Πωλ Ελυάρ - Νεκροζώντανή μου (Ma morte vivante) Μέσα στον πόνο μου τίποτα δε σαλεύει Προσμένω κανείς δεν θα 'ρθει Μήτε από μέρα μήτε από νύχτα Μήτε ποτέ πια από αυτό που κάποτε υπήρξε εγώ Τα μάτια μου χώρισαν απ' τα μάτια σου Χάνουν την εμπιστοσύνη τους χάνουν το φως τους Το στόμα μου χώρισε απ' το στόμα σου Το στόμα μου απ' την απόλαυση χώρισε Κι απ' το νόημα της αγάπης κι απ' το νόημα της ζωής Τα χέρια μου χώρισαν από τα χέρια σου Τα χέρια μου αφήνουν τα πάντα να γλιστρήσουν Τα πόδια μου χώρισαν από τα πόδια σου Δεν θα βαδίσουν πια δρόμοι πια δεν υπάρχουν Μήτε το βάρος μου θα γνωρίσουν πια μήτε ανάπαυση Αξιώθηκα να δω τη ζωή μου να τελειώνει Μαζί με τη δική σου Τη ζωή μου υπό το κράτος σου Που νόμιζα παντοτινή Και το μέλλον μόνη μου ελπίδα είναι ο τάφος μου Όμοιος με το δικό σου τριγυρισμένος από έναν κόσμο αδιάφορο Τόσο κοντά σου υπήρξα που κρυώνω πλάι στους άλλους. Απ' τη συλλογή «Τα τελευταία ποιήματα του έρωτα»
Ma morte vivante -Paul Eluard Dans mon chagrin, rien n’est en mouvement J’attends, personne ne viendra Ni de jour, ni de nuit Ni jamais plus de ce qui fut moi-même Mes yeux se sont séparés de tes yeux Ils perdent leur confiance, ils perdent leur lumière Ma bouche s’est séparée de ta bouche Ma bouche s’est séparée du plaisir Et du sens de l’amour, et du sens de la vie Mes mains se sont séparées de tes mains Mes mains laissent tout échapper Mes pieds se sont séparés de tes pieds Ils n’avanceront plus, il n’y a plus de route Ils ne connaîtront plus mon poids, ni le repos Il m’est donné de voir ma vie finir Avec la tienne Ma vie en ton pouvoir Que j’ai crue infinie Et l’avenir mon seul espoir c’est mon tombeau Pareil au tien, cerné d’un monde indifférent J’étais si près de toi que j’ai froid près des autres.
Η νύχτα κι ο Ερωτας έχουν έναν κοινό παρανομαστή... Απλώνουν δίχτυα και τις περισσότερες φορές σε βρίσκουν απροετοίμαστο. Εκεί που λες, το φως με τυλίγει, βρίσκεσαι βυθισμένος στην άβυσσο, σπαρταράς σαν ψάρι που πιάστηκε στο δόλωμα. Δεν έχεις επιλογή, βουτάς χωρίς αναπνευστήρα... Τόσα ναυάγια στο βυθό... Ποια γοργόνα κλαίει πάνω τους; Ποιός ακούει; Η απάντηση απ' ό,τι φαίνεται δεν ήρθε ποτέ. Γι' αυτό ακούς τις νύχτες το λυγμό της, στις θάλασσες των μακρινών οριζόντων... Ζεί ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Ο άνεμος σκύβει καμιά φορά τρυφερά κοντά της, κάτι της ψιθυρίζει στ' αυτί, κανείς δεν έμαθε, ποτέ... Της έδωσε άραγε την απάντηση ή τη φίλησε για να την παρηγορίσει; Μόνο κάτι ναυτικοί (όταν διηγούνται τις ιστορίες τους) ορκίζονται πως, πολλές φορές στα μακρινά τους ταξίδια την είχαν ακούσει να φωνάζει : Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Ζει, Kυρά μου! Ζει, απάντησε ένα βράδυ ο καπετάν Νικόλας απ΄ τη γέφυρα, και η φωνή του χάθηκε μαζί της σ' ένα τεράστιο παφλασμό .... (Μαρία Λαμπράκη)
«Η Μεσόγειος έχει τη δική της ηλιοφωτισμένη τραγωδία η οποία δεν έχει
σχέση με εκείνη της ομίχλης», γράφει στην«Εξορία της Ελένης» ο Aλπέρ Καμί.
Κάποια απογεύματα, πλάι στη θάλασσα ή στα ριζά του βουνού, καθώς πέφτει η
νύχτα, «η τραγωδία, μέσα σε αυτήν τη χρυσαφένια λύπη, φτάνει στο
αποκορύφωμά της».
Κατά τον Καμί, «σε τέτοια τοπία, εάν οι Ελληνες βίωσαν
την απελπισία, ήταν πάντοτε μέσα από το ωραίο και τη δυναστευτική του
υφή». Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Στη
Μεσόγειο το γνωρίζουμε καλά. Ο Αλμπέρ Καμί επισκέπτεται την Αθήνα το 1955 μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού»
Στην
ομιλία του μεταξύ άλλων αναφέρει : «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο
ίδιος είναι κάτι το πολύ πιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…) «Θέλω να πω μας εξηγεί ότι η Μεσόγειος έχει
κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπή τα πάντα
και να μας δίνη πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση
του συγχρόνου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και
ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία». (…)
Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν - Μεσόγειος θάλασσα
Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ' όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ' αυτό το μέρος
απ' όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .
Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος
Μεσόγειος Eugenio Montale (1896 – 1981) Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή που από τα στόματά σου βγαίνει, όταν ανοίγουν σαν πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά οπισθοχωρούν και σβήνουν. Το σπίτι των παλιών καλοκαιριών μου κοντά σου ήταν, το ξέρεις, εκεί στη χώρα που ψήνει ο ήλιος και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε, σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου, θάλασσα, όμως δε θεωρούμαι πια άξιος για το προμήνυμα το επίσημο που κλείνει η αναπνοή σου: εσύ πρώτη μου ’χες πει πως η μικρή ζύμωση μες στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή της δικής σου· πως κατά βάθος ήταν ριψοκίνδυνος για μένα ο δικός σου νόμος: να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος κι ωστόσο σταθερός κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω όπως συνηθίζεις εσύ, που ρίχνεις στις ακτές, ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και σταυρούς τα άχρηστα απομεινάρια του αβυσσαλέου βυθού σου. ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΓιώργος Βέης -Γεωγραφία κινδύνων- O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού — χαμηλή πτήση απ' το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας. Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο τώρα σπασμένα φανάρια, με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.
Εκείνο το γεράκι που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία' κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.
Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε; δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ' τους χάρτες. Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό λίγη δροσιά απ' το παρόν το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά προς τη μεριά των αοράτων. ''Μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών'' Μεσόγειος
Ζωρζ Μουστακί Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό μεσ’ τη Μεσόγειο
Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές μεσ’ τη Μεσόγειο
Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του μεσ’ τη Μεσόγειο
εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά μεσ’ τη Μεσόγειο
Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό μες στη Μεσόγειο
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956), η πρωιμότερη από τις μακρές συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης,
σημαδεύει με την ιδιότυπη μορφή και ατμόσφαιρά της το ξεκίνημα μιας
νέας εποχής, όχι μόνο για το έργο του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990), αλλά
και για την ποίησή μας γενικότερα. Ο ποιητής νιώθει επιτακτική την ανάγκη να επανατοποθετηθεί απέναντι
στον κόσμο, γιατί του είναι αδύνατο να μη σκέφτεται το αύριο· και για να
το καταφέρει, καταφεύγει στη διαλεκτική της «υποκριτικής»: σε
«προσωπεία» μυθικά ή σε στερεότυπα (ρόλους ας πούμε)· στη φωνή τους
σμίγει η αλήθεια του άλλοτε και του τώρα, του απώτατου και του
τρέχοντος, του εγγύς και του μακράν, διανοίγοντας την προοπτική του
μέλλοντος για ό,τι γνωρίσαμε, για τον «κόσμο του χθες».
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος,
από τα πιο αγαπημένα και γνωστά κείμενα του Ρίτσου, είναι ένας σκηνικός
μονόλογος, μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή
κι ελπίδα, μέσα από ροή παραστάσεων και συμβόλων. http://ebooks.edu.gr
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση, τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου — τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι; Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της, χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά (ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα) καί λέγοντας εὐχαριστῶ.
Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.