Σελίδες

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Οι Μύστες του Έρωτα

Στη μήτρα της νύχτας 
γονιμοποίησε το σπέρμα του
 ο Ερωτας...
Ηρθαν οι μύστες
 χωρίς περιττά στολίδια
την αλήθεια να διαφυλάξουν
 εξαγνίζοντας στο βωμό του ''δαίμονα''
όλα τα αρχέγονα πάθη
που ''κατακαίνε'' τα σωθικά τους .
Λίγο πριν το πρώτο φως του Αυγερινού 
ντύθηκαν την κόκκινη βασιλική πορφύρα
 κι έκρυψαν βαθιά στο χώμα
 το σπόρο της ''άμωμης σύλληψης''
(Μαρία Λαμπράκη)



Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Πόσο πολύ σ΄αγάπησα

Δεν έμαθες ποτέ /πως :
Tα βράδια που κοιμόσουν
άνοιγα κρυφά τις πόρτες
των ονείρων σου
με το αντικλείδι της σιωπής

Πλημμύριζα απο το άχραντο
δάκρυ του 'Ερωτα
Μεταλάμβανα τα μυστήρια
της Αγάπης
Και χανόμουν μαζί σου
σε πλανήτες μελλοντικούς

Δεν έμαθες ποτέ
Πόσες φορές η σκέψη μου
κοιμήθηκε μαζί σου
Στα νησιά τα Παραδείσια
των αμέτρητων μικρών  ΘΕΩΝ.

Μαρία Λαμπράκη

Δεν έμαθες ποτέ
Πόσο πολύ σ΄αγάπησα...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος-Ποιήματα


Όταν βλέπεις τα μάτια μου-Λουκάς Θεοδωρακόπουλος

Ὅταν βλέπεις τὰ μάτια μου νὰ σκοτεινιάζουν
κι ἀκοῦς τὸ αἷμα στὶς φλέβες μου
νὰ κατεβαίνει βουίζοντας.
Ὅταν ἀντὶ νὰ μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιὰ
νὰ φράζουν τὸ στόμα μου
κι ἀκοῦς τὶς μαῦρες νυχτερίδες
νὰ ρημάζουν τὸ κέντρο μου.
Ὅταν στὴν ἄκρη τοῦ πνιγμοῦ
στὸ ἔλεος τοῦ πανικοῦ
ἰκετεύω—
ὢ μὴ θυμώνεις ἄγγελε μὴ σπρώχνεις.
Κᾶμε φωλιὰ τὸ χέρι σου
καὶ σκέπασε μέ...

 Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Ξανοίγεις μέσα μου -Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Ξανοίγεις μέσα μου μανιάτικα τοπεῖα
μοῦ δείχνεις τὴ γύμνια μου.
Νιώθω σὰν πύργος ἐγκαταλειμμένος
μὲ τὶς φωνὲς τῶν νιούτσικων φευγάτες.
Ἀπὸ τὸ καραοῦλι μου ἀγναντεύω τὴ θάλασσα:
γριὰ μανιάτισσα ποὺ πέτρωσε θρηνολογώντας.

 Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

ΠΗΓΗ

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος: Αναδρομή (Καστανιώτης, 1978)

 ΟΙ ΘΑΜΝΟΙ
Από τα δέντρα περισσότερο
αγαπώ τους θάμνους.
Αντέχουν πιο πολύ στη δίψα
έχουνε μνήμη πιο γερή
δίνουν πιο εύκολα φιλοξενία.

Τους λείπει βέβαια το ύψος
η δίψα του ουρανού
η μεγάλη θέα.

Όμως κοντά στο χώμα
νοιάζονται πιο πολύ
ακούν πιο έντονα
το χτυποκάρδι των κυνηγημένων.


* * *


ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ


Το σώμα σου
γεμάτο παράθυρα
κι εγώ μέσα του εγκάθειρτος
μονάχα ό,τι μου δείχνει
βλέπω.

* * *

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ


Μπορείτε να μετράτε τα χρυσοφόρα κοιτάσματα
του μόχθου μας, όσο κρατάει ακόμη το σκοτάδι
πάνω στις λόγχες του ακατάβλητου γρασιδιού.
Υπάρχει ίσως ακόμη καιρός να ετοιμάσετε τις αποσκευές σας.
Το πρωί θ’ ακουστούν οι οπλές των αλόγων
κι απ’ τ’ ανατολικά προάστια
θα ξεκινήσει ένας λαός από θωρακοφόρα μυρμήγκια
σέρνοντας πίσω του – τρόπαιο –
το σαστισμένο κουφάρι της βασίλισσας.

* * *

ΤΟ ΕΝΤΟΜΟ

Τα λογικά επιχειρήματα
οι θεμιτές προβλέψεις
ο κύκλος των «στοχαστικών προσαρμογών»
ο επιούσιος και ο αυριανός
ορυμαγδός των άστρων μέσα μου
τα επαχθή φορτία της μνήμης
η σύγχυση, η ολιγοπιστία των φίλων –
όλα μιλούν την αδήριτη γλώσσα
του τέλους.

Όλα. Και μόνο το σώμα σου
τεράστιο έντομο
επιμένει
να μου φράζει τον ήλιο.

ΠΗΓΗ

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος

Βιογραφικό /ΕΔΩ


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Οι σιωπές της βροχής

Βρέχει σιωπές απόψε...
Που είσαι;
Το ξέρω, πάλι χωρίς ομπρέλα
θα βγω στις γειτονιές του κόσμου,
για να σε γυρέψω.
Που να σε βρω;
Πως να σε γνωρίσω;
Με την ομπρέλα σου ανοιχτή
σ' αυτό το τοπίο της βροχής;
Βρέχει σιωπές απόψε...
μα,
''εσύ πάντα ανοιχτή έχεις την ομπρέλα σου''(Μαρία Λαμπράκη)

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

To χιόνι στην ποίηση των Χριστουγέννων

Χριστούγεννα
(Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Χριστούγεννα του χωριού
(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς
(Ε. Νέγρη)
Το χιόνι πέφτει από ψηλά,
ξημέρωσε Πρωτοχρονιά,
και γέμισαν οι κλώνοι.
Ο Αι Βασίλης τη νυχτιά,
φέρνει τα δώρα στα παιδιά,
που τραγουδούν ακόμη.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
σε κάθε σπίτι και γωνιά,
για να χαρούνε όλοι.
Και με τη νέα τη χρονιά,
υγεία, αγάπη και χαρά,
να ‘ρθει στη χώρα όλη.
Χριστούγεννα
(Στέλιος Σπεράντσας)
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, π’ Αρχάγγελοι
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.
Χριστουγεννιάτικη ἱστορία – τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ
Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.
[Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα

Το ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του Τάσου Λειβαδίτη (1922 – 1988) ανήκει στη Συλλογή «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», που γράφτηκε στη Μακρόνησο, το 1950. Πρόκειται για ένα ποίημα βαθιά ανθρώπινο και απέραντα τρυφερό. Και μόνο στο άκουσμα της ευχής «Καλά Χριστούγεννα», η ψυχή του συντρόφου κατακλύζεται από θαλπωρή…

…Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Αντί-δωρο στην προσμονή

Οταν η νύχτα ακουμπάει στους ώμους της το πρώτο φως της αυγής/ έρχεσαι γυμνός  και απροκάλυπτος στη χώρα του ονείρου.
Κι αρχίζουν τότε οι αισθήσεις να θωπεύουν τη μνήμη / να βγαίνει στην επιφάνεια η επιθυμία.
'Εξαψη της στιγμής στραγγίζει σταγόνα/ σταγόνα το δάκρυ στο τάσι του 'Ερωτα/ για όσα δεν υπήρξαμε παρά μόνο σε επίπεδο φαντασίας.
Παραδοθήκαμε για λίγο στο ανεκπλήρωτο/ με άχραντες λέξεις κοινωνήσαμε το μυστήριο του πάθους και σβήσαμε τη δίψα του πόθου μας / με της αγάπης τ' ακριβό κρασί.
Αντί-δωρο στην προσμονή..
Μετά-γγιση στην απουσία..
(Μαρία Λαμπράκη)


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Φθινοπωρινά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου


ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
 «ΧΑΡΤΙΝΑ, Ι»: απόσπασμα

Φθινόπωρο
με το σκοινί δεμένο
στον κορμό της ελιάς·
η χαρτονένια προσωπίδα
δεν κρατάει το νερό -
τρέχει απ' τα μάτια.

Να πάρεις το μόνιππο.
Σαν βγεις απ' το δάσος
πρόσεξε
το μουσκεμένο άλογο
μπροστά στη Σφίγγα.

Τα στενά σιδερένια παπούτσια.
Δρόμος και δρόμος.
Η δόξα.
Ύστερα
οι τρύπιες παντούφλες στο τραπέζι
οι σημαίες στη ναφθαλίνη [...]
ΠΗΓΗ
Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)
 Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,

μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


-Γιάννης Ρίτσος, [Φθινοπωρινή θλίψη]
«Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι»
(Γ. Ρίτσος, Θερινό φροντιστήριο, Κέδρος)




Γιάννης Ρίτσος -Κίτρινο φθινόπωρο
Κίτρινο φθινόπωρο, κίτρινη η καρδιά μου
όσα χθες εφτέρωναν, τώρα πέφτουν χάμω.

Στο καφενεδάκι μας κίτρινη κι η γρίλια
στο ποτήρι ανέγγιχτη έλιωσε η βανίλια.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Τι να πούμε αγάπη μου, λόγια πια δε βρίσκω
νιώθω το κατόπι μας το μεγάλο ίσκιο.

Κίτρινο τ’ απόβραδο, κίτρινη ησυχία
μες στη μνήμη ακούγεται κίτρινη ρομβία.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Γιάννης Ρίτσος - «Η ραψωδία του γυμνού φωτός» IV (Φθινόπωρο)

 «Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.

Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.

Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.

Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;

Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»


 





Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
 Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
 
Γιάννης Ρίτσος - Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου
Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.

Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.

Κι όμως είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Γρηγόριος Ξενόπουλος: Φθινόπωρο


 Φθινόπωρο
Ο ουρανός σήμερα είναι ασυννέφιαστος, ολογάλανος και ο ήλιος λάμπει και θερμαίνει σαν καλοκαιριάτικος. Κοιτάζοντας έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα μπορούσα να γελαστώ και να νομίσω, πως ο ημεροδείκτης τρελάθηκε. Μα οι φωνές, που ακούω από το δρόμο, με πείθουν πάλι, πως είναι Οκτώβρης.

Ένας από δω φωνάζει:

-Κάστανα! Κάστανα ζεστά!
Κι άλλος από εκεί:
-Κούμαρα! Κούμαρα!

Έπειτα είναι η μυρωδιά του σπιτιού. Σήμερα μυρίζει ναφθαλίνη. Καταλαβαίνετε γιατί: έχουν βγη από τα μπαούλα τα χειμωνιάτικα ρούχα κι είναι απλωμένα εδώ κι εκεί να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν: Χοντρά κοστούμια, βαριά επανωφόρια, φανέλλες, χαλιά, μπερντέδες - η πανοπλία, που θα φορέσουν οι άνθρωποι στο σπίτι, για να πολεμήσουν με τον άγριο χειμώνα που έφτασε.

Όχι ο ημεροδείκτης μου ο καημένος δεν τρελάθηκε. Μόνο ο ουρανός σήμερα έχει τις ιδιοτροπίες του. Και αντί να φορή κι αυτός ή να ετοιμάζη τα χειμωνιάτικά του, τα φθινοπωρινά του τουλάχιστο, παρουσιάζεται ψιλοντυμένος με τα γαλάζια του.

Μα αλήθεια τόση τρέλα έχει σήμερα ο ουρανός; Πώς τον αφήνει ο γεροχειμώνας, πώς δεν του θυμίζει, πως θα κρυώσει με τα λινά;

Βγαίνω στο παράθυρο, για να ιδώ καλύτερα. Α. όχι! Ό,τι γίνεται στο σπίτι, γίνεται και στον ουρανό; Σύννεφα ατμοί, ομίχλες, να τα απλωμένα εκεί κάτω στους μακρινούς ορίζοντες. Λες πως ότι βγήκαν κι αυτά από τα ουράνια μπαούλα και κρεμάστηκαν στις άκρες, για να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη. Κι αύριο μεθαύριο ο ουρανός, θέλοντας και μη, θα τα φορέση και το γαλάζιο του φόρεμα θα σκεπαστή κι ο λαμπρός ήλιος θα κρυφτή.

Ωστόσο το θέαμα είναι ωραίο. Κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθή, πως η φθινοπωριάτικη φύση παρουσιάζει ένα σωρό ομορφιές. Το φως κάνει χίλια τρελοπαίχνιδα μ' εκείνα τα μακρινά σύννεφα, τους ατμούς, τις ομίχλες. Τα χρωματίζει με τρόπο, που θα 'φερνε σ' απελπισία οιοδήποτε ζωγράφο.

Και τα βουνά ολόγυρα, τι ζωηρά χρώματα που παίρνουν; Και τα δέντρα με τα κίτρινα ή κοκκινωπά φύλλα πόσο αλλιώτικα φαίνονται! Και η χλόη ακόμη η πράσινη, με πόσα χρυσάφια έχει στολιστή! Και το χώμα, το σχεδόν άσπρο χώμα του καλοκαιριού, πως έγινε βαθύτερο, ζωηρότερο! Κι όλο το τοπίο, πόλη μαζί και εξοχή, πώς φαίνεται σαν καθαρισμένο, σαν ξανανιωμένο! Γιατί και το φθινόπωρο για μια στιγμή παρουσιάζει το ξανάνιωμα της ανοίξεως. Με τη διαφορά, πως αυτό είναι σταθερό, ενώ εκείνο, το φθινοπώρου, είναι απατηλό, ψεύτικο.

Το φθινόπωρο είναι λιγάκι ύπουλο. Προσποιείται το καλοκαίρι, αλλά στο βάθος είναι πάντα χειμώνας. Ιδιοτροπίες σαν τις σημερινές τ' ουρανού, που βγήκε με τα λινά του, είναι πολύ επικίνδυνες.

Περιοδικό: Η διάπλασις των παίδων. 1920. 
 ΠΗΓΗ