καρπούς να βγάζει.
Ξανθός να λούζεται στο φως 
του 'Ηλιου την ημέρα 
και να κρατεί του φεγγαριού
το φυλαχτό στη χέρα.
Nα ' χει το 'Εαρ το γλυκύ
και το Χριστός Ανέστη!
Με πασχαλιές ολάνθιστες
τα όνειρα να θρέφει. (Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη των Ποιητών


Καρυωτάκης - Άνοιξη

Κι ο Κώστας Καρυωτάκης  σ' αυτό το ποίημα μας υπενθυμίζει ότι η ποίηση παντρεύει την αισιοδοξία με το πένθος.
"Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τουςτα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας".

Κώστας Καρυωτάκης

Άνοιξη

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει 
 και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·  του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,

και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ' η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες
ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ'

ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!


Ο Κύκνος:Νικηφόρος Βρεττάκος
Σάμπως να αιστάνθη τη ζωή του πιο πλατιά
κι άξιο το νου του κάτι πιο βαθύ να κλείσει,
κοίταξε πένθιμος κι ασάλευτος τη φύση
απ' άστρο σ' άστρο τριγυρνώντας τη ματιά.
Δεν ήταν πιότερον η μέρα απ' τη νυχτιά
του κόσμου τ' άφεγγο μυστήριο να φωτίσει.
Και την ολόλευκη ομορφιά του είχε μισήσει,
σαν σκοταδιού νάταν πυρή σταλαγματιά.

Την άνοιξη έκλεινε τα βλέφαρα σφιχτά
να δείξει τ' άμετρο το πένθος του στη φύση?
κι όταν εβάρυνεν επάνω στα νερά,
σαν νάχε κάπου το βαθύ μυστήριο αγγίσει
με τη λευκή τον ήλιο εσκέπασεν ουρά
κι αποκοιμήθηκε χωρίς να τραγουδήσει.
Οι λυπημένες φράσεις-Κική Δημουλά (απόσπασμα)
Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.

Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)

Στο ποίημά της "Όλα θα σβήσουν", η Μαρία Πολυδούρη γράφει για τον έρωτα, σε φόντο ανοιξιάτικο.
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι' ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.


Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, 'πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,

ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.

Γιώργος  Σεφέρης
Κι ας ήρθε ο Απρίλης με τα βάγια και τις πασχαλιές· πια δεν ακούω τίποτε, θαρρείς και χιόνισε όλη νύχτα.
5. 4. 1946



Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος

rock plant flower garden ruins lilac cevennes stone house stone roof
«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος
 Άνοιξη. Λαχανιάζει το φως γύρω και μέσα μας. Μια βαθιά ανάσα. Λιγάκι πιότερος αγέρας. Λαχταρίζει ένα φτερό πάνου μας, σκουντάει τους τοίχους. Μια πασχαλιά σκύβει πάνου απ’ τη μάντρα. Σε κοιτάει καλά. Την ξέρεις. Ξέρεις τη μυρουδιά της, φυλαγμένη κατάβαθα, εκεί πλάι-πλάι με την εικόνα της μητέρας, με το χαμόγελό της το βραδινό που σάλευε στη μορφή της σαν ένα μικρό, καρτερικό άστρο… Τότες που γυρνούσαμε σκονισμένοι, παιδιά, με γδαρμένα γόνατα, απ’ τις τάπιες του νησιού, πέρα στη Μονοβάσια, με την πίκρα του σύθαμπου πάνω στην ψυχή, σαν ένα στεγνό βότσαλο πάνω στην παλιά εταζέρα, σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί πάνου στο εργατικό τραπέζι μετά το δείπνο.
Η πασχαλιά, η μαβιά μυρωδιά της στη συνοικία της Αθήνας. Λες: ευχαριστώ. Ένας κόμπος στο λαρύγγι. Είναι όμορφα… Η μάντρα, τα δεντράκια, οι πέτρες εδώ. Η λάμψη του δειλινού πάνου στις καλτσοβελόνες καθώς πλέκει στο παράθυρο η κοπέλα τού μπαρμπα-Στάθη. Η φωνή του εφημεριδοπώλη «τελευταίο παράρτημα…» Είναι όμορφα… Το ξέρεις, και πικραίνεσαι γιατί το ξέρεις. Προχτές ακόμη, πότε; -να, ένα-δυο μέρες πριν, Νοέμβρης-Δεκέμβρης, α, ναι, δεν ήξερες: ήταν δεν ήταν όμορφα. Μονάχα ήταν. Κι όλα βρισκόνταν μέσα του. Τα σπίτια κι οι άνθρωποι και τα δέντρα, όλο το φως, η λευτεριά…

Τώρα λιγόστεψε ο αγέρας, χωρίστηκαν πάλι τα πράματα, καθένα με τ’ όνομά του: το σπίτι, το δέντρο, ο μπαρμπα-Στάθης, η Μαρία, ο εφημεριδοπώλης, το δειλινό, η μνήμη, το παρόν…

Ζητάς να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Κάτι μποδάει. Μα, κει πιο μέσα, πιο βαθιά, το σμίξιμο, η λαχτάρα μια: λευτεριά… Το δειλινό στη συνοικία της Αθήνας μας. Ένα μελαχρινό παλικάρι στέκεται μπροστά στο μουτζουρωμένο τοίχο. Έχει τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού σφιγμένα σε γροθιές. Κοιτάει τον τοίχο με τα κόκκινα σβησμένα γράμματα.

Μια γριά περνάει δίπλα του. Κοντοστέκει. Κοιτάζει σα μάννα:
— Μας τα σβήσανε, γιε μου, έτσι λέει. Μας τα σβήσανε.
Το μελαχρινό παλικάρι δε μιλάει. Μόνο που σφίγγει λίγο τα χείλια του. Η γριούλα πηγαίνει πιο σιμά του:
— Μη χολοσκάς, μάτια μου. Κι αν σβήσανε, μαθές, τα γράμματα απ’ τους τοίχους, μη δα σβηστήκανε κι απ’ την καρδιά μας;
Χαμογελάει το παλικάρι, χαμογελάει κι η γριούλα μπροστά στον τοίχο, εκεί, με τα σβησμένα γράμματα. Όλα σμίγουν ξανά: το δειλινό, τα σπίτια, η πασχαλιά, οι καρδιές… Ένα όνομα…
Κι η φωνή του εφημεριδοπώλη μέσα στη συνοικία της Αθήνας, στο τριανταφυλλένιο σούρουπο. Η φωνή του: «Οι Ρώσοι στο Βερολίνο».
Είναι το πρώτο πεζό που δημοσίευσε ο Ρίτσος στα Ελεύθερα Γράμματα, στο δεύτερο τεύχος, στην πρώτη σελίδα, με τον υπέρτιτλο «Εικόνες».
Αξίζει να προσεχτεί πως γράφτηκε στις αρχές του Μάη του 1945 (αφού δημοσιεύεται στις 12 Μαΐου) δηλαδή τις μέρες της νίκης επί του φασισμού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΧΩΡΟΣ

Ένα παράθυρο ανοιχτό. Ανασαίνει βράδυ. Γαλανός ατμός ανασηκώνει τα έπιπλα. Το τραπέζι πλέει στην κάμαρα. Μπορεί να φύγει απ’ το παράθυρο – μα είναι μεγάλο – ν’ ανεβαίνει στον ουρανό με τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου λίγο λοξές στον αέρα. Στο τζάμι σβήνει το τριανταφυλλί αντιφέγγισμα κι η εικόνα του αντικρινού φράχτη. Είσαι μόνος. Ο ουρανός σε τυλίγει από παντού, καθώς κι ο καθρέφτης της ντουλάπας γίνεται ουρανός, λίγο πιο αστραφτερός, και τ’ άλλα λείπουν. Έξω στο δρόμο μια φωνή:

- Καλά, μητέρα, έρχουμαι.

Αυτή η φωνή διαποτισμένη απ’ το βράδυ. Μέσα της τρέμει ο ουρανός. Ένα άστρο κολλημένο πάνου στη φωνή σα γραμματόσημο πάνου στο φάκελο. Ξέρεις από πού φτάνει το γράμμα. Γνωρίζεις το γραφικό χαραχτήρα της βραδιάς και τη λέξη «μητέρα» όπως την ακούει ο σιωπηλός δρόμος της ανοιξιάτικης συνοικίας. Από κει κι έπειτα το ταξίδι είναι μεγάλο. Πολλά χρόνια. Η θάλασσα. Όταν αργούσες σφίγγοντας στα δάχτυλα δυο στάχυα απ’ το δείλι. Κι απ’ το μπαλκόνι σου φώναζαν: «Έλα, ώρα φαγητού. Θα σου κρεμάσουμε το κουτάλι». «Καλά, μητέρα, έρχουμαι».

Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τούτη τη φωνή απ’ την ώρα της. Για να την ξανακερδίσεις ολόκληρη, - όσο μπορεί ολόκληρη – σου χρειάζεται μαζί κι η βραδιά και τ’ άστρο και το παράθυρο και το τραπέζι κι ο γαλανός ατμός που λίγο λίγο βαθαίνει στον καθρέφτη της ντουλάπας.

Αν μεταθέσεις τούτη τη φωνή σε μιαν άλλη ώρα, σ’ ένα άλλο φως, σ’ ένα άλλο τοπίο, δεν είναι πια η ίδια. Το χρώμα, ο ήχος, το νόημα είναι άλλα. Μπορεί η γαλήνη να ’ναι πείσμα. Κι η ίδια λέξη στο μεσημέρι μπορεί να γίνει δαγκωμένο μήλο από άσπρο λουλούδι.

Λοιπόν θα παίξουμε τώρα με τις λέξεις και με τους τόνους; Κι όμως μ’ αυτές υπάρχεις σαν ποιητής. Μ’ αυτές σχετίζεσαι με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με σένα, την τάδε ώρα, στο τάδε μέρος, στον τάδε ουρανό. Αν δεν τις ξέρεις δεν μπορείς να δοθείς και να υπάρξεις, και δεν μπορώ να σε γνωρίσω. Οι λέξεις έχουν τις δικές τους σχέσεις με το χώρο που ’ναι δικές σου σχέσεις με τη σιωπή, με τη θυσία, με τον κόσμο. Αν τις ξεχάσεις, χάθηκες.

Δεν το ξεχνάμε. Για να μην ξεχαστεί ο κόσμος μας. Θα μας συγχωρεθεί στο τέλος η  υστεροβουλία της δημιουργίας. Όταν θα ’χουμε νικήσει.
ΠΗΓΗ

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Μεσόγειος θάλασσα

Στίχοι:  
Άλκης Αλκαίος

ΜεσΟγειος - Η θΑλασσΑ μας
Γεωγραφικά χαρακτηριστικά

Μεσόγειος θάλασσα: Μια θάλασσα "στη μέση της γης", όπως λέει και η λέξη. Η μικρογραφία ενός ωκεανού που φιλοξένησε μερικούς από τους σημαντικότερους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν στην γη.

Μια θάλασσα που κράτησε στην αγκαλιά της τα περισσότερα καράβια και έδωσε ζωή στις περισσότερες ταξιδιωτικές περιπέτειες από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα.

Από τις Ελληνικές τριήρεις, τις Ρωμαϊκές διήρεις, τα πλοία των Καρχηδονίων και των Βυζαντινών, τις Ισπανικές καραβέλες και τις Βενετσάνικες κορβέτες, μέχρι τα σημερινά υπερσύγχρονα πυρηνικά υποβρύχια, η Μεσόγειος Θάλασσα δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ίσως ο σημαντικότερος δρόμος επικοινωνίας των λαών και των πολιτισμών τους.
Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ανάμεσα στους τιμηθέντες και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης.

ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Απόσπασμα ''Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.

Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη-Γιώργος Σεφέρης

Greece, Mediterranean Sunset.
«Η Μεσόγειος έχει τη δική της ηλιοφωτισμένη τραγωδία η οποία δεν έχει σχέση με εκείνη της ομίχλης»,
γράφει στην «Εξορία της Ελένης» ο Aλπέρ Καμί. Κάποια απογεύματα, πλάι στη θάλασσα ή στα ριζά του βουνού, καθώς πέφτει η νύχτα, «η τραγωδία, μέσα σε αυτήν τη χρυσαφένια λύπη, φτάνει στο αποκορύφωμά της».

Κατά τον Καμί, «σε τέτοια τοπία, εάν οι Ελληνες βίωσαν την απελπισία, ήταν πάντοτε μέσα από το ωραίο και τη δυναστευτική του υφή». Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Στη Μεσόγειο το γνωρίζουμε καλά.

Ο Αλμπέρ Καμί επισκέπτεται την Αθήνα το 1955 μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού» 

Στην ομιλία του μεταξύ άλλων αναφέρει : «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο ίδιος είναι κάτι το πολύ πιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…)
«Θέλω να πω μας εξηγεί ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπή τα πάντα και να μας δίνη πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση του συγχρόνου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία». (…)

Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν - Μεσόγειος θάλασσα

Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ' όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ' αυτό το μέρος
απ' όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .

Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος
 Μεσόγειος
Eugenio Montale (1896 – 1981)
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, όταν ανοίγουν
σαν πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
οπισθοχωρούν και σβήνουν.
Το σπίτι των παλιών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα που ψήνει ο ήλιος
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.

Σαν και τότε, σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, όμως δε θεωρούμαι πια άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλείνει η αναπνοή σου: εσύ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρή ζύμωση
μες στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως κατά βάθος ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος

κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνηθίζεις εσύ, που ρίχνεις στις ακτές,
ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και σταυρούς
τα άχρηστα απομεινάρια του αβυσσαλέου βυθού σου.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ-Γιώργος Βέης
-Γεωγραφία κινδύνων-

O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού —
χαμηλή πτήση
απ' το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα
να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια
να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας.
Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο
τώρα σπασμένα φανάρια,
με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.

Εκείνο το γεράκι
που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού
το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία'
κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους
που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα
να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.

Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε;
δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ' τους χάρτες.
Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό
λίγη δροσιά απ' το παρόν
το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά
προς τη μεριά των αοράτων.

''Μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών''
Μεσόγειος

Στίχοι:  
Δημήτρης Χριστοδούλου

Μουσική:  
Ζωρζ Μουστακί
Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μεσ’ τη Μεσόγειο

Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές
μεσ’ τη Μεσόγειο

Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του
μεσ’ τη Μεσόγειο
εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά
μεσ’ τη Μεσόγειο

Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μες στη Μεσόγειο