Σελίδες

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ας φύγουμε μέσα σ' ένα φιλί...


Κάθε φιλί μια ''κοινωνία'' είναι /στα ''άχραντα μυστήρια'' του 'Ερωτα
 Σε κάθε ''μυστικό δείπνο'' όμως /υπάρχει και ένα φιλί/ προδοσίας...                                   
Ας φύγουμε μέσα σ' ένα φιλί για έναν άγνωστο κόσμο.
Το φιλί είναι ποίημα...

Η ΑΤΕΛΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑ(Κική Δημουλά)
Δέ θυμάμαι άν φεύγοντας μου έδωσες
το σεσημασμένο φιλί.

Είπες μόνο φεύγω για λόγους αναψυχής
αφήνω ανοιχτή την πόρτα της προδοσίας
θα επιστρέψω εξ' ολοκλήρου
αυτό ναι, το θυμάμαι καλά
κεντήθηκε με καυτή βελόνα
τατουάζ ανεξίτηλο στην παρειά μου.

Ξέρεις τι είναι προδοσία;

Η ανάγκη φυγής που κυριεύει
κάθε σώμα
καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση
όπως είναι η στάση της πίστης
η στάση της αγάπης
μπροστά σ΄ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
καρφωτή στα μάτια
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.


Ξέρεις ποιός είναι ο διαφημιστής
ο αντζέντης της προδοσίας;
Το προδοτικό φιλί.
Εκείνο μεριμνά για τη φήμη της
της κλείνει κερδοφόρα συμβόλαια
με την αθανασία
εκείνο φέρνει γενεές και γεμίζουν
οι οθόνες των αιώνων

γιατί αυτό το φιλί
είναι που διεγείρει
την καταπιεσμένη αγριότητα
προσηλυτίζει το αίμα
στη θρησκεία του θανάτου
εκείνο είναι που
κόβει την ανάσα των θρήνων

κι αν ανασαίνουν ακόμα οι δικοί μου
είναι γιατί θυμάμαι
ότι φεύγοντας άφησες μεν ανοιχτή
την πόρτα της προδοσίας
αλλά το προδοτικό φιλί της
δεν μου το έδωσες.

Γράψε μου σε παρακαλώ
τη διεύθυνσή του...



Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις (Μ. Γκανάς (Άσμα ασμάτων)


Ἐρωτικό-Ναπολέων Λαπαθιώτης

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου...

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
- τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Ἂς εἶναι, ὡστόσο, - τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου! 
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί, 
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς 
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει...

Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί, 
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ, 
- σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ 
- νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει...

Langueur D’ Amour-Ναπολέων Λαπαθιώτης(1888-1944)
Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου
,

τα πορφυρά σου χείλη,

 τόσο, τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
 που απ' τα φιλιά ναν’ τα ματώσω.
Ναν τα ματώσω τα δυο χείλη σου,
 Τα χέρια να σου πλέξω γύρω,
 και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα των μαύρων ίσκιων να σε σύρω.
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
 μην τα ματώσεις, τι σου φταίνε! 
 Αχ!, μου πονέσαν τα χειλάκια μου!
 Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!».
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
 οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι, 
 και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου, ακόμα, αγάπη μου, δε σώνει!»

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

(Lαngeur dmour)

«Κι είναι τα χειλάκια του  τόσο μελωμένα, και χρυσό ροδόσταμο  στάζουνε για μένα. Μες στο δισκοπότηρο,  το δροσάτο εκείνο, τη γλυκιά μετάληψη των χειλών του πίνω».


Εκ του πλησίον- Ο.Ελύτης
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. 
Κι είναι
οί δυο αυτές άγριμάδες πού, αν συμπέσουν και κάνουν καινούργιο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής ή ιστορία του κόσμου.

 (Το μονόγραμμα ,Οδ-Ελύτης)
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα  Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς  Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"  Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο  Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
Οδυσσέας Ελύτης Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου. Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα
Ανάσα (Έλενα Καραγιαννίδου)
Το μπαρ ήταν πολύ σκοτεινό. Οι προβολείς πέφταν στους μουσικούς. Κι όμως στο τραπέζι μας λαμποκοπούσε ο έρωτας. 
Η φωταψία αυτή πήγαζε από το χέρι σου που άγγιζε τη πλάτη μου σταθερά με βήμα λύκου και λαγουδίσιο τίναγμα λες και χρόνια τώρα γύρευε τροφή σε αυτό το μονοπάτι. 
Μπορεί και να ΄λεγε κανείς ότι τέτοιο άλικο φως ίσως ανάβλυζε από το σύρσιμο των δακτύλων σου στις γάμπες των ποδιών μου, απ’ την υποταγή των χειλιών μου στο πρόσταγμα των δικών σου. 
Δύσκολα να φανταστεί κανείς την πιο ερωτική διαδρομή, τη διαδρομή μιας ανάσας.
Κι εσύ που ζήτησες μονάχα την εκπνοή μου να εισπνεύσεις φυσικά και ήξερες. Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές. Έκτοτε εντός σου διαμένω.
Γιάννης Ρίτσος-Τα Ερωτικά Ούτε απόψε πανσέληνος. Ένα κομμάτι λείπει. Το φιλί σου. Αυτός ο φόβος μήπως έμεινε κάτι που δεν το πήρα. Το φιλί σου. Κι ο φόβος μήπως εκείνο το απέραντο έχει τέλος. Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XV (απόσπασμα) Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε. Το φιλί μας εσφράγισε την αιώνια σιγή. Δε μένει πια κενή μήτε μια ρόδινη γωνία των κυττάρων μας.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τα χείλη σου Οι πιο σκοτεινές οι πιο αδίστακτες ορμές σου μ' εξουσιάζουν. Και να μιλούσες δεν θ' άκουγα, εμένα με τραβούσαν τα χείλη σου, όλη η ηδονή που υπόσχεσαι Εχει το σχήμα τους.
Κ. Καρυωτάκης, ''Η φιλημένη'' Καθόμαστε αμίλητοι —θυμήσου, κοπελιά μου— ερόδιζες από ντροπή —αλήθεια ’ναι ή ψέμα;— κι άφηνες το κεφάλι σου να σιγογείρει χάμου όταν το βλέμμα σ[ου] έσμιξε με το δικό μου βλέμμα.Σου ζήτησα ο άμοιρος ένα φιλί μονάχα· εσύ μου το αρνήθηκες με τη γλυκιά φωνή σου κι έγειρες το κεφάλι σου —να το θυμάσαι τάχα; μα γω το «ναι» εδιάβασα στα μάτια, τη μορφή σου.
Σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα, χωρίς να σε ρωτήσω·
  εσύ φαινόσουν, πονηρή, πως ήσουν θυμωμένη

  και να ξεφύγεις ήθελες… μα όχι να σ’ αφήσω· εγλίστρισες και μου ’φυγες… είσ’ όμως φιλημένη.
(Τάσος Λειβαδίτης)
«…Τώρα τι απόμεινε απ τον έρωτα;
 Δίπλα σου ζει μια ξένη,
που δε σε γνώρισε
κι ούτε τη γνώρισες ποτέ σου.
Τα μαλλιά της γεράσανε
και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά
και παλιά ανοιξιάτικα
λόγια.
Ανάμεσά σας, σαν μια μεγάλη ξενιτιά,
έστεκε ο ανίκητος χρόνος.»

«… Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.»
(Τάσος Λειβαδίτης)

 

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ιεροτελεστίες της νύχτας

Ιεροτελεστίες της νύχτας 
Σε αργυρό τάσι /σταλάζει κόμπο /κόμπο το δάκρυ της ψυχής 
Το σκοτάδι /η σιωπή /η μνήμη θα γίνουν τα δικά μου Σεραφείμ /χερουβείμ /που θα περιπολούν την Εδέμ/του Ερωτα...
Για να ξεχωρίσουμε/πρέπει να θρυμματιστείς /απ' τα κομμάτια μου....(Μαρία-Λαμπράκη) 



Και μέσα στο αδιέξοδο  παρόν / ο Ερωτας αποτελεί τη μόνη στιγμή /παραμυθίας.Τίτος Πατρίκιος


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Δώσ' μου τα χέρια σου/ να κρατήσω τη ζωή μου..

LA MEMORIA EN LAS MANOS
Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
(Pedro Salinas)


(Pedro Salinas)

Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Τάσος Λειβαδίτης, [Δως μου το χέρι σου]
«Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου»

Οδυσσέας Ελύτης-ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(1971)-Απόσπασμα.
Τα δυο μικρά ζώα
 τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες.

Οδυσσέας Ελύτης, Ελένη-(απόσπασμα)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρόςΚι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μαςΚι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σουΤο φως στον άσπιλο ουρανόΚι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσειςΛυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής. Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς.
 (Μιχάλης Γκανάς)



Μιχάλης Γκανάς

Όταν η νύχτα κυοφορεί τις μνήμες...


Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ' έχω. Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.


Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.


-Οκτάβιο Παζ, «Ψηλαφώντας»

“Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν
μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν
ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου
τα χέρια μου
άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Χέρια (Αργύρης Χιόνης)

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)




Τα τρύπια χέρια-Νικηφόρος Βρεττάκος 
Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα , είπες.
Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου.
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.

Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη....
Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ. 
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη......
.....................
Βαθιά στην καρδιά μου 
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ, 
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. 
Γιατ' είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα.

Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες 
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες
κομμένες

απ' το
λατομείο του ήλιου.
Απ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.


ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.


Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες*(απόσπασμα)
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου 
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
-Μαρία Πολυδούρη, «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ»
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
(Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Γράμματα)


Ρωτούσε για την ποιότητα-Κ-Π-Καβάφης (απόσπασμα)
Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια — αλλά

μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Επέστρεφε-Κ-Π-Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΤΙ (Mario Benedetti) 

Ακόμη
Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.
μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

-«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» 

(Ανδρέας Εμπειρίκος)

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Τα δάκρυα της Ποίησης

Χρήστος Μαλεβίτσης)

Το ποιο βαρύ πράγμα στο κόσμο είναι το ανθρώπινο δάκρυ.....Είναι η μόνη περίπτωση όπου η ψυχή του ανθρώπου γίνεται ύλη και σταζει σε μια σταγόνα

Σε προσέχω σαν δάκρυ – Ερωτικο Ποιημα – Ρηνιω Παπανικολα

Σε προσέχω σαν δάκρυ, μη χάσει το σχήμα του...
Μη χάσει το σχήμα του!

Αλάτισέ μου τους κήπους, την έχασα κι αυτή τη γεύση.
Ημέρωσε τα κίτρινα. Υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου. Εξαφανίζομαι.
Θα 'ρθω να κάτσω κοντά σου.
Θα τραγουδώ.
Θα σέπομαι.
Η καλή μέρα θρέφει το βράδυ της.
Η ανήμπορη απουσία τρώει τα σωθικά της.
Ο ήλιος, δήθεν δένει τις πληγές.
Όχι, μάτια μου.
Το χόρτο μας κοιτάει ματωμένο.
Θ' αποσυρθώ να τρελαθώ.

Λείπω. Δεν ξέρω που είμαι μα, δεν είμ' εδώ καιρό τώρα.
Όποιος με βρει, να τηλεφωνήσει και τα λοιπά.
Ποιός όμως θα ανακαλύψει το κορίτσι
πίσω απ' τις αγριομηλιές να κλαίει;

Εμείς οι δύο, θα ξεσκίσουμε τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού.
Καλύτερα να κοιτώ τα λουλούδια της κουρτίνας
να νταντελώνουν το ανύπαρκτο.
Κλείστε τις πληγές.
Θ' ανοίξουμε άλλες!

Γιατί με αναγκάζεις να σε φορτώνω ψέματα;
Γιατί κανείς δε σηκώνει μια αλήθεια με τα οστά της
να ησυχάσω;
Σαστίζεις απ' τη δύναμη της μνήμης.
Ή μπας και δεν είναι μνήμη αυτό
που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά μας
αλλά μια παντοτινή επιθυμία;

Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι
και να μου τραβήξεις μια απαλή, μακριά χαρακιά.
Όπου διαλέξεις!
Να κοκκινίζει σιγά το δέρμα
σα ν' ανθίζει γρατζουνιές από τριαντάφυλλα.
Να φύγει το πικρισμένο αίμα!
Όσο να βγει ένας κόμπος αίμα καθαρό
και να δω τι θα γίνει μετά.
Θα φανούν τα φώτα της πόλης μακριά;
Θ' αρχίσουν να σαλεύουν οι κορφές στις καστανιές;
Ή θα γίνουν όλα σαν μαύρη πέτρα;


«Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα: 

«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια»
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη»
«Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….(Βύρων Λεοντάρης)

Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόϊ της ανθρωπότητας…” (Γιάννης Ρίτσος) 
«Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)


Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία:
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»


Εκείνο-Τάσος Λειβαδίτης

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.


Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο.
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
 


Απο την ποιητική συλλογή  του "Ποιήματα" 1958-1964 
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας 
για να κλαίνε. 


Τάσος Λειβαδίτης - 1953
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορείκαι να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Τρία δάκρυα του θεού

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
  απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά μιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποι κι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουν τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά και μία μία ανοίγουν τα φτερά
  οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου
II

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου απλώνω το χέρι ξεριζώνω τα δέντρα και τους θάμνους του τους στύλους τους ηλεχτρικούς
  αυτά τα πονεμένα δόντια μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα; μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
  κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό βουνό 
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

Ἀφήγηση(Γεώργιος Σεφέρης)


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα



Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες

Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε

Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς


Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
 
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ

Ὑπόσχεση

(γραμμένη στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι,
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972.

 «Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
<<Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
Στίχοι του Νίκου Καρούζου:
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου/Ποτίζω με δάκρυα τη γη/μετά τόσους καιρούς/ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος/ζυγίζεται με τα δάκρυα
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.»

Μπόρις Βιαν, «Αν έβρεχε δάκρυα»
«Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει μια αγάπη/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν βαραίνουν οι καρδιές/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ για ένα σαραντάμερο/ δάκρυα πικρά/ θα πνίγανε τους πύργους.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει ένα παιδί/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν γελάνε οι κακοί/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ με γκρίζα κύματα και κρύα/ δάκρυα πικρά το παρελθόν θα τάραζαν.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ θα γίνονταν κατακλυσμός/ από τα δάκρυα τα πικρά/ των δικαστών και των ενόχων».
*(Οι παραπάνω στίχοι του ποιήματος “Αν έβρεχε δάκρυα” είναι από το βιβλίο “Μπορίς Βιαν, ποιήματα”, Εκδ. Γνώση, μετάφραση Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου)».


ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή(Κική Δημουλά)
Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα
από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα:
βροχή ή δάκρυα, 
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.