Σελίδες

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Αντί-δωρο στην προσμονή

Οταν η νύχτα ακουμπάει στους ώμους της το πρώτο φως της αυγής/ έρχεσαι γυμνός  και απροκάλυπτος στη χώρα του ονείρου.
Κι αρχίζουν τότε οι αισθήσεις να θωπεύουν τη μνήμη / να βγαίνει στην επιφάνεια η επιθυμία.
'Εξαψη της στιγμής στραγγίζει σταγόνα/ σταγόνα το δάκρυ στο τάσι του 'Ερωτα/ για όσα δεν υπήρξαμε παρά μόνο σε επίπεδο φαντασίας.
Παραδοθήκαμε για λίγο στο ανεκπλήρωτο/ με άχραντες λέξεις κοινωνήσαμε το μυστήριο του πάθους και σβήσαμε τη δίψα του πόθου μας / με της αγάπης τ' ακριβό κρασί.
Αντί-δωρο στην προσμονή..
Μετά-γγιση στην απουσία..
(Μαρία Λαμπράκη)


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Φθινοπωρινά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου


ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
 «ΧΑΡΤΙΝΑ, Ι»: απόσπασμα

Φθινόπωρο
με το σκοινί δεμένο
στον κορμό της ελιάς·
η χαρτονένια προσωπίδα
δεν κρατάει το νερό -
τρέχει απ' τα μάτια.

Να πάρεις το μόνιππο.
Σαν βγεις απ' το δάσος
πρόσεξε
το μουσκεμένο άλογο
μπροστά στη Σφίγγα.

Τα στενά σιδερένια παπούτσια.
Δρόμος και δρόμος.
Η δόξα.
Ύστερα
οι τρύπιες παντούφλες στο τραπέζι
οι σημαίες στη ναφθαλίνη [...]
ΠΗΓΗ
Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)
 Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,

μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


-Γιάννης Ρίτσος, [Φθινοπωρινή θλίψη]
«Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι»
(Γ. Ρίτσος, Θερινό φροντιστήριο, Κέδρος)




Γιάννης Ρίτσος -Κίτρινο φθινόπωρο
Κίτρινο φθινόπωρο, κίτρινη η καρδιά μου
όσα χθες εφτέρωναν, τώρα πέφτουν χάμω.

Στο καφενεδάκι μας κίτρινη κι η γρίλια
στο ποτήρι ανέγγιχτη έλιωσε η βανίλια.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Τι να πούμε αγάπη μου, λόγια πια δε βρίσκω
νιώθω το κατόπι μας το μεγάλο ίσκιο.

Κίτρινο τ’ απόβραδο, κίτρινη ησυχία
μες στη μνήμη ακούγεται κίτρινη ρομβία.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Γιάννης Ρίτσος - «Η ραψωδία του γυμνού φωτός» IV (Φθινόπωρο)

 «Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.

Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.

Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.

Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;

Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»


 





Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
 Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
 
Γιάννης Ρίτσος - Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου
Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.

Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.

Κι όμως είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Γρηγόριος Ξενόπουλος: Φθινόπωρο


 Φθινόπωρο
Ο ουρανός σήμερα είναι ασυννέφιαστος, ολογάλανος και ο ήλιος λάμπει και θερμαίνει σαν καλοκαιριάτικος. Κοιτάζοντας έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα μπορούσα να γελαστώ και να νομίσω, πως ο ημεροδείκτης τρελάθηκε. Μα οι φωνές, που ακούω από το δρόμο, με πείθουν πάλι, πως είναι Οκτώβρης.

Ένας από δω φωνάζει:

-Κάστανα! Κάστανα ζεστά!
Κι άλλος από εκεί:
-Κούμαρα! Κούμαρα!

Έπειτα είναι η μυρωδιά του σπιτιού. Σήμερα μυρίζει ναφθαλίνη. Καταλαβαίνετε γιατί: έχουν βγη από τα μπαούλα τα χειμωνιάτικα ρούχα κι είναι απλωμένα εδώ κι εκεί να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν: Χοντρά κοστούμια, βαριά επανωφόρια, φανέλλες, χαλιά, μπερντέδες - η πανοπλία, που θα φορέσουν οι άνθρωποι στο σπίτι, για να πολεμήσουν με τον άγριο χειμώνα που έφτασε.

Όχι ο ημεροδείκτης μου ο καημένος δεν τρελάθηκε. Μόνο ο ουρανός σήμερα έχει τις ιδιοτροπίες του. Και αντί να φορή κι αυτός ή να ετοιμάζη τα χειμωνιάτικά του, τα φθινοπωρινά του τουλάχιστο, παρουσιάζεται ψιλοντυμένος με τα γαλάζια του.

Μα αλήθεια τόση τρέλα έχει σήμερα ο ουρανός; Πώς τον αφήνει ο γεροχειμώνας, πώς δεν του θυμίζει, πως θα κρυώσει με τα λινά;

Βγαίνω στο παράθυρο, για να ιδώ καλύτερα. Α. όχι! Ό,τι γίνεται στο σπίτι, γίνεται και στον ουρανό; Σύννεφα ατμοί, ομίχλες, να τα απλωμένα εκεί κάτω στους μακρινούς ορίζοντες. Λες πως ότι βγήκαν κι αυτά από τα ουράνια μπαούλα και κρεμάστηκαν στις άκρες, για να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη. Κι αύριο μεθαύριο ο ουρανός, θέλοντας και μη, θα τα φορέση και το γαλάζιο του φόρεμα θα σκεπαστή κι ο λαμπρός ήλιος θα κρυφτή.

Ωστόσο το θέαμα είναι ωραίο. Κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθή, πως η φθινοπωριάτικη φύση παρουσιάζει ένα σωρό ομορφιές. Το φως κάνει χίλια τρελοπαίχνιδα μ' εκείνα τα μακρινά σύννεφα, τους ατμούς, τις ομίχλες. Τα χρωματίζει με τρόπο, που θα 'φερνε σ' απελπισία οιοδήποτε ζωγράφο.

Και τα βουνά ολόγυρα, τι ζωηρά χρώματα που παίρνουν; Και τα δέντρα με τα κίτρινα ή κοκκινωπά φύλλα πόσο αλλιώτικα φαίνονται! Και η χλόη ακόμη η πράσινη, με πόσα χρυσάφια έχει στολιστή! Και το χώμα, το σχεδόν άσπρο χώμα του καλοκαιριού, πως έγινε βαθύτερο, ζωηρότερο! Κι όλο το τοπίο, πόλη μαζί και εξοχή, πώς φαίνεται σαν καθαρισμένο, σαν ξανανιωμένο! Γιατί και το φθινόπωρο για μια στιγμή παρουσιάζει το ξανάνιωμα της ανοίξεως. Με τη διαφορά, πως αυτό είναι σταθερό, ενώ εκείνο, το φθινοπώρου, είναι απατηλό, ψεύτικο.

Το φθινόπωρο είναι λιγάκι ύπουλο. Προσποιείται το καλοκαίρι, αλλά στο βάθος είναι πάντα χειμώνας. Ιδιοτροπίες σαν τις σημερινές τ' ουρανού, που βγήκε με τα λινά του, είναι πολύ επικίνδυνες.

Περιοδικό: Η διάπλασις των παίδων. 1920. 
 ΠΗΓΗ

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η μελαγχολία του Σεπτέμβρη στην Ποίηση

Σεπτέμβρης
Ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου έχει κάνει ήδη την είσοδό του στον ημερολογιακό κύκλο στην αλλαγή της  φύσης. Κι εσύ μάταια προσπαθείς να πιαστείς απο τ' απομεινάρια του Καλοκαιριου, θέλοντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν άλλαξε.
Κι όμως το ξέρεις,
η φύση διοικείται από νόμους και κανόνες που ισχύουν με νομοτελειακή κανονικότητα. 
Είναι κι ο Σεπτέμβρης που παίζει μαζί σου, με τις ηλιόλουστες μέρες του, τις υγρές  νύχτες-όχι απο την υγρασία των υψηλών θερμοκρασιών του Καλοκαιριου-αλλά απο κείνες τις πρώτες σταγόνες της βροχής, τις θεροκτόνες κατά τον ποιητή μας Οδ, Ελύτη ''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Ο Φλωμπέρ αναφέρει ''Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις.''
Σε λίγο θα νυχτώνει απο νωρίς.
Το Φθινόπωρο θα στριμώξει τις αναμνήσεις μας απο άλλο ένα καλοκαίρι που έφυγε.
Καιρός ν' αναζητήσουμε το χέρι που θα πορευτούμε αντάμα σ' αυτή την αργόσυρτη μελαγχολία του  Σεπτέμβρη...

Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο  μου Φθινόπωρο''. (Μαρία Λαμπράκη)
ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ-Κική Δημουλά
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.


Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.


Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.


Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


Χρίστος Λάσκαρης, «Πώς να παλέψει»
Πώς να παλέψει
Είναι μια θλίψη το φθινόπωρο
καθώς αδειάζουν οι ακρογιαλιές
και το νησί ερημώνει.
και μένει μόνη η ψυχή
με τ' άγριο πέλαγο.
Πώς να παλέψει με τις άδειες Κυριακές
την ερημιά των βράχων και της θάλασσας,
με τις κουρούνες που το δειλινό
στην αποβάθρα κρώζουν.
Φως του Σεπτέμβρη         
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
 Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει.

Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν
μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού
Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη.

Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλεους της νύχτας ξαναρχίζω.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-Γιάννης Τόλιας
Από το ανοιχτό παράθυρο
φυσάει μέσα ο Σεπτέμβριος
και σβήνει
το λυχναράκι
του Καλοκαιριού. 

Με τις πρώτες σταγόνες
ανοίγουν τις ομπρέλες τους
οι πυγολαμπίδες
και πλημμυρίζουν
τα μονοπάτια του κήπου. 

Στην ανεμόεσσα κόμη
της λύπης της
ακόμα και το δικό του χάδι
αποδημητικό.

Ανδρέας Εμπειρίκος - Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση

Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)


Μπόρα – Γιάννης Βαρβέρης

Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου. Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.

Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.    


 Στίχοι : Μάνος Τσιλιμίδης 
Μουσική : Σταμάτης Κραουνάκης
 Ερμηνεία : Βίκυ Μοσχολιού..
Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε
δεν ήμασταν εμείς.


Σεπτέμβριο το λέγανε
το κύμα που μας γνώρισε.
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε
κανένανε κανείς.


Χωριστά θα μας βρει
ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια 
και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά
ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια:
“Δυο καρδιές χωριστά'.


Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.


Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς.