Σελίδες

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

"Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"(Jorge Luis Borges)

Είναι γνωστό πως οι καθρέφτες, οι λαβύρινθοι κι οι τίγρεις στοιχειώνουν τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) κι έτσι τα συναντάμε πολύ συχνά στα κείμενά του. 
Ο καθρέφτης είναι για τον Μπόρχες αντικείμενο σπουδαίο και μαγικό και στο διήγημα "Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"
 Ο βασιλιάς ανταμείβει τον βάρδο για το καταπληκτικό του έργο με έναν καθρέφτη.
Είναι επίσης ιερός έτσι που να μπορεί να βρεθεί μέσα σ’ έναν όρκο: ''Εκείνες τις νύχτες ορκίστηκα στον θεό που βλέπει με δύο πρόσωπα και σ’ όλους τους θεούς τού πυρετού και των καθρεφτών να πλέξω έναν λαβύρινθο γύρω από άνθρωπο που φυλάκισε τον αδερφό μου.''

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Καθρέφτης και η Μάσκα
El espejo y la máscara - Jorge Luis Borges

Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ, όπου νικήθηκαν οι Νορβηγοί, ο Βασιλιάς της Ιρλανδίας μιλούσε με τον αυλικό του ποιητή. «Τα μεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δε μπουν μέσα σε λέξεις», είπε ο βασιλιάς.
«Θέλω να ψάλλεις τη νίκη μου και το εγκώμιό μου. Θα 'μαι ο Αινείας και θα 'σαι ο Βιργίλιός μου. Θεωρείς τον εαυτό σου ικανό γι' αυτή την αποστολή  που θα χαρίσει την αθανασία και στους δυο μας;»
«Μάλιστα, Κύριέ μου», είπε ο βάρδος. «Είμαι ο Όλλαν. Δώδεκα χειμώνες παιδεύτηκα στους κανόνες της προσωδίας. Ξέρω απέξω τους τρακόσους εξήντα μύθους που 'ναι η βάση της αληθινής ποίησης.(…) 
Οι νόμοι μου επιτρέπουν να χρησιμοποιώ μ' απλοχεριά τις πιο παλιές λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο περίπλοκες μεταφορές. Έχω καταχτήσει τα μυστικά του γραψίματος που προστατεύουνε την τέχνη μας απ' τα μυωπικά μάτια του όχλου. Μπορώ να εγκωμιάσω έρωτες, ζωοκλοπές, ταξίδια και πολέμους.

(…) Έχω κάποια γνώση μιας αμερόληπτης αστρολογίας, μαθηματικών, κανονικού δικαίου και των ιδιοτήτων των φυτών. Νίκησα τους ανταγωνιστές μου σε δημόσιους διαγωνισμούς. Είμαι δεξιοτέχνης της σάτιρας, που προκαλεί δερματικές παθήσεις, περιλαμβανομένης και της λέπρας. Ξέρω να χειρίζομαι το σπαθί, καθώς απέδειξα στη μάχη σας. Ένα μονάχα πράμα δεν ξέρω -πώς να σας ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνατε».


Ο βασιλιάς, που βαριόταν εύκολα τις μακρηγορίες, ιδιαίτερα των άλλων, είπε με ανακούφιση: «Τα ξέρω όλ' αυτά, πολύ καλά. Άκουσα πως τελευταία τραγούδησε τ' αηδόνι στην Αγγλία. 
Όταν περάσουν τα χιόνια κι οι βροχές, και τ' αηδόνι επιστρέψει στον τόπο μας απ' τις νότιες χώρες, θα ψάλλεις τα εγκώμιά σου μπροστά στην Αυλή και στη Σχολή των Βάρδων.
Σου παραχωρώ έναν ολόκληρο χρόνο. Κοίτα να εξευγενίσεις κάθε λέξη και κάθε γράμμα, και να τους δώσεις μιαν αστραφτερή λαμπρότητα. Η ανταμοιβή, καθώς ξέρεις, δε θα 'ναι ανάξια ούτε των βασιλικών μου συνηθειών ούτε των άγρυπνων νυχτών της έμπνευσής σου».

«Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή απ' το να βλέπω τη μεγαλειότητά σας;» είπε ο ποιητής που ήταν ταυτόχρονα και αυλικός. Υποκλίθηκε κι αποχώρησε,  έχοντας κιόλα στο μυαλό του τη φευγαλέα μορφή κάνα-δυο στίχων.

Σαν κύλησε ο χρόνος - κι ήταν μια κακή χρονιά, όλο επιδημίες κι εξεγέρσεις - ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απάγγειλε αργά και με αυτοπεποίθηση, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο χειρόγραφο. 
Με μια κίνηση του κεφαλιού του, ο βασιλιάς έδειξε την επιδοκιμασία του. Τον μιμήθηκαν όλοι, ακόμα κι αυτοί που συνωστίζονταν στις πόρτες και δεν μπόρεσαν ν' ακούσουν ούτε μια λέξη. 

Στο τέλος μίλησε ο βασιλιάς.
«Δεκτός ο μόχθος σου,» είπε. «Είναι άλλη μια νίκη. Έχεις δώσει στην κάθε λέξη τ' αληθινό της νόημα, και στο κάθε ουσιαστικό το επίθετο που 'διναν οι παλιοί μας ποιητές. 
Σ' όλο τον πανηγυρικό σου δεν υπάρχει ούτε μια εικόνα που να μην ήτανε γνωστή στους κλασικούς. Ο πόλεμος είναι τ' όμορφο σύμπλεγμα των ανδρών, και το αίμα είναι τον νερό του σπαθιού.

Η θάλασσα έχει τους θεούς της και τα σύννεφα προλέγουνε τον μέλλον. 
Χειρίστηκες με μαστοριά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τη διάρκεια των φθόγγων, τα τεχνάσματα της έμπειρης ρητορικής και τη σοφή ποικιλία των μέτρων.
Αν όλη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας ήταν να χαθεί -ο μη γένοιτο- θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, χωρίς απώλειες, από την κλασική ωδή σου. Τριάντα γραφιάδες θα την αντιγράψουν, ο καθένας δώδεκα φορές».

Έγινε για λίγο σιωπή, κι ύστερα συνέχισε: «Όλα είναι καλά κι ωστόσο τίποτα δεν έγινε. Το αίμα δεν τρέχει γρηγορότερα στις φλέβες μας. Τα χέρια μας δεν απλώθηκαν ν' αρπάξουνε τον τόξο. Κανένας δε χλόμιασε. 
Κανένας δεν έβγαλε μια πολεμική κραυγή, κανένας δεν πρόταξε τα στήθια του ενάντια στους εχθρούς. 

Πριν περάσει ένας χρόνος, ποιητή, θα 'χουμε την ευχαρίστηση να επικροτήσουμε μιαν άλλη ωδή σου. Στο μεταξύ, σαν ένα δείγμα της επιδοκιμασίας μας, πάρε αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».
Τ' αστέρια τ' ουρανού συνέχιζαν τη λαμπερή πορεία τους. Γι' άλλη μια φορά τραγούδησε τ' αηδόνι στα δάση των Σαξόνων, κι ο ποιητής ήρθε ξανά με το χειρόγραφό του που, αυτή τη φορά, ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. 
Δεν το απάγγειλε από μνήμης, αλλά το διάβασε, μ' ολοφάνερη διστακτικότητα, παραλείποντας εδώ κι εκεί ορισμένα αποσπάσματα, σα να μην τα καταλάβαινε κι ο ίδιος, ή, σα να φοβόταν μην τα βεβηλώσει. 
Ήταν παράξενη ωδή. Δεν ήταν η περιγραφή της μάχης - ήταν η μάχη. Μέσα στη χαώδη πολεμική της ατμόσφαιρα, συγκρούονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και είναι Ένας, οι ειδωλολατρικές θεότητες, κι εκείνες που θα εξαπέλυαν πόλεμο εκατοντάδες χρόνια αργότερα. 
Η μορφή δεν ήτανε λιγότερο παράδοξη. Ένα ουσιαστικό στον ενικό, συντάσσονταν μ' ένα ρήμα στον πληθυντικό. Οι προθέσεις δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή χρήση. Η τραχύτητα εναλλασσόταν με τη γλυκύτητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες, ή τουλάχιστον, έτσι μοιάζαν.
Μια φιλντισένια κασετίνα θα 'ναι ο χώρος όπου θα φυλάγεται τον μοναδικό της αντίτυπο. Από την πένα που 'βγαλε ένα τόσο περίφημο έργο, μπορούμε να περιμένουμε κάτι ακόμα πιο υψηλό». 
Και πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο: «Φιγούρες είμαστε σε κάποιο μύθο, και, καλό 'ναι να θυμόμαστε ότι στους μύθους πρωτοστατεί ο αριθμός τρία».Ο βασιλιάς, αντάλλαξε λίγα λόγια με τους λόγιους που ήταν μαζεμένοι γύρω του, κι είπε στο βάρδο: «Η πρώτη σου ωδή, καθώς ήμουνα σε θέση να πω, ήταν μια προσφυέστατη επιτομή όλων των μέχρι τώρα ασμάτων της Ιρλανδίας. 
Η σημερινή σου ωδή τα ξεπερνάει, κι ίσως εκμηδενίζει ό,τι προηγήθηκε. Καταπλήσσει, θαμπώνει, προξενεί το δέος και τον θαυμασμό. 
Οι αγράμματοι δε θα την καταλάβουν· αντάξιοί της είναι μόνο οι μορφωμένοι, οι λιγοστοί.

«Τα τρία δώρα του μάγου, τα τρίστιχα, και η αδιαφιλονίκητη Αγία Τριάδα,» πήρε το θάρρος να μουρμουρίσει ο βάρδος.


«Σαν δείγμα της επιδοκιμασίας μας», συνέχισε ο βασιλιάς, «πάρε αυτή τη χρυσή μάσκα».
«Κατάλαβα», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».

Η επέτειος ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως ο ποιητής δεν κρατούσε χειρόγραφο. Ο βασιλιάς τον κοιτούσε κατάπληκτος· ο βάρδος, ήταν άλλος άνθρωπος. 
Κάτι άλλο, κι όχι ο χρόνος είχε αυλακώσει τον πρόσωπό του κι είχε μεταμορφώσει τα χαρακτηριστικά του.
Τα μάτια του έδειχναν σα ν' ατενίζανε μακριά στο βάθος ή σα να ήτανε τυφλός. Παρακάλεσε να του επιτρέψουνε δυο λόγια με τον βασιλιά. Οι υποτακτικοί αδειάσανε την αίθουσα.

«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Ναι», απάντησε ο βάρδος θλιμμένα, «που να μ' είχε εμποδίσει ο Κύριος και Χριστός μας!»
«Μπορείς να την επαναλάβεις;»
«Δεν τολμώ».
«Θα σου δώσω εγώ το θάρρος που σου λείπει», είπε ο βασιλιάς. Ο βάρδος απάγγειλε το ποίημα - που ήταν όλο κι όλο ένας στίχος. Μην τολμώντας να τον επαναλάβουν δυνατά, ο ποιητής κι ο βασιλιάς, τον απολάμβαναν σα να 'ταν μια μυστική προσευχή ή μια βλαστήμια.
Ο βασιλιάς ήταν τόσο έντρομος και τόσο συντριμμένος όσο κι ο βάρδος. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάχλωμοι.

«Στα νιάτα μου», είπε ο βασιλιάς, «αρμένισα κατά τη δύση. Σ' ένα νησί είδα ασημένια κυνηγόσκυλα να θανατώνουν χρυσαφιά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, χορτάσαμε την πείνα μας με τ' άρωμα μαγικών μήλων. 
Σ' ένα τρίτο, είδα τοίχους από φωτιά. Στο πιο μακρινό νησί, ένα θολωτό και κρεμαστό ποτάμι διέσχιζε τον ουρανό, και στα νερά του έπλεαν ψάρια και βάρκες. 
Όλα αυτά είναι θαύματα, το δίχως άλλο, δεν συγκρίνονται όμως με τον ποίημά σου που, κατά κάποιο τρόπο, τα περιλαμβάνει όλα. Ποια μαγγανεία σου τον ενέπνευσε;»
«Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να 'χα διαπράξει  κάποιο αμάρτημα - που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί».


«Ένα αμάρτημα που τώρα μοιραζόμαστε οι δυο μας», είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις γνωρίσει την Ομορφιά, που 'ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου 'δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα· ιδού το τρίτο δώρο που θα 'ναι και το τελευταίο».
Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα στιλέτο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε πως αυτοκτόνησε μόλις βγήκε απ' το παλάτι· για τον βασιλιά, πως είν' ένας ζητιάνος που περιπλανιέται σ' όλη την Ιρλανδία — που 'ταν κάποτε το βασίλειό του — και πως δεν επανέλαβε ποτέ το ποίημα.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Το κλειδί της σιωπής

Tι να σου γράψω απόψε κι εσύ να το πιστέψεις;
Δεν έμαθα ποτέ με ποιο κλειδί /ανοίγει η πόρτα /της σιωπής σου ...
Ισως κάποτε να βρω τη λέξη /που θα πέσει μέσα σου/σαν σπόρος... 
Θα την ποτίζω με τα δάκρυα  μου /μέχρι ν'ανθίσει η αγάπη σου/για μένα...(Μαρία Λαμπράκη) 
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των
αισθημάτων/μ' ένα οποιοδήποτε κλειδί/
της λησμονιάς... (Κική Δημουλά)



«Θεός θα πει να κυνηγάς Θεό στον αδειανό αγέρα»

Φυσάει απόψε ο καιρός
παράξενη έρημιά...


Ενας αγέρας δυνατός μαστιγώνει την πόλη απο το πρωί, όλα υποκλίνονται στο πέρασμα του. Το τραγούδι του αργόσυρτο, λυγμικό. Ισως όμως, να 'ναι ο λυγμός της νύχτας πίσω απο τα κλειστά παραθυρόφυλλα, για όλους εκείνους που δεν μπόρεσαν ερωτικά να ταξιδέψουν.
Σαν φύλλο μετέωρο η ψυχή θροΐζει αγάπης προσευχές. Γιατί όπως αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης στην ''Οδύσσεια'',  «Θεός θα πει να κυνηγάς Θεό στον αδειανό αγέρα».


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Μάγδα- Τάκης Σινόπουλος

Mεγάλο μαύρο φως.

Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Mάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Mάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί, πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας-όπως είναι στα όνειρα, δυο καθίσματα και παράθυρα δύο, και η πόρτα κι' ο κήπος.

Aπέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι' ο κήπος με τα δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.

Tο μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα  γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ώς το άπειρο βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.

Tότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε απότομα η Mάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ' ένα άλλο σκοτεινότερο όνειρο, κι' εγύρισε, κι' είτανε τώρα η Άρτεμις, η Mίνα, η Δήμητρα, κι' είτανε τώρα εκείνη η μακρινή Nανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.

Tότε έφτασε κι' ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές, κι' όπως ερχόταν η Nανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι' ο λόφος του ώμου πιο ψηλά, κι' ένα μονομάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.

Kι' από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δάσος της Kάπελης, κι' από κει πέρα τ' απομεσήμερο, κι' η θάλασσα του Aγιαντρέα, κι' οι πέτρες εκατομμύρια, κι' ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.

Kι' όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ' το κεφάλι μας κι' ύστερα
ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.

foto by
Noell S. Oszvald
  Bήματα ήρθαν κι' έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Mάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω ακόμα, νύχτωνε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζοντας, σαν πολιτεία από την έκκρηξη.

Tόσο όμορφη και το σκοτάδι ώς την οσφύ, την κράταγα και μύριζε καμένη από τον ήλιο θάλασσα, κι' ήρθαν ο Γιάννης κι' ο Γεράσιμος κι' ο Θοδωρής κι' άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.

Eίχαν περάσει τόσα χρόνια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλντά, ότι μπορούσε ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,
σπαρμένον σίδερα και τζάμια, όπως τινάχτηκε η βεράντα με την έκκρηξη κι' όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι' έρημο ώς μέσα το εσωτερικό.

Kαι πάλι ακούστηκαν βήματα κι' άλλα βήματα.

Kαι τότε εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Mάγδα, πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Nανά, και η Άρτεμις κι' η Δήμητρα, κι' η Mίνα, δεξιά κι' αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.

Mάτια νυχτερινά, που πάγαιναν ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τραίνο, κι' αφήνει σύννεφα, κι' ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.

Tότε το τραίνο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι' εγώ μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ' άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο, κι' όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση "μεγάλο μαύρο φως",

Tο χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Mάγδα έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δέντρα, μονάχη ταξίδευε.

Όλα φεύγανε, κι' όπως είναι στα όνειρα, σταματείστε, με δύναμη, εφώναξα.

Mεγάλα φιμωμένα λόγια μού τίναζαν το στήθος.

Mεγάλα δάκρυα,

δάκρυα πολλά,

οληνύχτα μού ανεβαίναν πλημμύρα στα μάτια,

με πονούσαν, με καίγανε.
(από το Nεκρόδειπνος, Eρμής 1972)
ΠΗΓΗ

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Το παραμύθι των Χριστουγέννων-Ευγένιος Τριβιζάς- Hans Christian Andersen

Η ημέρα των Χριστουγέννων γεννά την ελπίδα για την ειρήνη, την αγάπη, την αλληλεγγύη, για έναν πιο φωτεινό κόσμο.
Δύο κόσμοι διαφορετικοί.
Ο κόσμος της χαρά και ο κόσμος της λύπης.
Ο κόσμος της μαγείας και ο κόσμος της πραγματικότητας.
Φταίει το πνεύμα των Χριστουγέννων; 
Τα ζόρια των καιρών; Αυτές τις ημέρες αναζητάμε την απόδραση μέσω της παραμυθίας.

Ας ελπίσουμε ό,τι η μαγεία των Χριστουγέννων θα αγγίξει για λίγο τις ζωές και εκείνων των ανθρώπων.
Μερικές φορές τα παραμύθια μπορούν να βγουν αληθινά εξάλλου είναι Χριστούγεννα..
Η “αστερόσκονη”βρίσκεται ακόμα σ' εκείνο το μπουκαλάκι, που κρύψαμε όταν ήμασταν παιδιά!


Ευγένιος Τριβιζάς: «Τα παραμύθια δεν κινδυνεύουν»

Χριστουγιεννιάτικα παραμύθια του Ευγένιου Τριβιζά 

Εὐγένιος Τριβιζᾶς - Ἕνα δέντρο, μιὰ φοράΔιήγημα, δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Ἰούλιος 2007

(μετὰ τὶς μεγάλες πυρκαϊὲς σὲ Πάρθνηθα καὶ Ὑμηττό)

Τὸ δέντρο

Σ᾿ ἕνα ἄχαρο πεζοδρόμιο μιᾶς πολύβουης πολιτείας ἦταν κάποτε ἕνα ἄσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε.
 Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε.
 Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπὸ καιρὸ κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καὶ καχεκτικό.

Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τὴ δροσιά. 
Δὲν εἶχαν κελαηδήσει ποτὲ στὰ φύλλα του πουλιά, μὲ δυσκολία νὰ τὸ ἄγγιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποια πονετικὴ ἡλιαχτίδα ποὺ γλιστροῦσε στὰ κρυφὰ ἀνάμεσα στὶς μουντὲς καὶ ἄχαρες πολυκατοικίες ποὺ τὸ περιστοίχιζαν.

Οἱ περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του μὲ ἀδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπὸ κάστανα καὶ λερωμένα χαρτομάντηλα κι ἄλλοι φτύνανε στὸ χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του.

Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατάλαβε ἀπὸ κάτι μηχανικοὺς μὲ σκοῦρες καμπαρντίνες καὶ κρεμαστὰ μουστάκια, ποὺ ἔσκυβαν καὶ μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί, ὅτι θὰ πλάταιναν τὸ δρόμο πλάι του. 
Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τὸ περίμενε; Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν; 
Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια;
Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ. 

Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν...

Τὸ παιδί

Ἦταν κι ἕνα παιδί. Τὶς μέρες ἔκανε δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὸ πάτωμα ἑνὸς κρύου πλυσταριοῦ στὴν αὐλὴ ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου κτιρίου μὲ ἑτοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ μάγουλά του εἶχαν χλωμιάσει, τὰ χέρια του εἶχαν ροζιάσει, τὰ μάτια του εἶχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δὲν θά ῾χε ποῦ νὰ μείνει.
Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του...

Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί...
Η συνέχεια /εδω 

Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι (Ευγένιος Τριβιζάς)
Όλο το βράδυ χιόνιζε σιωπηλά, τόσο σιωπηλά που κανείς δέν το κατάλαβε .
Κι όταν ξημέρωσε ,φάνταζε πάλλευκη η πολιτεία .
Στη μεγάλη στρογγυλή πλατεία ,το μαρμαρένιο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη
κόντευε να φταρνιστή από το κρύο .

 
Αυτός ο ατρόμητος καβαλάρης ,ξέρετε ,νόμιζε ότι όλη η πλατεία είναι δική του
και του κακοφαινόταν όταν γέμιζε με κόσμο .
Ιδιαίτερα δέν του άρεσαν τα παιδιά που έκαναν φασαρία και δέν έδειχναν καθόλου σεβασμό.

 
Γι’ αυτό ,εκείνο το χειμωνιάτικο το πρωινό που αρχίζει η ιστορία μας ,ήταν έξω φρενών με τα παιδιά
του δημάρχου ,τη Μαριάννα και τα δίδυμα .το Φανούλη και το Θανούλη,που τον σημάδευαν 
κι έριχναν χιονιές στη μύτη και στ’ αυτιά του .


Η Μαριάνα είχε ολόξανθα μαλλιά και φορούσε μενεξελί παλτό
μενεξελί κασκόλ και μπότες με χρυσά κουμπιά.
Τα δίδυμα που ήταν ολόιδια ,φορούσαν τα γκρίζα τους παλτά και δώστου όλοι
μαζί έριχναν ολοένα χιονιές στο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη .


Οι πιό πολλές χιονιές δέν το πετύχαιναν ,αλλά μερικές τον πετύχαιναν κι ο μαρμαρένιος 
καβαλάρης σκεφτόταν τι ωραία που θα ήταν να μπορούσε να κατέβει από το άλογο του 
και να τα ξυλοφορτώσει,
όταν τα παιδιά βαρέθηκαν αυτό το παιχνίδι κι αποφάσισαν να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο .
Αλλά ο ατρόμητος καβαλάρης και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος .


- Δέν μπορώ να καταλάβω γιατί φτιάχνουν χιονάνθρωπο, σκεφτόταν . Λές και δεν φτάνω εγώ 
για να στολίζω την πλατεία ! Άσε που ο χιονάνθρωπος – δεν μπορεί – θα λιώσει και είναι περιττό
να φτιάχνεις κάτι που κάποτε θα λιώσει . Τσουτ  τσουτ  τσουτ ! … τι ανόητη απασχόληση ! …

Σε λίγο ο χιονάνθρωπος ήταν έτοιμος  . Δηλαδή , όχι ακριβώς έτοιμος ,αλλά σχεδόν έτοιμος .
 
Η Μαριάννα του έβαλε τρυφερά δυο χαλικάκια στη θέση των ματιών .ο Φανούλης πέντε φουντούκια
για κουμπιά κι ο Θανούλης  έφερε απο το σπίτι το τσιμπούκι του μπαμπά ,
ένα ωραίο σκαλιστό τσιμπούκι από σπάνιο ξύλο βυσσινιάς ,
και το ‘ βαλε στου χιονάνθρωπου το στόμα .
- Τι όμορφος χιονάνθρωπος !
- Κύριος σωστός !
- Πώς να τον λέμε;
-Να τον λέμε Τουρτούρι ,πρότεινε η Μαριάνα κι ήταν τα χείλη της σαν κερασένια 
και γινόταν η ανάσα της αχνός .
 
<< Τουρτούρι ; μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο μαρμαρένιος καβαλάρης .
Άκου όνομα  ! Άκου όνομα !  Όνομα είναι αυτό ; 
Για να μείνεις στην ιστορία πρέπει να σε λένε η Μεγαλέξαντρο η Ναπολέοντα η έστω Ριχάρδο !
 
Να μου το θυμηθείτε ! Αυτός ο χιονάνθρωπος ό ‘τι και να κάνει ,δέν πρόκειται να μείνει στην ιστορία !
Με τέτοιο όνομα που έχει ,κανένας σοβαρός ιστορικός ,που σέβεται τον εαυτό του ,
δέν πρόκειται να τον μνημονέψει σε δερματόδετο ,ούτε βέβαια σε χρυσόδετο βιβλίο .
 
Τουρτούρι !  Χα ! Ας γελάσω ! >>
   Τα δίδυμα άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο με τ ‘ άλλα παιδιά .
 
Η Μαριάνα όμως έμεινε κοντά στον Τουρτούρι και τον καμάρωνε ,Ο χιονάνθρωπος είχε ύφος 
στοχαστικό και μια αδιόρατη θλίψη στο πρόσωπο του .
- Σ ‘αρέσει που σε φτιάξαμε ; ρώτησε το κορίτσι 
- Αμέ ! … ψιθύρισε δειλά ,πολύ δειλά ο χιονάνθρωπος .
 
Η Μαριάννα έμεινε για λίγο σιωπηλή . Μετά είπε : 
- Θέλω να ζήσεις για πάντα !
- Πόσο πάντα ; ρώτησε ο χιονάνθρωπος που δεν ήξερε πόσο μεγάλο είναι ένα <<πάντα>>
- Πάντα , πάντα , ΠΑΝΤΑ ! Να μη λιώσεις ποτέ ! Μου το υπόσχεσαι ;
- Αφού μου το ζητάς εσύ ,θα ζήσω για πάντα , πάντα ΠΑΝΤΑ .Δε θα λιώσω ποτέ !
  υποσχέθηκε ο χιονάνθρωπος χωρίς δισταγμό .
Αν καμιά χειμωνιάτικη νύχτα, την ώρα που κοιτάς απ' το θαμπό τζάμι του παράθυρου, δεις ένα χιονάνθρωπο να στρίβει τη γωνιά του δρόμου, μπορεί να κάνεις λάθος, μπορεί να μην είδες καλά, αλλά πάλι - ποιος ξέρει - μπορεί να είδες ένα χιονάνθρωπο που πηγαίνει στο Βόρειο Πόλο...
Το παραμύθι αυτό είναι η ιστορία ενός χιονάνθρωπου και ενός κοριτσιού. Ενός κοριτσιού που έφτιαξε ένα χιονάνθρωπο και του ζήτησε να μη λιώσει ποτέ...

Είναι η ιστορία όλων των κοριτσιών που φτιάχνουν ένα χιονάνθρωπο, όλων των χιονάνθρωπων που ξεκινάνε κάποιο πρωί για το μακρινό ταξίδι, το ταξίδι για το Βόρειο Πόλο...















Hans Christian Andersen: The Little Match-Seller
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. 

Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα.

 Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. 
Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. 

Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.

Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.


Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. 
Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.

Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της.
 Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.

Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. 

Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει.
 Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ.
 Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. 

Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. 

Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. 
Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.

Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. 
Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. 
Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά.
«Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα.
 «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.

Χρόνια πολλά !
Χρόνια καλά!
Καλά Χριστούγεννα !