Σελίδες

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Aνέγγιχτοι πόθοι

(Zωγράφος-Valeri Tsenov)

Στα ωκεάνια μάτια σου απλώνω τα δίχτυα μου/πορφυρίζει η Θάλασσα στα υγρά σου χείλη/

στάλσιμο μυριάκριβο κάθε φιλί /που σαλπίζει ανάμεσα σε ανέγγιχτους πόθους και απαστράπτοντα θέλω.
θροϊσματα ανέμου/ που φυλλορροεί σε κάθε ψίθυρο/σε κάθε άγγιγμα/σε κάθε σ'αγαπώ...
Σ' ένα κοχύλι μικρό/ έκρυψα τις  μυστικές μου σκέψεις για σένα /σαν σε ουράνια όαση/δώρο ακριβό..(Μ-Λ)


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ας φύγουμε μέσα σ' ένα φιλί...


Κάθε φιλί μια ''κοινωνία'' είναι /στα ''άχραντα μυστήρια'' του 'Ερωτα
 Σε κάθε ''μυστικό δείπνο'' όμως /υπάρχει και ένα φιλί/ προδοσίας...                                   
Ας φύγουμε μέσα σ' ένα φιλί για έναν άγνωστο κόσμο.
Το φιλί είναι ποίημα...

Η ΑΤΕΛΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑ(Κική Δημουλά)
Δέ θυμάμαι άν φεύγοντας μου έδωσες
το σεσημασμένο φιλί.

Είπες μόνο φεύγω για λόγους αναψυχής
αφήνω ανοιχτή την πόρτα της προδοσίας
θα επιστρέψω εξ' ολοκλήρου
αυτό ναι, το θυμάμαι καλά
κεντήθηκε με καυτή βελόνα
τατουάζ ανεξίτηλο στην παρειά μου.

Ξέρεις τι είναι προδοσία;

Η ανάγκη φυγής που κυριεύει
κάθε σώμα
καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση
όπως είναι η στάση της πίστης
η στάση της αγάπης
μπροστά σ΄ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
καρφωτή στα μάτια
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.


Ξέρεις ποιός είναι ο διαφημιστής
ο αντζέντης της προδοσίας;
Το προδοτικό φιλί.
Εκείνο μεριμνά για τη φήμη της
της κλείνει κερδοφόρα συμβόλαια
με την αθανασία
εκείνο φέρνει γενεές και γεμίζουν
οι οθόνες των αιώνων

γιατί αυτό το φιλί
είναι που διεγείρει
την καταπιεσμένη αγριότητα
προσηλυτίζει το αίμα
στη θρησκεία του θανάτου
εκείνο είναι που
κόβει την ανάσα των θρήνων

κι αν ανασαίνουν ακόμα οι δικοί μου
είναι γιατί θυμάμαι
ότι φεύγοντας άφησες μεν ανοιχτή
την πόρτα της προδοσίας
αλλά το προδοτικό φιλί της
δεν μου το έδωσες.

Γράψε μου σε παρακαλώ
τη διεύθυνσή του...



Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις (Μ. Γκανάς (Άσμα ασμάτων)


Ἐρωτικό-Ναπολέων Λαπαθιώτης

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου...

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
- τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Ἂς εἶναι, ὡστόσο, - τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου! 
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί, 
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς 
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει...

Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί, 
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ, 
- σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ 
- νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει...

Langueur D’ Amour-Ναπολέων Λαπαθιώτης(1888-1944)
Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου
,

τα πορφυρά σου χείλη,

 τόσο, τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
 που απ' τα φιλιά ναν’ τα ματώσω.
Ναν τα ματώσω τα δυο χείλη σου,
 Τα χέρια να σου πλέξω γύρω,
 και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα των μαύρων ίσκιων να σε σύρω.
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
 μην τα ματώσεις, τι σου φταίνε! 
 Αχ!, μου πονέσαν τα χειλάκια μου!
 Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!».
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
 οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι, 
 και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου, ακόμα, αγάπη μου, δε σώνει!»

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

(Lαngeur dmour)

«Κι είναι τα χειλάκια του  τόσο μελωμένα, και χρυσό ροδόσταμο  στάζουνε για μένα. Μες στο δισκοπότηρο,  το δροσάτο εκείνο, τη γλυκιά μετάληψη των χειλών του πίνω».


Εκ του πλησίον- Ο.Ελύτης
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. 
Κι είναι
οί δυο αυτές άγριμάδες πού, αν συμπέσουν και κάνουν καινούργιο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής ή ιστορία του κόσμου.

 (Το μονόγραμμα ,Οδ-Ελύτης)
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα  Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς  Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"  Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο  Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
Οδυσσέας Ελύτης Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου. Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα
Ανάσα (Έλενα Καραγιαννίδου)
Το μπαρ ήταν πολύ σκοτεινό. Οι προβολείς πέφταν στους μουσικούς. Κι όμως στο τραπέζι μας λαμποκοπούσε ο έρωτας. 
Η φωταψία αυτή πήγαζε από το χέρι σου που άγγιζε τη πλάτη μου σταθερά με βήμα λύκου και λαγουδίσιο τίναγμα λες και χρόνια τώρα γύρευε τροφή σε αυτό το μονοπάτι. 
Μπορεί και να ΄λεγε κανείς ότι τέτοιο άλικο φως ίσως ανάβλυζε από το σύρσιμο των δακτύλων σου στις γάμπες των ποδιών μου, απ’ την υποταγή των χειλιών μου στο πρόσταγμα των δικών σου. 
Δύσκολα να φανταστεί κανείς την πιο ερωτική διαδρομή, τη διαδρομή μιας ανάσας.
Κι εσύ που ζήτησες μονάχα την εκπνοή μου να εισπνεύσεις φυσικά και ήξερες. Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές. Έκτοτε εντός σου διαμένω.
Γιάννης Ρίτσος-Τα Ερωτικά Ούτε απόψε πανσέληνος. Ένα κομμάτι λείπει. Το φιλί σου. Αυτός ο φόβος μήπως έμεινε κάτι που δεν το πήρα. Το φιλί σου. Κι ο φόβος μήπως εκείνο το απέραντο έχει τέλος. Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XV (απόσπασμα) Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε. Το φιλί μας εσφράγισε την αιώνια σιγή. Δε μένει πια κενή μήτε μια ρόδινη γωνία των κυττάρων μας.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τα χείλη σου Οι πιο σκοτεινές οι πιο αδίστακτες ορμές σου μ' εξουσιάζουν. Και να μιλούσες δεν θ' άκουγα, εμένα με τραβούσαν τα χείλη σου, όλη η ηδονή που υπόσχεσαι Εχει το σχήμα τους.
Κ. Καρυωτάκης, ''Η φιλημένη'' Καθόμαστε αμίλητοι —θυμήσου, κοπελιά μου— ερόδιζες από ντροπή —αλήθεια ’ναι ή ψέμα;— κι άφηνες το κεφάλι σου να σιγογείρει χάμου όταν το βλέμμα σ[ου] έσμιξε με το δικό μου βλέμμα.Σου ζήτησα ο άμοιρος ένα φιλί μονάχα· εσύ μου το αρνήθηκες με τη γλυκιά φωνή σου κι έγειρες το κεφάλι σου —να το θυμάσαι τάχα; μα γω το «ναι» εδιάβασα στα μάτια, τη μορφή σου.
Σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα, χωρίς να σε ρωτήσω·
  εσύ φαινόσουν, πονηρή, πως ήσουν θυμωμένη

  και να ξεφύγεις ήθελες… μα όχι να σ’ αφήσω· εγλίστρισες και μου ’φυγες… είσ’ όμως φιλημένη.
(Τάσος Λειβαδίτης)
«…Τώρα τι απόμεινε απ τον έρωτα;
 Δίπλα σου ζει μια ξένη,
που δε σε γνώρισε
κι ούτε τη γνώρισες ποτέ σου.
Τα μαλλιά της γεράσανε
και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά
και παλιά ανοιξιάτικα
λόγια.
Ανάμεσά σας, σαν μια μεγάλη ξενιτιά,
έστεκε ο ανίκητος χρόνος.»

«… Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.»
(Τάσος Λειβαδίτης)

 

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ιεροτελεστίες της νύχτας

Ιεροτελεστίες της νύχτας 
Σε αργυρό τάσι /σταλάζει κόμπο /κόμπο το δάκρυ της ψυχής 
Το σκοτάδι /η σιωπή /η μνήμη θα γίνουν τα δικά μου Σεραφείμ /χερουβείμ /που θα περιπολούν την Εδέμ/του Ερωτα...
Για να ξεχωρίσουμε/πρέπει να θρυμματιστείς /απ' τα κομμάτια μου....(Μαρία-Λαμπράκη) 



Και μέσα στο αδιέξοδο  παρόν / ο Ερωτας αποτελεί τη μόνη στιγμή /παραμυθίας.Τίτος Πατρίκιος


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Δώσ' μου τα χέρια σου/ να κρατήσω τη ζωή μου..

LA MEMORIA EN LAS MANOS
Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
(Pedro Salinas)


(Pedro Salinas)

Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Τάσος Λειβαδίτης, [Δως μου το χέρι σου]
«Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου»

Οδυσσέας Ελύτης-ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(1971)-Απόσπασμα.
Τα δυο μικρά ζώα
 τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες.

Οδυσσέας Ελύτης, Ελένη-(απόσπασμα)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρόςΚι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μαςΚι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σουΤο φως στον άσπιλο ουρανόΚι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσειςΛυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής. Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς.
 (Μιχάλης Γκανάς)



Μιχάλης Γκανάς

Όταν η νύχτα κυοφορεί τις μνήμες...


Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ' έχω. Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.


Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.


-Οκτάβιο Παζ, «Ψηλαφώντας»

“Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν
μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν
ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου
τα χέρια μου
άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Χέρια (Αργύρης Χιόνης)

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)




Τα τρύπια χέρια-Νικηφόρος Βρεττάκος 
Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα , είπες.
Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου.
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.

Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη....
Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ. 
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη......
.....................
Βαθιά στην καρδιά μου 
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ, 
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. 
Γιατ' είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα.

Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες 
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες
κομμένες

απ' το
λατομείο του ήλιου.
Απ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.


ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.


Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες*(απόσπασμα)
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου 
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
-Μαρία Πολυδούρη, «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ»
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
(Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Γράμματα)


Ρωτούσε για την ποιότητα-Κ-Π-Καβάφης (απόσπασμα)
Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια — αλλά

μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Επέστρεφε-Κ-Π-Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΤΙ (Mario Benedetti) 

Ακόμη
Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.
μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

-«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» 

(Ανδρέας Εμπειρίκος)