Σελίδες

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Προσκυνητάρι έρημης Σικυώνας

''Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά/
που νύχτα μέρα διασχίζουν τον αέρα''
γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Με τέτοιους λογισμούς κόβεται στη μέση η νύχτα
σαν το κορμί,
που ώρες πολλές στο σκοτεινό πεζοδρόμιο
αναζητά να βρει τη μοναξιά του
Αέναοι έρωτες
Τέρψης ηδονών ...
<<καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν>>
Προσκυνητάρι έρημης Σικυώνας.(Μαρία Λαμπράκη)

Ποιήματα της ηδονής

Ηδονισμός (Κωστής Παλαμάς)

Από τραγούδια έν’ άυλο κομπολόι
Σ’ εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα τραγούδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου την δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα,
Μ’ όλο μου το κορμί να σε ποτίσω
Και στα πόδια σου τ’ ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Το Σύνταγμα της Ηδονής  Κ.Π.Καβάφης

Μη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης.
 Όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών
 Όλοι οι νόμοι της ηθικής — κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι — είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
  Μη αφήσεις καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξει.
Μη πιστεύεις ότι καμία υποχρέωσις σε δένει.
 Το χρέος σου είναι να ενδίδεις, να ενδίδεις πάντοτε εις τας Επιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. 
Το χρέος σου είναι να καταταχθείς πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
  Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. 
Μη λέγεις, Τόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω.
 Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε διά να την κερδίσεις ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Ηδονή.
 Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, διά να ακούσεις τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνει το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας. 
  Μη απατηθείς από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος.
 Η υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. 
Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας.
 Και επιτέλους όταν πέσεις εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή.
 Όταν περάσει η κηδεία σου, αι Μορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι θεοί του Ολύμπου, και θα σε θάψουν εις το Κοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως. [ 1894 – 1897;]

 ''Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.''

Το τελευταίο ποίημα του έρωτα (Άρης Δικταίος)

Δως μου την ηδονή της ηδονής,
ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα, οδύνη.
Το ερωτικόν απόσταγμα μου ηδύνει
την υπερφίαλη σκέψη που πονεί.
Μόνο, τη γεύση αγάπησα μόνο,
ω πονώ πέρ’ απ’ την αίσθηση του χώρου τής γης,
πέρ’ απ’ τα μάκρη αυτά πονώ!
Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς άνθρωπος,
μα αισθάνομαι θεός
κι ως θεός ζούσα, μεθούσα,
πλήρης από έρωτα και δόξα κι ομορφιά…
Πάνω στα σουβλερά καρφιά,
σαν ασκητής έλα κι εσύ να γείρεις,
τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη σιγή και στο κενό να φτάσεις,
κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί
από την πείρα την τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Η Ποίηση των ''σωμάτων''

Επέστρεφε-Κ-Π-Καβάφης Αναγνωρισμένα
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται... 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 
Θυμήσου, Σώμα...

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

κ’ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·

πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου,

 σώμα.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933), Κ.Π .Καβάφης




Γιάννης Βαρβέρης 
Το σώμα σου κι εγώ
Εχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
      έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ' εμένα
Αγονος Ερωτας-.(Γιάννης Ρηγόπουλος)

Μες στο κορμί σου


Η ανάσα μου εκρήγνυται



Σε χιλιάδες χρυσόψαρα



Κι αηδόνια.


Κυνηγοί και ψαράδες



Με τα όπλα παρά πόδας



Κρατάνε τα περάσματα.


Και οι γυμνοί μαστόροι



Χτίζουν την πηγή σου

Άλλος μην πιει και τρελαθεί.


Ένα κορμί να ξεσπάσουν οι θύελλες


των λιμασμένων ματιών.


Ένα κορμί


να πάψουν οι δρόμοι να στενεύουν


οι πόρνες να γίνουν βασίλισσες


όπως τους πρέπει.


Ένα κορμί


τα φαντάσματα να χαθούν


στα υγρά υπόγεια


στους πρόστυχους καπνούς να γεννηθεί η


 άνοιξη.


Ένα κορμί


να βρει έναν αντρίκειο θάνατο


να ξαποστάσει.

Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά 

Ω αλάνθαστο σώμα

πόσα και πόσα λάθη


μ' ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι


στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου


αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν


κάτω απ' το υπόστεγο


βρέχει όλη μέρα


ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο


απ' τα λούκια στο δρόμο


παρότι το ξέρω


αυτό το εισιτήριο


είναι εκπρόθεσμο πιά.


Αθήνα 18.11.80

Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά

Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα

άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ' το σώμα σου
έως το σώμα σου.

Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.


Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.


Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ' αφτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή-
πέρα απ' τη γέννηση,
πέρα απ' το θάνατο

Τελικό κι αιώνιο
παρόν.

Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά.



Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.


Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ' τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ' άστρα
αφού λείπεις;


Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά

Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά

Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ' ένα ποτήρι καθαρό νερό.

Το σώμα σου ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους.
Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
Το σώμα σου δυό νύχτες με καμπαναριά,
με διάττοντες και μ' εκτροχιασμένα τραίνα.
Το σώμα σου ένα ημίφωτο μπαρ με μεθυσμένους ναύτες και καπνέμπορους·
χτυπάνε στράκες, σπάζουν ποτήρια, φτύνουν, βλαστημούν.
Το σώμα σου ένας ολάκερος στόλος  υποβρύχια, θωρηκτά, κανονιοφόροι· θορυβώδεις άγκυρες ανεβαίνουν· 
 Τρέχουν νερά στο κατάστρωμα·
ένας μούτσος 
πηδάει απ' το κατάρτι στη θάλασσα.


Το σώμα σου 
πολύφωνη σιωπή σκισμένη από πέντε μαχαίρια, τρεις ξιφολόγχες κι ένα σπαθί.
Το σώμα σου μια διάφανη λίμνη, στο βυθό της φαίνεται η λευκή βουλιαγμένη πολιτεία.


Το σώμα σου είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι·
κάθεται κάτω απ' τη μηλιά και τρώει 
μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο χώνει κ' ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της.


Το σώμα σου ένα

τζιτζίκι στ' αφτί του τρυγητή,
ρίχνει μια σκιά μενεξελιά 
στο μελαμψό λαιμό του
και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.


(Από "Τα Ερωτικά"Γιάννης Ρίτσος)  Αθήνα 18.11.80
Το σώμα σου είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στη κορφή του λόφου,
έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της
Γραφής·

χρυσάφι τ' άχυρα 
καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
και λαμποκοπούν 
τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.


Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω,
να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με  χωρέσει.

Γεώργιος Σεφέρης 
Χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα
τούτη ἡ ἀγάπη ποὺ πηγαίνει

σκορπισμένη, μαζεμένη,
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι ὅμως σφύζει κι ὅμως πάλλει
στὴ δαγκωματιὰ τοῦ μήλου
στὴ χαραγματιὰ τοῦ σύκου
σ᾿ ἕνα βυσσινὶ κεράσι
σὲ μιὰ ρώγα ἀπὸ ροδίτη
τόση ἀνάερη Ἀφροδίτη,
θὰ διψάσει θὰ κεράσει
ἕνα στόμα κι ἄλλο στόμα
χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα.
Εκείνο που δε γίνεται(Οδ.Ελύτης)

Nα 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω!
 Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται !
 Kορίτσι που απο το γυμνό σου στήθος, σαν απο σχεδία , κάποτε μ' έσωσε  ο Θεός.


Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη (απόσπασμα)


Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;


Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι 


άνθρωποι


κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς


και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν


 είναι αλήθεια.


Για τα “πίστεψέ με” και τα “μη.”


Μια στον αέρα μια στη μουσική,


εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω


κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον


 κόσμο.

Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική 

προέκταση της νοητής 

γραμμής, που μας ενώνει με το μυστήριο

(''ώσπου ο κόλπος όλος ερευνηθεί και, ψαύοντας με το δάχτυλο, μηδίσει
η «καιόμενο βάτος» των θαλασσών
για να «λυθεί» το αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί
(επειδή ο περίπλους γύρω
από ένα σώμα λείο γυμνό
τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο''…) 
Oδυσσέας Ελύτης


«το σώμα θυμάται/ όσα το μυαλό /ξεχνά»....

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Η ποίηση είναι η μουσική των λέξεων

L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.


À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.


Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!


Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.

Charles Baudelaire

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
 που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.


 Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
 να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.


 Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.


 Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας
(1906-1990)



 Το χαμένο χάδι Alfonsina Storni

  μτφ: Ρήγας Καππάτος
Γλιστράει μέσα απ’ τα δάκτυλα το αναίτιο χάδι,
μου φεύγει από τα χέρια. Στον άνεμο όταν κυλάει,
το χάδι μου πλανιέται δίχως σκοπό ούτε μέλλον,
το χαμένο χάδι ποιος θα το βρει να το πάρει;


Θα μπορούσα ν’ αγαπήσω απόψε με μια άπειρη λύπη
θα μπορούσα ν’ αγαπήσω τον πρώτο τυχόντα.
Κανένας δεν έρχεται. Μοναξιά στ’ ανθισμένα δρομάκια.
Το χαμένο χάδι θα κυλάει… θα κυλάει…


Αν απόψε στον άνεμο σε καλούν ταξιδιώτη,
αν ριγήσει τα κλώνια ένας γλυκός στεναγμός,
αν σου σφίγγει τα δάχτυλα ένα χέρι μικρό
που σε κρατάει και σε αφήνει, σε βρίσκει και φεύγει.
Αν δε βλέπεις το στόμα που φιλάει, ούτε εκείνο το χέρι,
αν το κάλεσμα δεν είναι παρά μια αυταπάτη
του αγέρα, ω, ταξιδιώτη που έχεις μάτια γαλάζια,
διαλυμένη στον άνεμο, θα με αναγνωρίσεις;

Alfonsina Storni
Γυναίκα -Νίκος Καββαδίας

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα 
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. 
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.



ΜΑΡΙΑ-Ποίμα του Αλέξη Αντωνόπουλου

Θα την αγγίξω απαλά τώρα.
Θα την ξυπνήσω κατά λάθος.

Θέλω να δω γι’ ακόμη μια φορά τα μάτια της
πριν ξημερώσει.
....όταν σου ζήτησα νερό δεν δίψαγα, η πεθυμιά μου ήταν
της προσφοράς την προθυμία να απολαύσω....
Δεν κοιταχτήκαμε. Τα μάτια μας, στο ίδιο όνειρο

ήταν   α ν ο ι χ τ ά.
Συναντηθήκαμε....(Αργύρης Χιόνης)

Μόνο μέσα στα όνειρα  Θανάσης Κωσταβάρας
"Μόνο μέσα στα όνειρα
πραγματοποιείται ο τέλειος έρωτας"

Έλα πάλι στα όνειρά μου απόψε.
Έλα άνθος που ανοίγεις και κλείνεις και γίνεσαι πέτρα.
Και γίνεσαι άγριο πουλί κι άλλοτε πάλι ραγισμένο χαμόγελο.
Έλα μέσα στον κήπο μου όσο θα κρατάει η εφήμερη βλάστηση.


Όσο θα παίζουν τα τρυφερά βιολιά των γρύλων
Κάτω απο τ' ανύποπτα φύλλα.
Έλα πριν να πέσει η πάχνη.
Πρίν να σύρει το γυάλινο ξίφος της
Η σκοτεινή αυγή.
Πριν να ματώσουν τα βλέφαρα. 


Έλα και γίνε εσύ το κλειδί που ανοίγεις τις πόρτες
Και γίνε η βροχή και ο κρύος αέρας.
Έλα και χτύπα σαν το αστροπελέκι και χτύπα με.
Χτύπα με στην ασίγαστη επιθυμία μου να σ' αγγίξω
Και να σε κρατήσω για πάντα. 


Για πάντα όπως κρατάει ο ουράνιος θόλος
Τον ήλιο και το φεγγάρι και τ'άστρα.

Κι έτσι από στιγμή σε στιγμή
Μέσα από ίσκιους κι από ψεύτικα είδωλα
Ας σε κερδίζω.
Κι ας σε χάνω πάλι σε λίγο. 


Κι ας γίνεσαι πέτρα κι ας γίνεσαι βροχή και κρύος αέρας.
Εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα.
Εκεί θα σε περιμένω
Ακόμα κι ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω.
Αγγίζοντάς σε μονάχα στον ύπνο μου.



 Κάτω απ’το φόρεμά της
Είναι γυμνή

Πάνω απ΄το φόρεμά της
Ολόγυμνη
Μπρος στο παράθυρο
Κρατάει ένα ψηλό ποτήρι
Θα στο προσφέρει;
Δε θα στο προσφέρει;
Το πίνει μόνη της
Δε σε κοιτάει
Έτσι είναι πιο γυμνή
Μ΄ένα τριαντάφυλλο
Ανάμεσα στα στήθη της.
Απόσπασμα από : Μικρή Σουιτα σε Κόκκινο Μείζον,Γιάννης Ρίτσος.



 Ω Ερωτα,
λένε πως είσαι ανθρώπινος,
λένε πως είσαι θεϊκός.
Φαίνεται να ‘σαι πιο ξακουσμένος
κι απ’ τη σφραγίδα του Σολομώντα.
Είσαι η ψυχή του κάθε πλάσματος
που σέρνεται στη γη.
Αλλ’ η δική μου η ψυχή σε γνωρίζει
με τον τρόπο που γνωρίζουν μόνο τα πουλιά
.
Τζελαλαντίν Ρουμί





 Απόσπασμα από το "Μικρό ναυτίλο" του Οδυσσέα Ελύτη

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.

 Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο.

Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει.
Κι από τη φύση -αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
IX
«Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της.
Όλο το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα.
Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο.
Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.»
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.