Σελίδες

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν (Ποιήματα)

Νίκος Καρούζος, «Παραίνεση»
Να μη λυπάσαι που πέφτουν τα φύλλα φθινόπωρο. Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει και πάλι στα δέντρα. Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε στην ανάσταση. (Από τη συλλογή «Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997

Αλκυόνη Παπαδάκη΄΄Τι μπορεί να προσφέρει, αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού; Μπορεί να μάθει το ποτάμι να ονειρεύεται...''



Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (απόσπασμα) Τάσος Λειβαδίτης

Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
''Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου'' Διαβάστε ΕΔΩ

 Κ.Π. Καβάφης
Πόθος

Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...

Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!

Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...

Είμαι ένα φύλλο ωχρό -Μυρτιώτισσα
Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου
που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,
το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,
στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη.

Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι
κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,
τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,
καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.
Μα έχει το κύμα αυτό που μ᾽αναδεύει,
τόσες ζωές απάνω μου σωριάσει,
που γνώρισα-κι ας μη με ταξιδεύει-
μες απ᾽αυτές, ολάκερη τη πλάση.

Κι αν δε μου εδόθη στου ονείρου τη χώρα
ν᾽αράξω, μου φανέρωσε τ᾽αγέρι
το ξωτικό της μύρο, κι η άγρια μπόρα,
μηνύματα από κείθε μου έχει φέρει.

Κι εσπαταλεύτηκ᾽ έτσι ο εαυτός μου,
τα μάτια μου αποστάσαν κι η καρδιά μου,
γιατί έψαξα τα πέρατα του κόσμου
δίχως να ξεμακρύνω απ᾽τη γωνιά μου...



Μάρκος Μέσκος-''Το αντίο''
  Φύλλο ξερόφυλλο σαν πεταλούδα φθινοπωρινή πέφτοντας νανουρίζεται - στο καλό! στο καλό! 
 Ήταν δικό σου το αντίο τύχη και μοίρα και ειμαρμένη λέξη που κουδουνίζει σαν κάτι άλλο' φύλλο φυλλαράκι γνωστό από τα παλιά όχι ζούδι νεκρό μα προσδοκία λευκής νιφάδας στο μέτωπό σου τώρα που έγινες σιωπή και ποίημα και σκοτάδι έγινες δύσβατο φως καθώς θερίζει την αιώνια ματαιότητα.(Τα ποιήματα της σκάλας)
ΠΗΓΗ
 -Μάρκος Μέσκος, «ΦΥΛΛΑ»
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους.

Τί λέγαμε λοιπόν
για τ’ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει;

Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τ’ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.

Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Σκόρπια φύλλα»
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.
(από τη Διαγώνιο, 2, 1961)

ΠΗΓΗ

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας-Γιώργος Σεφέρης

Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: «ΦΙΝΟΠΩΡΟ»
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Φθινόπωρο
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·
πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.

Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
 ΜΕΡΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ Του Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Κύριε, είναι καιρός. Τό θέρος κράτησε πολύ.
Στά ηλιακά ωρολόγια τίς σκιές σου ρίξε
καί λευτέρωσε στά λειβάδια τούς ανέμους.

Πρόσταξε τούς στερνούς καρπούς νά γινωθούνε
δυό μέρες νότου δώσε τους ακόμη,
βιάσε τους νά ωριμάσουν πιά καί διώξε
τήν στερνή γλύκα στό βαρύ κρασί
Όποιος σπίτι δέν έχει τώρα, ποτέ του δέ θά χτίσει πιά.

Όποιος μονάχος είναι τώρα, μονάχος γιά καιρό θά μείνει,
θ’ αγρυπνά, θά διαβάζει, θά γράφει γράμματα μεγάλα
καί στίς δενδροστοιχείες εδώ κ’ εκεί, δίχως γαλήνη
θά πλανιέται, τά φύλλα ενώ θά σέρνονται στό χώμα.
Ποιήματα, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ηριδανός, 1990
 Κική Δημουλά, Αυτόγραφο
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ' έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ' ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα 
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα "ευχαριστώ"
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο.
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
Από την ποιητική συλλογή "Ερήμην" (1958).
Sonnet 73
by William Shakespeare (1609)

That time of year thou mayst in me behold
When yellow leaves, or none, or few, do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruined choirs, where late the sweet birds sang.

In me thou see’st the twilight of such day
As after sunset fadeth in the west;
Which by and by black night doth take away,
Death’s second self, that seals up all in rest.

In me thou see’st the glowing of such fire,
That on the ashes of his youth doth lie,
As the deathbed whereon it must expire,
Consumed with that which it was nourished by.

This thou perceiv’st, which makes thy love more strong,
To love that well which thou must leave ere long.
The Complete Works of William Shakespeare, The Rex Library, 1973
Ἦρθε μία θύμησι...Νίκος Καββαδίας(ανένταχτα)
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.

Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.

Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 20 Μαΐου 1928, ἀρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
 ΠΗΓΗ

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

'Eρημα κορμιά χωρίς φεγγάρια


'Eρημα κορμιά
Χωρίς φεγγάρια

'Ερημος δίχως θάλασσα
Θάλασσα της Αγάπης
Θρήνος στο φόντο
Σε ανύπαρκτο
Ερωτικό τοπίο
 Εντός μου η παρουσία σου
Χωρίς αρχή και τέλος
Στο άχρονο τώρα
Το πάντα το άπιαστο
Στο ελάχιστο να δίνεσαι
Ν΄ ανοίγεις φτερούγιες
Και να με σώζεις
Στο σώμα σου επάνω
Ετσι που ετερόφωτα λάμποντας
Απο τη μοναξιά μου βγαίνω
Και μέσα σου
Τη μήτρα μου βρίσκω.



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Σεπτέμβρης ! Καλό μήνα!



Ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου, έχει κάνει ήδη την είσοδό του στον ημερολογιακό κύκλο στην αλλαγή της  φύσης. Κι εσύ μάταια προσπαθείς να πιαστείς απο τ' απομεινάρια του Καλοκαιριού, θέλοντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν άλλαξε.
Κι όμως το ξέρεις,
η φύση διοικείται από νόμους και κανόνες που ισχύουν με νομοτελειακή κανονικότητα. 
Είναι κι ο Σεπτέμβρης που παίζει μαζί σου, με τις ηλιόλουστες μέρες του, τις υγρές  νύχτες-όχι απο την υγρασία των υψηλών θερμοκρασιών του Καλοκαιριου-αλλά απο κείνες τις πρώτες σταγόνες της βροχής, τις θεροκτόνες κατά τον ποιητή μας Οδ, Ελύτη ''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Ο Φλωμπέρ αναφέρει ''Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις.''
Σε λίγο θα νυχτώνει απο νωρίς.
Το Φθινόπωρο θα στριμώξει τις αναμνήσεις μας απο άλλο ένα καλοκαίρι που έφυγε.
Καιρός ν' αναζητήσουμε το χέρι που θα πορευτούμε αντάμα σ' αυτή την αργόσυρτη μελαγχολία του  Σεπτέμβρη...

Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο  μου Φθινόπωρο''. (Μαρία Λαμπράκη)
Του Σεπτέμβρη τα φεγγάρια, είναι μελαγχολικά.....

 Κική Δημουλά: «Οι αποδημητικές καλημέρες» -Απόσπασμα
 Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.

Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


BERTOLT BRECHT= Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι... τότε... που το ξέρω... το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα. Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής. 



ΖΩΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ
Ο Σεπτέμβρης μειώνει επικίνδυνα την απόσταση.
Παρακμάζουν οι τελευταίες προσδοκίες
στην αυλόπορτα του φάρου,
κογχύλια και φύκια σκορπισμένα στα βράχια,
αστραπές στο πηχτό μελάνι
αυτό που με περικυκλώνει από παντού.
Ένα ξένο χέρι προσπαθεί να με κρατήσει,
κάποιος ορκίζεται σε καινούριες εικόνες,
μα δεν υπάρχει αφετηρία…
Ένα δάκρυ μόνο γνωρίζω,
εσένα μόνο αγαπώ!
Ατάλαντη και αδιάφορη στο άγγιγμα
όπως κάθε φορά.
Από ποιον αλήθεια κίνδυνο
νομίζεις πως ξεφεύγω,
χαράζοντας από αμηχανία
τυχαία ονόματα και γράμματα,
κάθε φορά που νυχτώνει φθινόπωρο.

Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης
 Κέρκυρα, φθινόπωρο  2015

«Σεπτέμβριος», Κική Δημουλά
Σεπτέμβρης ναι Σεπτέμβρης είν’ αυτός
ο κόμπος στο λαιμό η κολλώδης μνήμη που
εμποδίζει την κατάποση στερεών απόντων
η ατονία οι κομάρες που αδειάζουνε το σώμα
σε μια φυγή γεμάτη τρύπες
οι καούρες νηστικών ονείρων στο στομάχι
οι άρρυθμες σβησμένες γροθίτσες του σφυγμού
– τι θαρρείς κάπως έτσι σταματούν
κάποτε τελειώνουνε τα αιμοφόρα αστεία.
Ρηχά τα καφενεία στον πεζόδρομο.
Λάδι η ησυχία.
Ασφαλής πικρός ο καφές μου
μακράν της φορτικής ζάχαρης
– μια συνήθεια είναι τ’ απαραίτητα την κόβεις.
Ήχος κερμάτων σε τενεκεδάκι οργανοπαίκτη.
Ο ελεήμων Σεπτέμβρης που ρίχνει φύλλα.
Σεπτέμβρης ναι. Ο τιποτένιος άθλιος μήνας
ο μισητός τσιγκούνης – σου δόθηκε
μονάχα ο μισός και τ’ άλλο ήμισύ του το καλύτερο
δολίως πιο μεγάλο απ’ το δικό σου
οι ζωντανοί τ’ αρπάξαν.
Ναι. Αλλά ήταν σήμερα αγνώριστος.
Ένας άγνωστος αθώος.
Άυλος κι όμως φλύαρα φιλάρεσκος καθώς
τον λίγωνε μια ζέστη σε πιο σωματικόν
– την είχε βιάσει στο άδειο
ξενοικιασμένο τέλος του Αυγούστου.
Ήτανε τόσο φορτική σαν αμαρτία η θαμπάδα του
τόσο πείσμων η πανάκριβη
κάπου μακριά φιλόβροχη κολόνια που φορούσε
τόσο ξεροκέφαλα εγκόσμιο τ’ όνομά του
ώστε μου άρεσε να σ’ έχω προς στιγμήν
ολότελα ξεχάσει.
Καλή του ώρα ένα γυφτάκι πούλαγε κάτι
ένοχα βήτα διαλογής χαρτομάντιλα μούσκεμα
στα μάτια μου.
(Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί», εκδ. Ίκαρος, 1998)

ΜΠΟΡΑ- Γιάννης Βαρβέρης
Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου.
Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.
Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.
(Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος ΛΟΥΤΡΑΚΙ, περ. Νέα Εστία, Οκτώβριος 2010, αρ. 1837)

Σεμπτέβριο την λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε
και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς...

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.


Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
με τις σταλαγματιές  του 'Ηλιου
στα  πυρωμένα αλώνια του μεσημεριού
και με την όψη στραμμένη  στο πέλαγος
ήταν που ο αγέρας
 χαράζοντας ίχνη πάνω στην βρεγμένη άμμο
αποτύπωσε τα βήματά σου για να σε βρω.
Εκεί που τα αλμυρίκια στο ξέβρασμα της θάλασσας
άφηναν  το τελευταίο μουρμουρητό του φλοίσβου
και οι αλατόπετρες  έκαιγαν το πάθος  του 'Ερωτα
στη λάβα του μεσημεριού.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
πάνω στο βράχο της υπομονής

ταξιδεύοντας όνειρα
σε ένα κάτασπρο φτερό του γλάρου

ήταν  που  τα μάτια σου
χάραξαν  πορεία  στο ακυβέρνητο

πλοίο της ζωή μου.
Τη νύχτα που ξέμπαρκοι
αναζητούσαμε τη πυξίδα

της καρδιάς  ''μακριά  του κόσμου τούτου
και του παντοτινού''.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Ηταν γιατί κανείς δε θέλησα να μάθει
απο τι  αίμα γίνεται  το κόκκινο του δειλινού
την ώρα που ο ήλιος χάνεται  πίσω απο τα βουνά
κι η θάλασσα σβήνει τη δίψα του φιλιού σου
στην υγρή της αγκαλιά .
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.
 Μαρία Λαμπράκη

Η έκφραση ''έφερα τη ζωή μου ως εδώ'' είναι δάνειο απο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Η θάλασσα '' μέσα μου''

             Δίπλα στη θάλασσα...
Αμήχανη να κοιτάζω τα φώτα της νύχτας
Καθώς καθρεφτιζόταν στα νερά της
Xιλιάδες σπαρμένα μάτια παντού...
Ο κόσμος ξημερώνει...
Πέρα απο τις γραμμές των οριζόντων
Φεγγοβολούσε το πρώτο φως της Αυγής
Θεέ μου (είπα)
Τόση ομορφιά πως να χωρέσει μέσα μου;

    Τα χέρια όπως πάντα τους αβέβαια
Το χάδι μετέωρο στους κραδασμούς των κυμάτων
Οι λέξεις κρύβονται πίσω απο τον μπερντέ του καπνού
Ενα τσιγάρο σιγοκαίει στο τασάκι
Για όλα είπαμε ή σχεδόν για όλα...
Κανείς, όμως, δεν τόλμησε να πει μια λέξη
Σ' αυτή την πόλη των εκατομμυρίων μόνων...


                               Σε λίγο ξημερώνει...
Αντίο
Χάρηκα
Μια βιαστική αγκαλιά...
Κανείς δεν είπε
Κανείς δεν τόλμησε
Κι έμεινε το φιλί αταξίδευτο
Στην άκρη των χειλιών μας
Να κόβει σαν γυαλί
Και τώρα;
Κάθε φορά που μιλώ για σένα
Ματώνουν οι λέξεις.

(Μαρία Λαμπράκη)
Τα μάτια σου κι η θάλασσα
απέραντό μου γίνε
Έρωτας είναι
το κύμα που λαχτάρισε
ν' ακούσει αυτό το μείνε
Απόψε....

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

''ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ''
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της.
Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι  ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
  Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
 Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεσά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.


 Η μητέρα μου Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του.

Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.
Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
ΠΗΓΗ

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Η Ποίηση του Μάη!

«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»
painter, Emile Vernon
Το τριαντάφυλλο του Μάη (Δημοτική ποίηση)

Το τριαντάφυλλο, ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια μαντζουράνα, κείνα μαλώνουν μοναχά, κείνα τα τρίατ’ άνθια το ποιο είναι τ’ ομορφότερο  το ποιο μυρίζει κάλλιο.  Πετάχτη το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, τους είπε νασωπάσουνε, τους λέει να μημαλώνουν:– Σωπάτε βρωμολούλουδα και βρωμοχορταράκια, τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, π’ ούλοντον χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, το Μάη μήνα φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω, στολίζω και τις όμορφες κιούλες τις μαυρομάτες, κιούλες με πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.
Νάνι νάνι-Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (απόσπασμα)

Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.

Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.

  Η ΝΕΦΕΛΗ-Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν είναι η Νεφέλη που σήμερα,
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.

Θλιμμένη μπαλάντα-Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

    [Μικρό ποίημα]

Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.

Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.


Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.

Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα

μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.


Ήμουνα πάντα ανήσυχος,

παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:

Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;

Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.

Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;


Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,

η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;

Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή

δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.

Θλίψη βαριά με σκιάζει!

Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
ΠΗΓΗ

ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.

Χῶμα ἑλληνικό-Γεώργιος Δροσύνης

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...


Emile Vernon (1872-1919)

Κεράσια-Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα)

Το Μάη έχ’ η άνοιξη,
τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια. Κεράσια, καλώς ήρθατε βαθιά βαθιά λουσμένα, σαν τιμημένες παρθενιές, μες στης ντροπής το χρώμα.

Τραγούδια και ποιήματα του Μάη
Διαβάστε περισσότερα
/ΕΔΩ    https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2015/04/blog-post.html

Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά να μπει του Μάη!
https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/05/blog-post.html

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων


 Και το ερώτημα παραμένει ίδιο-αναπάντητο ανά τους αιώνες
”Ιησούν ή Βαραβάν;”