Σελίδες

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ελένη-Oδυσσέας Ελύτης

Art by, Alex Alemany
ΣποράδεςΕλένη-Oδυσσέας Ελύτης

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
 
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/236x/95/82/86/9582868aed49fd65d510e3964f360ef7.jpg
Art by, Alex Alemany

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι

Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh1LrlF7OeM9TvL8G8g9QriOrmSH5_PwOY95TlY61ITeU-z7clMoIGhVX18JKtQ7U4AjEjfKwcWAAwNhkErgzm0jkzYz79_p9mFF5E0iOJA1-tZ9JKVZDot7obKFkijQEM_6R8GIkMkpuRd/s400/+alex+alemany+(4).jpg
Art by, Alex Alemany

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ψαρριανός



Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Franz Kafka

Η διάσημη τελευταία φωτογραφία του Φραντς Κάφκα.(40 ετών)1924 

Φραντς Κάφκα : Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία

Franz Kafka
Οι λέξεις της πληγής
μτφρ.: Νίκος Βουτυρόπουλος.
19 Ιουνίου 1916
Οργή Θεού ενάντια στο ανθρώπινο γένος
 τα δυο δέντρα
 η ανεξήγητη απαγόρευση
 η τιμωρία όλων (φιδιού γυναίκας άντρα)
 η εύνοια για τον Κάιν
 που τον εξοργίζει με τον λόγο του
 οι άνθρωποι αρνούνται πια να τιμωρηθούν
 από το πνεύμα μου



14 Ιουλίου 1916
Στο θολωμένο μυαλό χτυπά ένα ρολόι
Ακου το καθώς μπαίνεις στο σπίτι


Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1917
Τίποτα δε με κρατά.
Πόρτες και παράθυρα ανοιχτά
Δρόμοι μακρινοί και άδειοι

Ο,τι αγγίζω, καταστρέφεται
Η χρονιά της θλίψης πέρασε
Ξαπόστασαν τα φτερά των πουλιών.
Τις κρύες νύχτες ξεγυμνώθηκε το φεγγάρι
Η μυγδαλιά και η ελιά ωρίμασαν κιόλας



Ιανουάριος 1918-Μάιος 1918
Αχ τι μας περιμένει εδώ
Κρεβάτι και στρώμα κάτω απ' τα δέντρα
Πράσινη σκοτεινιά, στεγνή φυλλωσιά
λίγος ήλιος, υγρή μυρωδιά
Αχ τι μας περιμένει εδώ

Που μας οδηγεί ο πόθος
Τι πετυχαίνουμε; τι χάνουμε;
Καταπίνουμε άσκοπα τη στάχτη
και τον πατέρα μας πνίγουμε

Που μας οδηγεί ο πόθος
Μακριά απ' το σπίτι

Ο,τι σου 'μοιαζε να περιμένει, βούιζε
στου δέντρου την κορφή
και μίλησε ο κύριος του κήπου

Στα ρουνικά του σύμβολα ζητώ
της αλλαγής το δράμα να ερευνήσω
την πληγή και τη λέξη


Αύγουστος ώς τέλη του 1920
Ορθια τ' απομεινάρια,
τα λυμένα απ' τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.

Λαχτάρα μου ήταν τ' αρχαία χρόνια
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ' όλα αυτά πεθαίνω σ' ένα μικρό φυλάκειο
 στην άκρη του δρόμου
σ' ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ' ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.


ΠΗΓΗ http://www.poema.gr/poem.php?id=389
Φωτογραφικό υλικό 
Franz Kafka κατά το πρώτο έτος της ζωής του. 
(1884)

Φραντς Κάφκα,(1888?)
Φραντς Κάφκα(στο γυμνάσιο)
Κάφκα, φοιτητής.
1906 - Κάφκα μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο.
Ψηλός, σκοτεινός και όμορφος
Κάφκα στο δρόμο μπροστά από aprtment της οικογένειάς του στο σπίτι Oppelt στην Πράγα. 
(1922)


Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Πρακτική ουτοπίας-Diego Doncel


Πρακτική ουτοπίας
Κι εγώ άρχισα να οδηγώ απόψε,
όπως κάθε νύχτα τελευταία,
με την ελπίδα να ξεφύγω από δω.


Φορώ το πουκάμισο φουσκωμένο απ΄την αύρα
κι η σελήνη μπροστά πυρπολεί με υδράργυρο
τα νερά του ωκεανού.


Το ράδιο, συντονισμένο σ΄ένα νεκρό κανάλι,
είναι μια ακόμα έρημος που με συνοδεύει.
Περνώ πλάϊ σε εκτάσεις πολυχρησιμοποιημένες
όπου ζυγίζουν σχέδια τουριστικών κερδοσκόπων
που υπόσχονται μια ευτυχισμένη ζωή.


Ο αέρας γεμάτος από ένα υπόλευκο μπλε αέριο
κι ο ουρανός μια εικόνα που αλλάζει
με στροβιλισμούς γύρης, αναλαμπές από πούσι
και σκονισμένα ρεύματα.


Ψηλά στο παρμπρίζ, ελεύθερα στον νυχτερινό
άνεμο, τηλεφωνικά καλώδια
κουνούν σταθερά τη μακρινή μορφή
των άστρων μ΄ένα ελαφρύ τρέμουλο.


Ξέρω πλέον πως δεν θα με σώσει τίποτε,
πως δεν είμαι πια ούτε εκείνη η όμορφη ιδέα
που γεννήθηκε στο μυαλό των ανθρώπων,
μα με παρηγορεί να το σκάσω.


Να 'μαι κάτι, είμαι η συνείδηση
αυτού που δεν καταφέρνει ούτε να ονειρευτεί,
ένα τίποτε πολύ παλιό που προσφέρει
στους γλάρους λίγο ψάρι
στον μώλο του λιμανιού
κι αρέσκεται ν' ατενίζει την πτήση του.


Οι στροφές κλίνουν ελαφρά
σε μια υγρή λάμψη,
και τα χρυσοχάλκινα χρώματα της ασφάλτου
έχουν θαλασσινούς ιριδισμούς, σαν νιφάδες.


Τα φώτα ενός αμαξιού, στη διάφανη
ησυχία του νίτρου,
περιστρέφονται στην ακτή όπως
ένας μακρινός πλανήτης στην τροχιά του.


Είναι βέβαιο πως έχω ελάχιστη πίστη,
μετά βίας ελπίζω κάτι, κυρίως από μένα,
μα με παρηγορεί να παρατηρώ αυτά τα ίχνη από λευκά
και γκρι σύννεφα σαν πανιά
με τα οποία κάποιος καθαρίζει τον ουρανό,
τα μάτια ενός άστρου που, νικώντας
την απόσταση που μας χωρίζει,
συναντιούνται με τα δικά μου.


Οπως κάθε νύχτα, διασχίζω τη χρωματιστή γραμμή
στο έδαφος κι οδηγώ παράνομα
στη λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης.
Το βλέμμα χάνεται όχι προς το τμήμα της εθνικής
μπροστά μου, αλλά στα ψηλά
αστρικά βάθη.


Δεν αναρωτιέμαι τίποτε.
Η αίσθηση της πτήσης είναι πολύ έντονη
κατά τη διέλευση της κορυφογραμμής των αλλαγών εδάφους.


Οι εκρήξεις της μηχανής, ο θόρυβος
με τον οποίο η πίσσα ρουφά τα λάστιχα,
η τριβή της λαμαρίνας και των πλαστικών,
με κάνουν να σκεφτώ τις εκρήξεις
υδρογόνου και ηλίου από εκει ψηλά,
στην κίνηση της γαλάζιας ύλης,
στην ενέργεια του φωτός που διασχίζει τον χώρο.
Diego Doncel

http://www.poema.gr/poem.php?id=369

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΣΤΟN ΦΑΡΟ (Δημήτρης Ε Σολδάτος)

ΣΤΟN ΦΑΡΟ (Δημήτρης Ε Σολδάτος)

ΣΤΟ ΦΑΡΟ
Και να, που μ’ έφερε η εσχάτη απελπισία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
-πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία-
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο.

Σε βλέπω μπρος μου, μες το μαύρο φορεμά σου
ψυχρή σαν μέταλλο, αγέρωχη κι απλώνω
γυμνό τον πόθο να ντυθεί τ’ αγκάλιασμά σου
λες κι έχω απλώσει τα δυο χέρια μου για φόνο!

Σ’ αγίζω…τρέμεις….τρέμω…τρέμουμε απ’ τον πόθο
δειλά, όπως γέρνουν τα καλάμια όταν φυσάει
πάνω απ’ τη λίμνη∙ τα ματόκλαδά σου νιώθω
στο πρόσωπό μου, σαν μετάξι που μεθάει.

Σκίζω τα χείλη σου…η γλώσσα μου άγριο χέλι
μες απ’ τα δόντια σου, ρουφάει την ψυχή σου
-πάνω απ’ το κάστρο το φεγγάρι ανατέλλει-
σκάβω τα σπλάχνα σου και λες: “είμαι δική σου…

Κράτα με…σφίξε με…' βογκάς κι εγώ σπαράζω
πονάς…συστρέφεσαι…τα νύχια σου στην πλάτη
μου μπήγεις -ξέσπασε ο αφρός- αίματα στάζω…

Σπέρμα φωτιά, που καίει τα φύκια, σπάει τ’ αλάτι!
Γέρνεις στο στήθος μου μετά λαχανιασμένη
κλαις τρυφερά και ψιθυρίζεις τ΄όνομά μου
σαν μια θηλιά απ’ το λαιμό μου κρεμασμένη
το στόμα ανοίγεις για να πιεις το φίλημά μου.

Και πίνεις…πίνεις τα φιλιά…τα δάκρυα πίνεις
“κράτα με…σφίξε με…' μου λες ξανά. Αχ, μίλα…
Μέσα σου μπαίνω…κι όλη νύχτα ανάβεις…σβήνεις
γιομάτη γλύκα…φως….σκοτάδι…ανατριχίλα!

Κι εκεί, στην τέλεια ηδονή, στον οργασμό σου
“πεθαίνω…χάνομαι…' μου λες “κι εσύ μαζί μου…'
Μαζί σου, αγάπη μου…(Βυθίζω στο λαιμό σου
μια το μαχαίρι κι άλλη μια μες το κορμί μου!)

Τ’ άλλο πρωί, κάτι ψαράδες θα μας βρούνε
αγκαλιασμένους, να φιλιόμαστε στο στόμα…
“Είναι νεκροί εδώ και ώρα…' έτσι θα πούνε
αντί να πουν πως…αγαπιόμαστε ακόμα!
……………………………………………………………
Πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο
Να, πού με έφερε η εσχάτη απελπισία!