Σελίδες

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Ο έρωτας σαν το κύμα

Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη
Οδυσσέας Ελύτης - Προσανατολισμοί (1940)
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή-

Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.

Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη

Ελύτης, Έφερα τη ζωή μου ως εδώ  (απόσπασμα)

 Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
 Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές
      των φάρων
Φεύγουνε γιά να πάν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποιά θάλασσα
Νά 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα
      ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για
      να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για νά 'ναι
      οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιές νά είν' αυτές
Ποιός κόπος ήμερος, ποιά σπασμένη ενότητα, ποιός θρήνος

'Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα πού

      κλονίζει αιώνες !
(Οδυσσέας Ελύτης)
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη

Δώρο ασημένιο ποίημα.(απόσπασμα) Οδυσσέας Ελύτης
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ” αυτά     και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο 
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογρα-
φείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας 
Ο ΓΛΑΡΟΣ  (Οδ-Ελύτης-απόσπασμα)
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
    δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
    γλάρος είναι και πηγαίνει
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ   (1940)-Οδυσσέας Ελύτης

 Κύματα φεύγουν έρχονται.
Αφρισμένη απόκριση
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα.
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
 ''Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»

Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά''

(απόσπασμα-Το Μονόγραμμα-Οδυσσέας Ελύτης
Αποσπάσματα -Νίκος Κββαδίας
Σταυρός του Νότου
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει


Θεσσαλονίκη
 Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

(Απόσπασμα από το ποίημα  «Ο έρωτας σαν το κύμα»  του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς)
Ο έρωτας σαν το κύμα

φέρνει και παίρνει
κεραυνοβόλος και αργόστροφος
ήρεμος σαν τη φαντασία
όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις

Λάμπει όταν σκοτεινιάζει
Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις
τέρας με φτερά αγγέλου
Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται
Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα
Έρχεται …

Αναρχικός και ατομικιστής
Πιστός και άθεος
Μας κυνηγάει έναν έναν
Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια
Και δηλώνει
 Δολοφόνος και αθώος.. μαζί

Κατερίνα Γώγου (1940-1993), Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών(απόσπασμα)

Ποτέ πια!...
Μοιρολογούν τα κύματα...
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα...
Πάρτε τις λέξεις από δω!
Και τα δυο τρόμο μου φέρνουν.
Πονάει για μένα το νερό
κι εγώ γι' αυτό
το ίδιο...

Αποσπάσματα-Αλκυόνη Παπαδάκη
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα...
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή..
Άραξες το σκέφος σου σε απάνεμο λιμάνι..
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα...
Ναυάγησα...
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα...
Ταξίδευα σ' ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ' αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες..
Όπου μου λεγαν πήγαινα...


«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που  θέλουν να σε ξεβράσουν.
Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…
»
 Ἡ καρδιά μας
(Γιῶργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη 1908 - Ἀθήνα 1941):
 Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά.
Ποιὸς μαντεύει τὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας;

 Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα κῦμα μυστικό, χωρὶς ἀφρό.
Βουβὰ πιάνει μία στεριά.
Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου,
 ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.
Rainer Maria Rilke
Αυτό είναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτό ‘ναι: σιγαλή ομιλία
Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό: ώσπου από ένα χτεςνα βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει.

Υπενθυμίσεις του Έρωτα ~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ

Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.

Σαν ένα κύμα-Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Νόστιμον ήμαρ, 1988.

Σαν ένα κύμα θά 'ρτει.
Ή σαν το ξαφνικό το φως που αστράφτει στον ορίζοντα – φανάρι που δεν τό 'δειχναν οι χάρτες.
Σαν ένα κύμα.
Πάνω στα λάδια και τα γράσσα, πάνω στα μαύρα κουρασμένα σίδερα.
Σαν ένα κύμα.
Στα βρώμικα, κρυφά φορτία. Στα σκοτεινά και φοβισμένα αμπάρια.
Σαν ένα κύμα θά 'ρτει – μα εσύ πορεία μην αλλάζεις.
Δώσε το στίγμα κι ετοιμάσου μια για πάντα να ξυπνήσεις.


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σημειώσεις, 1988.
Γ. Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (ποιήματα 1967-1988), Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1991.

Ο βράχος και το κύμα (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)Απόσπασμα

«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ' ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ' ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; Ποιος είσαι σύ κ' ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»
Διαβάστε ολόκληρο το ποιήμα/εδώ

Ανδρέας Εμπειρίκος, Τα κύματα

Εκ των ενόντων και με συγκαταβάσεις
Κληθήκαμε επ' εσχάτων να ανεβούμε
Στη γέφυρα που στήσανε μπροστά μας˙
Μα αυτό δεν το δεχθήκαμε.
Δεν ξέρω πώς,
Όμως δεν μάθαμε ποτέ ποια τρεχαντήρια
Από ποια θάλασσα μας φέρανε τα ψάρια
Που σπαρταράν στο στήθος μας
Και νοιώθουμε γλυκά την δυνατή αρμύρα-
Χθες όμως και προχθές και ακόμη σήμερα
Το γεγονός αυτό που' ναι πολύ παλαιότερο
Πιστοποιήθηκε και πάλι.
Και ακόμη τρέμουν σταγόνες μέσα-μέσα
Γιατί βαθειά μας ξύπνησαν τ' αρχαία τρεχάματά μας
Και ξεφυλλίζουνε τα φύλλα
Παρά πολλών ετών.
Ίσως γι' αυτό δεν ανεβήκαμε στη γέφυρα των άλλων,
Μα πέσαμε στα κύματα και γίναμ' ένα
Με την δική τους έκτασι και το δικό τους βάθος.
Κ' έτσι,
Θαρρώ πως όσο κι άν μεταβληθούνε τα χαράματα,
Θαρρώ πως όσο κι αν αλλάξουν τα καράβια
Πάνω γραμμή
Κάτω γραμμήΘα τρέχουνε τα κύματα
Θα τρέχω με τα κύματα
Όποια κι αν είναι εμπρός τ' ανηφόρια.
Αθήνα 8/8/1934
ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΕ ΟΛ’ ΑΥΤΑ και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο. Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας. [Πηγή: www.doctv.gr]
 Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ-Κική Δημουλά (απόσπασμα)
 Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα.
Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,
Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·
πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,
και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.
Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,
σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι

κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά
θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη

Μαρία Καρδάτου, Κύμα

Κύμα
 Άπλωσα τα χέρια
το στήθος μου σκίαζε

το μέτωπό σου
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω η θάλασσα
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω τα δέντρα
Απλωμένα χέρια
να κρατούν τον ήλιο
να κρατούν το φεγγάρι
πάνω στο φόρεμά μου
Απλωμένα χέρια
κι εσύ μόνο να παίρνεις
κύμα αφρισμένο
Από τη συλλογή Ούτε δροσιά (2002)
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα...ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.


Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.


Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;


Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;


Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.

Κοντά στα κύματα
θα χτίσω το παλάτι μου
Θα βάλω πόρτες
μ' αλυσίδες και παγώνια
Και μες στη θάλασσα
θα ρίξω το κρεβάτι μου
γιατί κι οι έρωτες
μου φάγανε τα χρόνια

                              



Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα

'Ερχεται πάντα απρόσκλητη
στις πιο ακατάλληλες ώρες 
 φοράει ένα κόκκινο φόρεμα
κόκκινο σκούρο σαν το  κρασί,   μπορντό.    
Καπνίζει πολύ, 
το ουίκσκι της το θέλει σκέτο 
 ακούει τους δίσκους μου
διαβάζει τα κείμενα μου.
Είναι όμορφη οφείλω να ομολογήσω 
το ύφος της είναι μπλαζέ (απο άμυνα, λέει)
Αrt by Katrin Longhurst 
                            Ετσι κι απόψε...
Τη βρήκα να με περιμένει στο σαλόνι.
-Τι θράσος, (είπα)
απο που μπήκες;
-'Ελα τώρα, που δεν με περίμενες (απάντησε)
Με κοίταξε ίσια στα μάτια, λέγοντας.
-Και τώρα οι δυό μας, κούκλα...
''Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα...''
 (Μαρία Λαμπράκη)

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Αιγαίο Πέλαγος! Το σταυροδρόμι των θεών και των μύθων!

Ηλιοβασίλεμα στην Σαντορίνη
''Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.'' Μικρός Ναυτίλος Ο. Ελύτης
                                 Αιγαίο Πέλαγος
                     Το σταυροδρόμι των θεών και των μύθων

Το Αιγαίο Πέλαγος  υπήρξε πά­ντοτε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ηπείρων, κοιτίδα πολιτισμών και πηγή έμπνευ­σης και δημιουργίας. Μέσω αυτού διακινήθηκαν αγαθά και ιδέες. Υπήρξε το σταυροδρόμι όπου συναντήθηκαν νοο­τροπίες και πολιτισμοί τριών διαφο­ρετικών ηπείρων.
Η Πορτάρα της Νάξου                       
                    
Αιγαίο Πέλαγος 
                                    Αλμυρό λιόγερμα
                                    Πηγή Φωτός
                                   Φως της Ελλάδας !     
       Αιγαίο Πέλαγος
Ιστορία της Γνώσης και του Πολιτισμού
                      Μια πέτρα
                     Ενα μάρμαρο
             Μια ηλιαχτίδα βουτηγμένη στο Πέλαγος !  
Το αγαλμα της Ερατώ, που βρισκεται στην εισοδο του λιμανιου των Καταπόλων, Αμοργός
Πηγή φωτογραφίας http://www.panoramio.com/photo/23821128
                    

                                  Αιγαίο Πέλαγος
Κάθε κύμα, κάθε σταγόνα του Αιγαίου, ένα δάκρυ αγωνίας, ένας αναστεναγμός δροσιάς και αλμύρας
στα τοπία της παιδικής μας αναθροφής.            
   Αιγαίο Πέλαγος
  Η έκσταση της μνήμης με  τόσες εναλλαγές                                        
   Η μνήμη
   Η μνήμη μας                    
                         ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΥΤΕΠΙΓΝΩΣΗ
        
Ο Μύθος

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομά του προέρχεται από τον Αιγαία, βασιλιά της Αθήνας και πατέρα του Θησέα, ο οποίος έπεσε και πνίγηκε στα νερά του πελάγους από το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.

 Εκτός από αυτό το μύθο όμως υπάρχουν και άλλες εκδοχές, που μπορεί και να είναι οι πραγματικές.Η εκδοχή της Αιγηίδας μιλάει για τη μεγάλη στεριά που βρισκόταν στη θέση που καλύπτει σήμερα η θάλασσα του Αιγαίου.
Στις αρχές του Μειόκαινου, οι γεωλογικές αναταράξεις κάνουν να αναδυθεί από τα νερά η Αιγηίδα.

 Το όνομα Αιγηίς δεν διαφέρει στη ρίζα του από το όνομα Αιγαίο. Είναι προφανές ότι το όνομα Αιγηίς έχει δοθεί πολύ μετά αφ' ότου συνέβησαν οι μεταβολές που διαμόρφωσαν το τοπίο.
Όμως, ουδείς αμφιβάλλει ότι το όνομα Αιγαίο είναι προϊστορικό. Η καταφυγή στους μύθους είναι κι εδώ αναγκαία, τη στιγμή που δεν υπάρχουν άλλου είδους μαρτυρίες.


 Ο Σουϊδας στο λεξικό του γράφει: «Αιγαίον πέλαγος το φοβερώτατον» και είναι αλήθεια ότι αυτή η θάλασσα με τα πολλά στενά περάσματά της ανάμεσα στα νησιά είναι μια ορμητική θάλασσα. 

Το Αιγαίο ταξιδεύει τα νερά του μέσα από μύθους μυστικούς, σιρίτια του ήλιου και κλωστές φωτός, που καταδύονται στα θαλάμια των χταποδιών για να γίνουν ύστερα τοιχογραφίες στην Ξεστή της Σαντορίνης.

Πηγή  http://theseus-aegean.blogspot.gr/2013/03/blog-post_26.html

Αγιος Νικόλαος-ΥδραPhoto: David Ellis

«Ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις πες μου!»-Οδυσσέας Ελύτης

Ποίηση για το Αιγαίο

 H θαλασσινή αιγαιοπελαγίτικη εμπειρία αποτελεί μόνιμο, προσφιλές και συχνά κεντρι­κό θέμα των Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, από την εποχή των αρχαίων λυρικών ως την εντελώς σύγχρονη παραγω­γή

 Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο Νομπελίστες της Ελλάδος έγραψαν για το Αιγαίο Πέλαγος τη Θάλασσα και την περιπέτεια του ανθρώπου: Ο Γιώργος Σεφέρης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963) και ο Οδυσσέας Ελύτης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το  1979).

 Αιγαίο:Η θάλασσα που ύμνησαν οι μεγάλοι μας ποιητές.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γνωστός και ως ο «ποιητής του Αιγαίου», ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος είναι μόνο μερικοί από εκείνους που άφησαν τους ανέμους να «παρασύρουν» τη πέννα τους, αναδεικνύοντας με ευαισθησία και οξύνια την ομορφιά, τις ιδιαιτερότητες και την μοναδικότητα ενός τόπου με το   απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, τα δαντελωτά ακρογιάλια, το άσπρο των σπιτιών με τις ανθισμένες αυλές (δυόσμο και βασιλικό).
Μα πάνω απ' όλα, το Απολλώνιο-Αιγαιοπελαγίτικο φως! Φως του κόσμου, μοναδικό! 


Ναός της Ίσιδος, Δήλος

Σύρος

Σύρος, ηλιοβασίλεμα στο ΚίνιΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)
Αἰγαίου Ἑσπερινός(αποσπάσματα)

... Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου... Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.

... Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν.
Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.

... Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας.

... Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. 

Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα. 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Διαβάστε ολόκληρο το πεζό ποίημα/εδώ 

Το Αιγαίο του Οδυσσέα Ελύτη
Ο ίδιος  απαντάει για τον χαρακτηρισμό του ως ‘ποιητής του Αιγαίου’ ως εξείς:Στην Ελλάδα ο χαρακτηρισμός «ποιητής του Αιγαίου» δεν είναι άστοχος, αλλά παρερμηνεύεται.Κι αυτό γιατί έχουμε τη συνήθεια να παίρνουμε τα πράγματα «ξώπετσα». 

Επειδή ο κόσμος,  όταν ακούει «ποιητής του Αιγαίου»,  πιστεύει ότι είναι ένας φυσιολάτρης, ένας άνθρωπος που βλέπει σαν τουρίστας τη θάλασσα και τα νησιά,  που κάνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που θά’καναν οι καρτ-ποστάλ των νησιών. 

Δεν είναι καθόλου αυτό.Είναι μια τρισχιλιόχρονη παράδοση, που περνά μέσα από το Αιγαίο-κι εγώ ειδικά, επειδή κατάγομαι από τη Λέσβο, όπου γεννήθηκε η λυρική ποίηση της Σαπφώς κι έχω ζήσει σ’όλα τα νησιά( όπου π.χ. στην Πάρο ήταν ο Αρχίλοχος και στην Αμοργό ο Σημωνίδης)΄έχω άμεση σχέση της συνέχειας. 

Και όταν μιλώ για το φως, για τη θάλασσα, για τους ανέμους, αυτά αναλογούν σε άλλα πράγματα βαθύτερα, που βρίσκονται σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο.Είναι δύσκολο για τον αναγνώστη, ακόμη και τον μυημένο, με πρώτη ματιά να τα δει αυτά, αλλά με τον καιρό σιγά-σιγά βλέπω ότι η νεότερη γενιά τα αισθάνεται. 

Δηλαδή φορτίζω-όπως είπε ένας κριτικός- με ηθικές δυνάμεις τα φυσικά στοιχεία, και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη συμμρετρία την απλή.
Γι’ αυτό αντιδρώ λιγάκι στον τίτλο «ποιητής του Αιγαίου». 

Ουσιαστικά όμως είμαι, γιατί δεν τό ΄κανα επίτηδες. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα: είμαι ο ποιητής του Αιγαίου. Έτσι είναι η εμπειρία μου. Γιατί έζησα κα μεγάλωσα στα νησιά’.

Ρόδος: Η Ακρόπολη της Λίνδου
Απόσπασμα από τα ‘ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ’:
‘ΚΑΠΟΤΕ ΟΤΑΝ ΕΓΡΑΨΑ ότι ‘βουτώντας στη θάλασσα μ’ ανοιχτά μάτια είχα την αίσθηση ότι έφερνα σ’επαφή το δέρμα μου μ’εκείνο το λευκό της  μνήμης που με κυνηγούσε από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα’, το περάσανε για Κινέζικα.

Κι όμως είναι μέσα στα πιο καθαρόαιμα ελληνικά που ο τιμονιέρης βρίσκει το ζύγι στο πλεούμενό του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έβρισκε ο Ικτίνος στον Παρθενώνα.
Είναι σ’ αυτά που οι ενέργειες π.χ. ενός μεγάλου πολιτικού εγγίζουν την καθαρότητα του πλέον ευγενικού μαρμάρου.

Είναι σ’αυτά όπου το πιο υψηλό ερωτικό αίσθημα φτάνει ως τη στιφή γεύση του μαύρου σταφυλιού.

Κάτι που δίνει λαβή να πιστεέψει κανείς ότι οι ποιητές παίζουνε με τις λέξεις ενώ στην πραγματικότητα εάν το καλοσκεφθείς, σοβαρεύονται κατά τι περισσότερο απ’ ότι το επιτρέπει η συνομιλία μπροστά σε μιαν οθόνη κλειστή, χωρίς κανέναν ορίζοντα.

Το Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν απέκτησε ποτέ.
Είναι από ύλη ή πνεύμα ( δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο ουσιώδες.

Το παν – για ότι πιθανόν το ακατάλυπτο αντιπροσωπεύει- είναι η διαύγεια. Η δυνατότητα να βλέπεις μες απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιας και μόνης πραγματικότητας, το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημιολογία




''Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.''
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ

 VI
Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαϊστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γελάσαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Τώρα καθώς πατάω μες τις πλαγιές
Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο


Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.
ΣΥΡΟΣ
Αγιος Δημήτριος-Σύρος

Οδυσσέας Ελύτης .

"ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ"

 Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου, μέντα σε πάει ολόισια στη σκέψη των Ιώνων. Τα χάδια σου είναι η μετάθεση μιας απαλής μουσικής, με όλα τα andante και τα allegro της, πάνω στην επιδερμίδα. 

Κι εκείνο το φυτό αντικρύ σου, που διαιρεί άνισα πλην σωστά το χώρο, είναι η αόρατη γεωμετρία που διέπει στο βάθος ολάκερη την οικουμένη. 

Να, αυτή είναι μια ελευθερία πραγματική, που έχει τη δύναμη τη γενική ν’ αναστέλλει όλες τις επιμέρους αναστολές σου και να σε κάνει, κάθε φορά που τρως μια συναγρίδα ψητή, να τρως κι από λίγο Αιγαίο, με αντίς λεμόνι δυο τρεις οξείς στίχους του Αρχίλοχου.

 Ἀπὸ τοὺς πολύποδες τῶν κρητικῶν ἀγγείων ἢ

τὰ φτερόψαρα τῶν πρόσφατων τοιχογραφιῶν τῆς Σαντορίνης,

ἀπὸ τὸ θαλασσινὸ ἀνάμεσα σὲ δυὸ κολῶνες ἄνοιγμα κάποιου ναοῦ

ἢ τὸ γεωμετρικὸ καθήλωμα ἑνὸς αὐλητῆ σὲ μάρμαρο παριανό,

ξεσηκώνεται, σὰν ἀέρας ἐλαφρότατου γραιγολεβάντε, κάποια αἴσθηση «ἅγια»,

ὅπως θὰ λέγαμε πρωθύστερα…

Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἀπὸ τὸ «Σχέδιο γιὰ μίαν εἰσαγωγὴ στὸ χῶρο τοῦ Αίγαίου»

Σέριφος
‘Μπροστά στη ράχη της Σέριφος , όταν ανεβαίνει ο ήλιος , τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. 
Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες, κάτι παράλογο ίσως¨ παρ’ όλ’ αυτά ικανό να ξαναφέρει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις.

Επειδή τι άλλο θα του ήτανε χρήσιμο να ζήσει;
Αν του αρέσει να ξεκινά λάθος είναι επειδή δεν θέλει να ακούσει.

Ερήμην του, το Αιγαίο, λέει και ξαναλέει εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου σ’ ένα μήκος ακτών απέραντο: α υ τ ό ς  ε ί σ α ι!’
Οδυσσέας Ελύτης - Προσανατολισμοί (1940)

Προσωπογραφία του Ελύτη
Δέρπαπας Γεώργιος
Χρονολογία: 1984
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΤΑ ΠΑΘΗ(Aπόσπασμα)

ΙΔΟΥ εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου

ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.

Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Η Παναγία η Παντοχαρά του Ελύτη, στη Σίκινο
''Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού
Φωνές και χρώματα ηχερά. Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...''Ο-Ελύτης)

Το τάμα του Ελύτη

Τον περασμένο Αύγουστο έγιναν τα θυρανοίξια του αφιερωμένου στη Παναγιά την Παντοχαρά μικρού ναού, στη Σίκινο που ποτέ δεν επισκέφτηκε αλλά ύμνησε και ξεχώρισε για την παράξενη ομορφιά της,
«Η Παναγιά το πέλαγο/κρατούσε στην ποδιά της/τη Σίκινο, την Αμοργό/ και τ' άλλα τα παιδιά της», γράφει ο ποιητής στη συλλογή «Τα Ρω του Έρωτα». 


 Ποτέ όμως δεν επισκέφτηκε το νησί, όπως διευκρινίζεται σε αναθηματική πλακέτα στον τοίχο του ναού, δεξιά της εισόδου.
Θαύμαζε τη Σίκινο μακρόθεν:
«Η Σίκινος για τον Ελύτη εκφράζει την παρθένα, καθαρή Ελλάδα. Του άρεσε και ο ήχος της λέξης "Σίκινος"», λέει ο Αλέξανδρος Σαμαράς.

Η τοποθεσία που επιλέχθηκε για την ανέγερση του ξωκλησιού, όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι ένας χώρος απλός, αιγαιοπελαγίτικος, που έχει μια φυσική ομορφιά και αθωότητα. 

Βλέπει ανεμπόδιστα στο Αιγαίο, κοιτάει στον βορρά και στο βάθος φαίνεται η Σίφνος, «Το εκκλησάκι βρίσκεται επάνω στον "αέρα"».
 Πελεκημένη στην πέτρα στο υπέρθυρο της εκκλησιάς διαβάζουμε τη φράση : «Παρθένω Σικινίω Οδυσσέας Ελύτης ανέθηκε»


ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ ΟΛΙΓΟΥ και του ακριβούς. Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προσώπου. Τρέφομαι από το δ υ σ και το ε υ που κατά περίσταση προσφέρω.
Αρνούμαι όμως τροφή στους χορτάτους που ζητούν ολοένα κι άλλη, κι άλλη πείνα. Θα 'τανε σα να επεδίωκα να ιδιοποιηθώ τα ίδια μου τα υπάρχοντα.

 Κατά τα άλλα, συχνάζω εκεί όπου κάθε θολούρα, ως κι ο καπνός του τσιγάρου μου ακόμη εξουδετερώνεται απ’ το θαλασσάκι που φυλάγει καλού-κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγιά η Παντοχαρά.Αυτά λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στον Κήπο με τις αυταπάτες. 
Κι ακόμα λέει εκεί κάπου παρακάτω :Έρχομαι ...στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει...
Σίκινος
Σίκινος

Όταν χαράζει στο Αιγαίο... 


Πηγές πληροφοριών
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2011/03/blog-post_7015.html

 http://www.aegeanislands.gr/my-aegean.html
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=414471
Επιμέλεια κειμένων, Μαρία Λαμπράκη
Ο Γιώργος Σεφέρης (Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1971) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.

Copy and WIN : http://ow.ly/KNICZ

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Oδυσσέας Ελύτης, Ἡ συναυλία τῶν γυακίνθων

1938.  Μάρτιος: Ο Οδυσσέας Ελύτης, απολύεται από το στρατό. Γράφει τα ποιήματα «Μαρίνα των βράχων» «Ηλικία της γλαυκής θύμησης».

 16 Απριλίου, στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσιεύει το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης», το οποίο κατά κάποιο τρόπο τον καθιερώνει.

 Αρχές του καλοκαιριού, εγκαινιάζουν με τον Νίκο Γκάτσο το φιλολογικό στέκι του καφενείου Λουμίδη, που θα διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια. 
Επίσης το «Ηραίον» (γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου), που θα γνωρίσει δόξες ως την έναρξη του πολέμου.

 Αύγουστος: Ταξιδεύει στην Πάρο και Νάξο με το πλοίο «Ακρόπολης». Συμπληρώνει τις σειρές «Αιθρίες» και «Η συναυλία των γυακίνθων».
Ἡ συναυλία τῶν γυακίνθων

– Ι –

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή καὶ μάζεψε τὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας αὐτῆς ποὺ ὀνειρεύεται γυμνό τὸ σῶμα της. Ἔχει πολλοὺς ὁρίζοντες, πολλὲς πυξίδες, καὶ μιὰ μοῖρα ποὺ καίει ἀκούραστη κάθε φορά καὶ τὰ πενήντα δύο χαρτιά της. Ὕστερα ξαναρχίζει μὲ κάτι ἄλλο – μὲ τὸ χέρι σου, ποὺ τοῦ δίνει μαργαριτάρια γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα πόθο, ἕνα νησίδιο ὕπνου.

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή κι ἀγκάλιασε τὴν πελώριαν ἄγκυρα ποὺ ἡγεμονεύει στοὺς βυθούς. Σὲ λίγο θὰ ’ναι στὰ σύννεφα. Κι ἐσὺ δέ θὰ καταλαβαίνεις, μὰ θὰ κλαῖς, θὰ κλαῖς γιὰ νὰ σὲ φιλήσω, κι ὅταν πάω ν’ ἀνοίξω μιὰ σχισμή στὸ ψέμμα, ἕνα μικρό γαλανό φεγγίτη στὴ μέθη, θὰ μὲ δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχῆς μου σκιά, γεννήτρα μιᾶς μουσικῆς κάτω ἀπ’ τὸ σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι κοντά μου.

– ΙΙ –

Ἐδῶ – μέσα στὰ πρώιμα ψιθυρίσματα τῶν πόθων, ἔνιωσες γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ὀδυνηρή εὐτυχία τοῦ νὰ ζῇς! Μεγάλα κι ἀμφίβολα πουλιά σχίζαν τὶς παρθενιές τῶν κόσμων σου. Σ' ἕνα σεντόνι ἁπλωμένο ἔβλεπαν οἱ κύκνοι τὰ μελλοντικά τους ἄσματα κι ἀπὸ κάθε πτυχή τῆς νύχτας ξεκινοῦσαν τινάζοντας τὰ ὄνειρά τους μὲς στὰ νερά, ταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀγκαλιῶν ποὺ προσμέναν.

Μὰ τὰ βήματα ποὺ δέν ἔσβησαν τὰ δάση τους ἀλλὰ στάθηκαν στὴ γλαυκή κόχη τ' οὐρανοῦ καὶ τῶν ματιῶν σου τί γύρευαν; Ποιὸ ἕναστρο ἁμάρτημα πλησίαζε τοὺς χτύπους τῆς ἀπελπισίας σου;
Μήτε ἡ λίμνη, μήτε ἡ εὐαισθησία της, μήτε τὸ εὔφλεκτο φάντασμα δυὸ συνεννοημένων χεριῶν, δέν ἀξιώθηκαν ποτέ ν' ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο ρόδινο ἀναστάτωμα.

– VΙΙ –

Συγκίνηση. Τὰ φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί καὶ ζώντας χωριστά πάνω στὶς λεῦκες ποὺ μοιράζουν ἄνεμο. Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια σου εἶναι αὐτός ποὺ φυγαδεύει αὐτές τὶς θύμησες, αὐτὰ τὰ βότσαλα – τὶς χίμαιρες! Ἡ ὥρα εἶναι ρευστή κι ἐσὺ στυλώνεσαι πάνω της ἀκάνθινη.

 Συλλογίζομαι αὐτοὺς ποὺ δὲ δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Ποὺ ἀγαποῦν τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα, ποὺ σὰ μεσουρανήσει ὁ ὕπνος ἄγρυπνοι μελετοῦνε τ’ ἀνοιχτὰ τους χέρια.

Καὶ θέλω νὰ κλείσω τοὺς κύκλους ποὺ ἄνοιξαν τὰ δικά σου δάχτυλα, νὰ ἐφαρμόσω ἐπάνω τοὺς τὸν οὐρανό γιὰ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ποτὲ ὁ στερνός τους λόγος ἄλλος.
Μίλησέ μου∙ ἀλλὰ μίλησέ μου γιὰ δάκρυα.

– Χ –

Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς κερασιές τὰ δυσεύρετα χείλη σου. Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς φυτικές αἰῶρες τ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα. Μιὰ φορά μέσα στ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα τὰ τραγούδια ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται. Μέσα σ’ αὐτά ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται τὰ ζεστά μυστικά τοῦ κόσμου. Τὰ μυστικά τοῦ κόσμου.

– ΧΙΙΙ –

Πές μου τὴ νεφελόπαρτη ὥρα ποὺ σὲ κυρίεψε ὅταν ἡ βροντὴ προηγήθηκε τῆς καρδιᾶς μου. Πές μου τὸ χέρι ποὺ προχώρησε τὸ δικό μου χέρι μέσα στὴν ξενιτιά τῆς θλίψης σου. Πές μου τὸ διάστημα καὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι – τὸ παρείσαχτο κυμάτισμα ἑνὸς τρυφεροῦ ἰδιωτικοῦ Σεπτέμβρη.

Καὶ σκόρπισε τὴν ἴριδα, στεφάνωσέ με!

– ΧX –


Τόσο φῶς ποὺ κι ἡ γυμνή γραμμή ἀπαθανατίστηκε. Τὸ νερὸ σφάλισε τοὺς ὅρμους. Τὸ μονάκριβο δέντρο ἰχνογράφησε τὸ διάστημα.
Τώρα δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ ὤ! σμιλεμένη ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν ἀνέμων καὶ ν’ ἀντικαταστήσεις τὸ ἄγαλμα. Δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ καὶ νὰ γυρίσεις τὰ μάτια σου πρὸς τὸ πέλαγος ποὺ πιά δὲ θὰ ’ναι ἄλλο ἀπὸ τ’ὁλοζώντανο τὸ ἀδιάκοπο τὸ αἰώνιο ψιθύρισμά σου.
Δὲ μένει παρὰ νὰ τελειώσεις στοὺς ὁρίζοντες. 
-Ο. Ελύτης, «Η συναυλία των υακίνθων»
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμέ-
να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-
σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-
λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα
της αμφιλύκης.

Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια
των μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…