Σελίδες

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Το Άναρθρο Άδειο - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ



Πρόσωπα
:     ΕΓΩ
 
                      ΚΙΕΓΩ


Εσωτερικός διάλογος

ΕΓΩ:            Έλα τώρα, κάντο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, δεν…
ΕΓΩ:            Τι δεν;  Εμπρός!
ΚΙΕΓΩ:        Δεν γίνεται… δεν μπορώ!

ΕΓΩ:            Μα το υποσχέθηκες.
ΚΙΕΓΩ:        Όχι, όχι. Κάτι άλλο θα πω. Να… Τι περίεργο, αυτό που μου συμβαίνει τελευταία… περπατώ
                      στο δρόμο κι όλο τα υφάσματα κοιτώ πάνω στα σώματα!
Πού τεντώνονται, πού
                      τσαλακώνονται, πού ξεθωριάζουν. Σαν οθόνες που δείχνουν ταινίες και προσπαθώ να
                      μαντέψω τις ιστορίες…
ΕΓΩ:            Άστ’ αυτά. Δεν μας αφορούν. Βρες από πού θ’ αρχίσεις.
ΚΙΕΓΩ:        Ή τη φαντασίωση πούχα προχτές… Ψηλός αυτός με μεγάλη μύτη κι έγραφε ποιήματα… και…
ΕΓΩ:            Και τίποτα. Λοιπόν. Άρχισε.
ΚΙΕΓΩ:        Είναι τόσο παράξενο… Είχα χρόνια πολλά να ξυπνήσω το πρωί  και να θυμάμαι τα όνειρά
                      μου. Ίσως φταίει το ραδιοφωνάκι που σιγανά με αποκοιμίζει… Αλλά να θυμάσαι ένα
                      όνειρο ακόμη κι αν είναι εφιάλτης είναι… όνειρο. Χα! Χα! Χα!
ΕΓΩ:            Άσ’ τ’ αστειάκια. Δεν είναι αυτό το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί, ξέρεις, μόνο στ’ όνειρο συμβαίνει το θαύμα: Δηλαδή, αυτό που πραγματικά έζησες,
                      αυτό που λαχταράς να ζήσεις κι αυτό που φοβάσαι ή ελπίζεις για το μέλλον να γίνονται
                      όλα ένα. Ίσως γι’ αυτό έπαιξαν τέτοιο ρόλο στην ιστορία των ανθρώπων τα όνειρα.
ΕΓΩ:            Ωχ, άσε τις κοινοτοπίες, τώρα.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί; Η κοινοτοπία δεν είναι πάντα για πέταμα, αρκεί να περιέχει κάποια αλήθεια κι όχι
                     μια υιοθετημένη συμπεριφορά.
ΕΓΩ:            Ακόμη διόλου δεν πλησίασες αυτό που πραγματικά είναι να πεις.
ΚΙΕΓΩ:        Τι να πω; Πως νιώθω σα να μπαινοβγαίνω σ’ ένα ακατάστατο δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
                      είναι; Τραπεζαρία; Κάποιος σερβίρει νεκρά φαγητά, άλλος κοιμάται με φαντάσματα…
                      Κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο έρχεται  η μπόχα των ονείρων που τα πέταξαν στα σκουπίδια.
ΕΓΩ:            Τώρα κάτι πιο κοντά βρίσκεσαι.
ΚΙΕΓΩ:        Ναι, αλλά δεν μπορώ, ανατριχιάζω. Προτιμώ να περιγράψω μια ευλογημένη στιγμή:
                      τη συγκομιδή. Πώς κουνάς το κλαρί και πέφτει ο καρπός ζεστός από τον ήλιο, όλο άρωμα,
                      με το κοτσάνι να μοιάζει πως ματώνει. Να προχωράει η μέρα, νάναι όλο και πιο δύσκολο
                      το μάζεμα στη ζέστη…
ΕΓΩ:            Και στο τέλος να μετράτε τα τσουβάλια, να τα στοιβάζετε στη σκιά, κτλ, κτλ. Φτάνει η
                      παρελθοντολογία.
ΚΙΕΓΩ:        Και το βραδάκι να καθόμαστε γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι, να ξεχωρίζουμε τα κλειστά
                      απ’ τ’ ανοιχτά φιστίκια, να μιλάμε, να λέμε αστεία, να γελάμε, να όπως εκείνος, εδώ,
                      στη φωτογραφία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι το παρόν σου σήμερα;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι βέβαια.
ΕΓΩ:            Περιμένω την περιγραφή του παρόντος σου.
ΚΙΕΓΩ:        Απουσία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι όλο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι. Σημασία έχει πού οδηγεί αυτή η απουσία.
ΕΓΩ:            Πού;
ΚΙΕΓΩ:        Άστο καλλίτερα.
ΕΓΩ:            Προσπάθησε.
ΚΙΕΓΩ:        Μα θαρρείς πως δεν έχω προσπαθήσει;  Είναι σα να χάνεται κι αυτό ακόμη το ένστιχτο
                     αυτοσυντήρησης.
ΕΓΩ:            Ναι, αλλά, αυτό…
ΚΙΕΓΩ:        Το ξέρω. Δίκιο έχεις, όμως…
ΕΓΩ:            Ωραία. Πες λοιπόν πως μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο…
ΚΙΕΓΩ:        … που είναι άδειο. Αχ, μακάρι νάταν τόσο απλό!
ΕΓΩ:            Τότε τι έχει μέσα;
ΚΙΕΓΩ:        Δεν έχει τίποτα μέσα. Έχει αδειάσει.
ΕΓΩ:            Από τι;
ΚΙΕΓΩ:        Απ’ όλα. Όμως δεν ξέρεις αν αυτά τα «όλα» ήσαν όλα δικά σου ή αν κάποιος άλλος είχε
                      κι αυτός κάτι προσθέσει.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει ποιανού ήταν; Σημασία έχει πως έχουν χαθεί.
ΚΙΕΓΩ:        Μα δεν καταλαβαίνεις πως αν ξέρεις μέσα σου πως ήταν όλα δικά σου μπορείς να ελπίζεις
                      ότι θα τα ξαναστήσεις, ενώ εάν…
ΕΓΩ:            Τώρα εσύ δεν σκέφτεσαι σωστά. Γιατί αυτό που μετράει, αυτό που γιομίζει το δωμάτιο
                      είναι το αμάλγαμα, η σύνθεση ανάμεσα στα υπάρχοντα και τα εισερχόμενα… Αυτό που
                      κουβαλάει ο άλλος και η πολυθρόνα που εσύ τον βάζεις να καθίσει. Αυτή η σύνθεση των
                      δύο είναι ανεπανάληπτη. Αλλά είπαμε· η δουλειά σου εσένα είναι να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Ας κρατήσουμε τη συμβολική εικόνα του δωματίου. Μπαίνω και… αχ!
ΕΓΩ:            Τι έγινε πάλι;
ΚΙΕΓΩ:        Κύματα έρχονται και με σταματούν στο κατώφλι. Κύματ’ από μυρωδιές, γεύσεις, αφές.
                      Αναμνήσεις από αφές, γρατζουνιές και ψιθύρους.
ΕΓΩ:            Μα τότε κάτι υπάρχει.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, να, χάθηκαν. Ξαφνικά χάθηκαν όλα. Οι οσμές, οι αφές…
ΕΓΩ:            Άντε πάλι. Για ξαναδοκίμασε το δωμάτιο.
ΚΙΕΓΩ:        Καλά. Μπαίνω. Προχωρώ. Με περιστοιχίζουν οι τέσσερις τοίχοι. Είναι κι ένα παράθυρο
                      που… αχ! Ξαφνικά ανοίγει, σίφουνας ορμάει μέσα. Σίφουνας όχι από αέρα αλλά από
                      πράγματα, αντικείμενα, λέξεις στροβιλίζονται, παπούτσια και τραγωδίες, συμπεράσματα 
                      και   κάλτσες…αιωρούνται όλα, θα με χτυπήσουν στο πρόσωπο… Θεέ μου δεν μπορώ.
                     Φεύγω από δω μέσα.
ΕΓΩ:            Γιατί δε μένεις; Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι είναι αυτά τα αντικείμενα, γιατί είναι
                      στον αέρα;
ΚΙΕΓΩ:        Μα αφού το ξέρω. Δεν είναι ιπτάμενα αντικείμενα. Είναι όλα  τα πράγματα που μοιάζει
                      νάχουν χάσει το βάρος τους, τη σημασία τους, την αξία τους… οι ιδέες, οι προοπτικές,
                      οι παρουσίες που δυνατές ή αδύνατες σε στήριζαν στη ζωή...  Πότε χοροπηδούσες, πότε
                      σερνόσουνα, αλλά αυτές ήταν που σε συντηρούσαν. Τώρα όλα είναι όμοια, απρόσωπα
                      σαν τα πούπουλα π’ άφησε πίσω του κάποιο πουλί που πέταξε μακριά. Ούτε καν χρώμα
                      δεν είχε το πουλί.
ΕΓΩ:            Τώρα δηλαδή μου περιγράφεις το άδειο;
ΚΙΕΓΩ:        Ίσως να το πλησιάζω. Λοιπόν. Δεν αλλάζουμε τώρα κουβέντα;
ΕΓΩ:            Όχι.
ΚΙΕΓΩ:        Μα έχω ζήσει μια ζωή τόσο γεμάτη, έχω τόσα να διηγηθώ, τόσες φωτογραφίες να σου
                      δείξω… Γιατί τόσο επιμένεις στο άδειο;
ΕΓΩ:            Γιατί μ’ αρέσουν τα δύσκολα.
ΚΙΕΓΩ:        Και νομίζεις πως είναι εύκολο να περιγράψεις μια ευτυχισμένη στιγμή που σου άλλαξε
                      τη ζωή; Μπήκες σ’ ένα εστιατόριο να φας βιαστικα για να πας στη δουλειά σου κι όταν
                      βγήκες από κει ήσουν ένα άλλο άτομο, καμιά σχέση μ’ αυτό που ήξερες, με άλλα όνειρα
                      και σχέδια για το μέλλον.
ΕΓΩ:             Η ευτυχία δεν χρειάζεται περιγραφή ούτε ερμηνεία. Αν σου τύχει χρειάζεται μόνο
                      η εξυπνάδα να την αναγνωρίσεις κι έπειτα αυτή κυλάει σα νερό στ’ αυλάκι και
                      σε ποτίζει. Και κάποτε βέβαια στερεύει.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Τότε ας πάμε σε κάτι φοβερό, αλλά κάπως πιο…
ΕΓΩ:            Πιο εύκολο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι ακριβώς. Πιο ευδιάκριτο θάλεγα.
ΕΓΩ:            Σαν τι;
ΚΙΕΓΩ:        Το φόβο.
ΕΓΩ:            Φόβο για τι πράγμα;
ΚΙΕΓΩ:        Να, βλέπεις; Το ότι μπορείς να καθορίσεις τι φοβάσαι είναι σπουδαίο πλεονέκτημα.
                      Υπάρχουν δύο μεγάλοι φόβοι, ίσως και τρεις.
ΕΓΩ:            Δηλαδή;
ΚΙΕΓΩ:        Πρώτος: Να φοβάσαι για τον εαυτό σου, μην εσύ πάθεις κάτι. Είτε γιατί περιμένεις το
                      αποτέλεσμα μιας ιατρικής εξέτασης ή γιατί έχεις αναλάβει μια επικίνδυνη αποστολή
                      ή και γιατί είσαι μόνος στο σπίτι.
ΕΓΩ:            Ο δεύτερος;
ΚΙΕΓΩ:        Ο δεύτερος είναι να τρέμεις για κάποιον άλλο, έναν πολύ αγαπημένο: έρωτα, παιδί,
                      σύντροφο. Φόβος, αγωνία για το αν θα γυρίσει το βράδυ ή αν του ’τυχε κάτι στο δρόμο.
ΕΓΩ:            Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος μπορεί να είναι ο τρίτος.
ΚΙΕΓΩ:        Ο τρίτος είναι ο πιο σπάνιος. Μπορώ να τον φανταστώ, αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ
                      να τον νιώθω.
ΕΓΩ:            Και είναι τι;
ΚΙΕΓΩ:        Πιστεύω πως σε καταλαμβάνει όταν έχεις τόσο πλατύ νου, τόσο μεγάλους ορίζοντες,
                      τέτοια οικουμενική προσωπικότητα (ίσως και τέτοια ασήμαντη προσωπική ζωή)
                      που να φοβάσαι για το μέλλον της χώρας σου, της φυλής σου, της επιστήμης σου,
                     για το μέλλον του κόσμου.
ΕΓΩ:            Κι αυτός ο φόβος είναι σπάνιες, ε;
ΚΙΕΓΩ:        Και βέβαια είναι σπάνιος. Είμαστε όλοι τόσο σφιχτά φασκιωμένοι με τις πάνες της
                      καθημερινότητας, με τα προσωπικά μας περιστατικά κι είναι και τόσο απαιτητική η ζωή,
                      τόσο σπάνια απλόχερη…
Πού να μείνει χώρος για ν’ ανησυχήσουμε για το μέλλον του
                      κόσμου! Τώρα εσύ με κάνεις και λέω κοινοτοπίες.
ΕΓΩ:            Εσύ δεν είπες πως η αλήθεια δεν είναι ποτέ κοινοτοπία;
ΚΙΕΓΩ:        Και γι’ αυτό αμφιβάλλω τώρα… Ίσως να παίζει ρόλο και το ποιος και πώς την εκφράζει.
ΕΓΩ:            Να δούμε τι άλλο θα εφεύρεις για ν’ αποφύγεις το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Να, προχτές ξανάδα, τυχαία, έναν παλιό μου έρωτα.
ΕΓΩ:            Άντε πάλι.   
ΚΙΕΓΩ:        Είχε ένα πρόσωπο τόσο ασυνήθιστο και τόσο συνηθισμένο μαζί… Γυαλάκια,
                      μπλε ματάκια, χαμηλή φωνή. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να λέει κάτι το αξιομνημόνευτο
                      κι όμως κάτι περιείχε αυτό το ον. Μείγμα σοφίας και απελπισίας; Φλαμανδός ήταν.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει από πού ήταν;
ΚΙΕΓΩ:        Πως δεν έχει! Ξέρεις τι μεγάλη γοητεία είναι ν’
                   
ανακαλύπτεις μια ξένη κουλτούρα μιαν άλλη φύση μες απ’ ένα συγκεκριμένο σώμα; Παλιά, όταν ήμουν ερωτευμένη –σχεδόν
                      πάντα με ξένο– αισθανόμουνα και λίγο εξερευνήτρια.

ΕΓΩ:            Λοιπόν, ήρθε θαρρώ η ώρα να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα το περιέγραψα.
ΕΓΩ:            Τι;
ΚΙΕΓΩ:        Μα, ναι. Φαντάσου όλα όσα είπα, για τη συγκομιδή, το φόβο, τους φόβους, τους ανεξήγητους έρωτες, φαντάσου…
ΕΓΩ:            Εγώ να φανταστώ; Αφού εσύ περιγράφεις.
ΚΙΕΓΩ:        Φαντάσου, λέω, όλ’ αυτά να λείπουν. Να λείπουν σαν εμπειρία, ακόμη και σαν ανάμνηση εμπειρίας.
ΕΓΩ:            Τόσο απλό.
ΚΙΕΓΩ:        Και κάτι ακόμη πιο απλό. Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις, ένα οποιοδήποτε απ’ αυτά που έζησες.
 
                                                  ΑΥΛΑΙΑ
         
                           Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ     
                                                                                 14/3/07     

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

To Τίποτα του 'Ερωτα

Nύχτα....
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλοροεί / ψιθύρους;
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις...
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί...
-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα; 
Μείνε εδω. (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα...
Εδώ κοιμάται ο Ερωτας...
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια...
Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα / γεννιέται /ο Ερωτας...
(Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ- (Φώτης Κόντογλου)

Τα μικρασιατικά Θεοφάνεια από τον Φώτη Κόντογλου
Αϊβαλι 1920
«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.
Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Αϊβαλιώτης Καπετάνιος , έργο Φωτίου Κόντογλου 1955
Αϊβαλιώτης Καπετάνιος , έργο Φωτίου Κόντογλου 1955
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.
Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους.

Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
 Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.
Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.
Φώτης Κόντογλου
Ο Μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου.
 Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.
Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!
 
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.
Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
 Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
ΠΗΓΗ

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ - Κάποια Χριστούγεννα

         Η παρακάτω επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 και απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων, περιοδικού που διεύθυνε με επιτυχία για 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αναπολεί, με νοσταλγία αλλά και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, σε συνδυασμό με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του.

Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Αγαπητοί μου,
         Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα... την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι*, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;... Τίποτ' απ' αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς...  κουλούρα.
         Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. 
Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. 
Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ' αυτήν; Και πού να 'βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
         - Χριστούγεννα αύριο, μου 'λεγαν. Και του χρόνου!
         - Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!...
         Και δεν τα 'βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα 'βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα - τα 'βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή... Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, - ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται...
         Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ' ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα. (Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;...) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το 'τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
         Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω... κατόπιν εορτής.
         Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον...  
Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν' αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ' ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά... τα Θεοφάνεια.
         Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
         - Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
         - Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
         Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ' ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το 'χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ' ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά...
         Μη δεν ήταν το ίδιο;
         Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος... Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ' αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ' έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ' το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να 'ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.
         Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ' ένα μεγάλο μορφασμό.
         - Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
         - Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
         Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;... Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το 'κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι' αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει... τ' ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!
Σας ασπάζομαι
Φαίδων
Γ. Ξενόπουλος, Αθηναϊκές επιστολές,
Αδελφοί Βλάσση
ΠΗΓΗ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Luis Bunuel-Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία πνοή

Luis Bunuel (1900-1983): Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας. Στη διάρκεια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, γνώρισε το ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί, τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και άλλους καλλιτέχνες, που έστρεψαν το ενδιαφέρον του από τις φυσικές επιστήμες στην ποίηση και τον κινηματογράφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου και δούλεψε σαν βοηθός σκηνοθέτη.
Το 1928, συνεργαζόμενος με τον Νταλί, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία ("Ένας ανδαλουσιανός σκύλος"), ένα από τα αριστουργήματα του ποιητικού σινεμά, ξεκινώντας μια μεγάλη καριέρα. Κρατώντας πάντα την σουρεαλιστική αισθητική ως βασικό εκφραστικό μέσο του έργου του, έζησε και δημιούργησε σε πολλές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Μεξικό), κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση του έργου του. Επιλεγμένη φιλμογραφία: "Ένας ανδαλουσιανός σκύλος" (1928), "Ανέβασμα στον ουρανό" (1952), "Βιριδιάνα" (1961), "Η ωραία της ημέρας" (1967), "Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας" (1972).

LUIS BUNUEL : Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΝΟΗ(αποσπάσματα)

Όσο κι αν μερικοί δυσκολεύονται να το πιστέψουν, αγαπήσαμε ...

Όταν ήμαστε νέοι ο έρωτας μας φαινόταν ένα αίσθημα παντοδύναμο, ικανό να μεταμορφώσει μια ζωή. Ο σεξουαλικός πόθος ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του αλλά συνοδευόταν από ένα αίσθημα προσέγγισης, κατάκτησης και αμοιβαιότητας που θα μπορούσε να μας υψώσει πάνω από την καθημερινότητα και να μας κάνει ικανούς για μεγάλα πράγματα.
Μια από τις πιο περίφημες έρευνες των σουρεαλιστών άρχιζε με την ερώτηση: "Τι ελπίδες στηρίζετε στον έρωτα;". Εγώ απάντησα: "Αν αγαπώ, όλες μου τις ελπίδες. Αν δεν αγαπώ, καμία".
Το να αγαπούμε μας φαινόταν αναγκαίο στη ζωή, σε κάθε πράξη, σε κάθε σκέψη, σε κάθε αναζήτηση.

Σήμερα, αν πιστέψω αυτά που μου λένε, συμβαίνει με τον έρωτα ό,τι και με την πίστη στο Θεό. Τείνει να εξαφανιστεί-τουλάχιστον σε ορισμένους χώρους. Πρόθυμα τον χαρακτηρίζουν σαν ένα ιστορικό φαινόμενο, σαν μια ψευδαίσθηση του πολιτισμού. Τον μελετούν, τον αναλύουν-και ει δυνατόν, τον θεραπεύουν.
Διαμαρτύρομαι. Δεν υπήρξαμε θύματα μιας ψευδαίσθησης. Όσο κι αν μερικοί δυσκολεύονται να το πιστέψουν, αγαπήσαμε.

Λατρεύω τα όνειρα, ακόμη κι όταν είναι εφιάλτες, όπως συμβαίνει συνήθως με τα δικά μου. Τα όνειρά μου είναι διαρκώς σπαρμένα από εμπόδια, που τα συναντώ ξανά και ξανά. Αλλά το ίδιο μου κάνει.
Αυτός ο τρελός έρωτας για το όνειρο, για την απόλαυση του να ονειρεύομαι τελείως απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανάγκη για εξήγηση, είναι ένα από τα βαθιά αισθήματα που μ’ έφεραν κοντά στο σουρεαλισμό. Ο Ανδαλουσιανός σκύλος γεννήθηκε από τη συνάντηση ενός ονείρου μου με ένα όνειρο του Νταλί. Αργότερα εισήγαγα όνειρα στις ταινίες μου, προσπαθώντας να αποφύγω τον λογικό κι επεξηγηματικό ρόλο που παίζουν συνήθως. Μια μέρα είπα σ’ ένα μεξικανό παραγωγό — που όμως δεν του άρεσε καθόλου το αστείο μου: «Αν η ταινία βγει πολύ μικρή, θα βάλω μέσα ένα όνειρο».
Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία πνοή, μτφ. Μαρία Μπαλάσκα, «Οδυσσέας».

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Ποίματα του Στέλιου Γεράνη

Η ΑΛΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ  – ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ
Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία
Βλέπω να σκοτεινιάζει
Μπαίνει το μεσοχείμωνο
Και θα μας πνίξει η παγωνιά

Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου
Φόρεσε, τουλάχιστον εκείνη την κίτρινη
Λυπημένη ζακέτα της μάνας σου
Κι έλα να περάσουμε τον υγρό διάδρομο

Έπεσες πάλι στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού
Σε βλέπω λευκή και τρομάζω. Κλάψε, Μαρία

Άλλη ομορφιά απ’ τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε…
Στέλιος Γεράνης, (Η Ελληνική ποίηση (πέμπτος τόμος),
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά – Ανθολογία Γραμματολογία, Εκδ. Σοκόλης 2000)



Στέλιος Γεράνης
Ομολογία ενοχής
Χωρὶς νὰ ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ μιὰ καταδίκη εἰς θάνατον
περιπλανῶμαι σὰν φυγόδικος ἀπὸ τὴν πρώτη μου στιγμή.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.

Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.

Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.

Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.
ΠΗΓΗ

ΜΑΝΤΡΑ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ-Στέλιος Γεράνης
(17 Αυγούστου 1944)
Μες σε μια μάντρα ζήτησαν να πνίξουν μια γενιά
που ευώδιαζαν στα στήθεια της της λευτεριάς οι ανθώνες
κ’ ύψωνε αδούλωτες κραυγές τα θρυλικά χωνιά
π’ ορμήνευαν κάθε καρδιά και μίλαγαν γι’ αγώνες.

Νόμισαν πως με θάνατους κρεμάλες και σχοινιά
πνίγεται ο πόθος του λαού κ’ η λεβεντιά της νιότης
– μα δεν τη σφυγμομέτρησαν καλά την Κοκκινιά
που δεν τη λύγισε κανείς φασίστας και προδότης.

Κ’ έτσι αφού σώπασε ο φονιάς τις σάρκες να τρυπά
κ’ αντίκρυ τους σωριάστηκαν νεκρά τα παλληκάρια,
διατάξανε τη σάλπιγγα του μίσους να χτυπά
και φύγαν παίρνοντας μαζί τους σκλάβους στα Χαϊδάρια.

Μ’ αντί να πάρουν λάφυρο της νιότης την ορμή
και να σκορπίσουν την ερμιά, το φόβο, την αντάρα
άφησαν μίσος στις καρδιές και μάζεψαν ντροπή
και πλήρωσαν πανάκριβα της μάνας την κατάρα.

 Το ποίημα του Στέλιου Γεράνη «Μάντρα Κοκκινιάς» είναι από την Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας που επιμελήθηκε η Έλλη Αλεξίου (εκδ. Ηριδανός).
ΠΗΓΗ

Η άνοιξη και οι συνωμότες-Στέλιος Γεράνης

Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι.
Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο
όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του
και για
τη λευτεριά του

Μα δε μ’ άφησαν οι βρυκόλακες
να μπω στον κήπο του καλοκαιριού…

Κ’ ένα μεσονύχτι
ξύπνησα τρομαγμένος
από βαριά
χτυπήματα
στην πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο
κ’ είδα τους συνωμότες
να μου γκρεμίζουν την άνοιξη
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970


  • Στέλιος Γεράνης
    Ιπτάμενος Δίσκος
    «Δεν μπορώ να πιστέψω - έλεγε
    πως είναι δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους».

    «Μα από που μας ήρθε αυτός-ρωτούσαν
    οι συνδαιτυμόνες-μήπως είναι ιπτάμενος δίσκος
    που δεν έχει ακόμα προσγειωθεί;»

    «Μην παραξενεύεστε-είπε ο γεροντότερος
    ο άνθρωπος αυτός είναι μάλλον φυτό.
    Έχει πολύ πράσινο η φωνή του. Μας φέρνει
    το δάσος, θυμίζει πουλιά, έχει
    μέσα στα μάτια του το ζεστό καλοκαίρι.

    Μην τον φορτώνετε με τις μνήμες σας.
    Δε βλέπετε πόσο μας λείπει ένας αθώος;
    Ας τον αφήσουμε στις περιπλανήσεις του.

    Μας χρειάζεται -άλλωστε- ένας άνθρωπος
    να πιστεύει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν
    άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους.»
    Το ποίημα ''Ο ιπτάμενος δίσκος'' από τη συλλογή «τα μικρά μου θαύματα 1974» αναφέρεται στην ανθρώπινη αθωότητα, που οφείλεται στην άγνοια, και αντλεί από τα γεγονότα της επταετίας της δικτατορίας.

Στέλιος   Γεράνης
Μπήκαν ληστές στον ύπνο μου κι αδειάζουν την ψυχή μου
Κουράστηκα να περπατώ στου κόσμου τα μεσάνυχτα .

 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Στέλιος Γεράνης –  του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Στέλιος Παναγιωτόπουλος – γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα και καταγόταν από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Το 1935 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου κατά καιρούς ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Το 1938, για πρώτη φορά δημοσίευσε ποιήματά του στα περιοδικά «Νεότης» και «Αργώ» του Πειραιά. Το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο, παρουσιάστηκε στο περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1944, τεύχος 5-6).
Συνέταξε περί τα 50 λήμματα-μελετήματα σχετικά με προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας στη δωδεκάτομη «Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Χάρη Πάτση. Το 1975 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο «Τα μικρά μου θαύματα», ενώ το 1992 το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη.

Τα ποιητικά του άπαντα κυκλοφόρησαν το 1998. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά. Πέθανε το 1993 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ /ΕΔΩ

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η σιωπή των λέξεων

Mε τ' ακροδάχτυλα των λέξεων /ψηλαφίζω τη σιωπή.
Με κινήσεις ασκητικές αναζητώ τα λόγια /που στόλισαν το αμετάκλητο πριν χαθείς/όπως στη θάλασσα ο ναυαγός.
Τ' ανακαλώ όλα με ευλάβεια στην επιφάνεια/μεγενθύνω την εικόνα σου /στο χώρο της ορατής σύλληψης των πραγμάτων και γίνομαι μαζί σου /ένα και αυτόφωτο.
Εκεί/ που/ το ''άλεκτο'' βγάζει στο Φως.
Γιατί/όπως αναφέρει ο Eugène Ionesco:
''Οταν όλα θα έχουν ειπωθεί/ θα ανήκουμε σε άλλους καιρούς''. (Μαρία Λαμπράκη)

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Ποιήματα με θέμα τους πρόσφυγες

Τελευταῖος Σταθμὸς-Γιώργος Σεφέρης (απόσπασμα)

Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. /
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς.

Child from Syria
By Πρόσφυγες στην άμμο, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Νύχτωνε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο· ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή του και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφευγαν με είχανε ποτίσει

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Κληρονομήσαμε την καρδιά
Κληρονομήσαμε την καρδιά των παιδιών
με τα μικρά ξαφνικά τους ναυάγια

Όταν νυχτώσει ξεφυλλίζονται σα ρόδα
αρωματίζοντας ταράτσες και παράθυρα
αιμορραγούν κρυφά μες στα βιβλία
Πόσα απ' αυτά δε μας φωταγωγούν ακόμα
Από τη συλλογή Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963)
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ
Πριν από μέρες, φτάνοντας στο σπίτι
προχωρημένο απόγευμα, ήλιος σβησμένος
με τα μεγάφωνα ανοιχτά, στο πάτωμα απλωμένα
σε τρόμο ασταμάτητο άναβες, ξοδευόσουν
στην άσφαλτο που πύρωσε τη μέρα, και το βράδυ
τη μεταφέρουν σκοτωμένα φώτα ηλεχτρικά.

Γιατί το αργό χαλάρωμα
μες στο κενό, το επίμονο ψιχάλισμα
στα κλειδωμένα βλέφαρα, τραβώντας τις κουρτίνες
γίνεται βάρδια εξαντλητική.
Γιατί αυτή η ερήμωση
δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο
δε συνηθίζεται σα ρούχο – είναι τα μάτια ενός παιδιού
πνιγμένου...
Πρόσφυγες, Γιώργος Χουλιάρας
Από την άλλη πλευρά
της φωτογραφίας γράφω για να θυμάμαι
όχι το πού και πότε αλλά ποιος
Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία
Τίποτε δεν μας άφησαν
να πάρουμε μαζί μας
Μόνον αυτή την φωτογραφία

Αν τη γυρίσετε από την άλλη θα με δείτε
Εσύ είσαι στη φωτογραφία, με ρωτούν
Δεν ξέρω τι να σας πω
Από τη συλλογή Δρόμοι της μελάνης (2005)
πηγή
 Andro.gr [ http://www.andro.gr
Θανάσης Χατζόπουλος, «Οι μετανάστες της θλίψης»
 Η θλίψη ακατοίκητη ψάχνει τους μετανάστες της
Όπως έφυγαν για ν’ αστράφτει Απ’ το κενό,
το άδειο της σπίτι
Με τις ίδιες κινήσεις της ψυχής
 Σαν ν’ άλλαξαν δρόμο και να ’στριψαν
σ’ ενός μικρού Παράδρομου
την ιστορία για ν’ αγοράσουν
Της μέρας το ψωμί,
 ένα καρβέλι στα δύο

Μίλια θολά μετακινήθηκαν με τα ίδια μάτια
 Ακίνητα, αμετακίνητα να κοιτούν τον κόσμο
Έναν κόσμο ίδιο στοιχισμένο σε άλλη σειρά
Έναν ίδιο κόσμο στη φωτεινή του μεριά
Σκοτεινότερο κι από την αυγή
Μη αντέχοντας να πουν το ίδιο παράπονο
Μία δεύτερη φορά,
 με τον ίδιο λόγο που τους ξερίζωσε Από κει,
μυριάδες ριπές αέρα πιο πέρα ασάλευτοι
 Και πάλι στο ίδιο παράπονο πνιγμένοι ζωντανοί
Εδώ περισσότερο απ’ ό,τι εκεί
Η θλίψη ακατοίκητη φέρνει τους μετανάστες της
 Στον άλλο τόπο,
να ηχεί από απόσταση
τόσο Σώμα σαν κέλυφος κενό.
(Από τη συλλογή «Πρόσωπο με τη γη», εκδ. Γαβριηλίδης, 2012)

Πικρή ξενιτιά. Ούτε γράμμα, ούτε χτύπημα της πόρτας. Τίποτα. Ένα σπουργίτι κάθισε στο παράθυρό μου μ” ένα στίχο της Σαπφούς στο ράμφος του.

Διαβάστε περισσότερα: https://www.kar.org.gr/2015/02/04/%CF%86%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF%8A%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BD-%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CF%84-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE/