Σελίδες

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

"Η ποίηση είναι γένους θηλυκού"

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον...
Συγγραφέας: Μαρία Πολυδούρη
Ανέκδοτα ποιήματα (Πολυδούρη)
Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι' όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι' ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.

Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Δε θα ξανάρθης πια...
Συγγραφέας: Μαρία Πολυδούρη
Ανέκδοτα ποιήματα (Πολυδούρη)
Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ' την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.

Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμέμα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.

Δε θάρθης!... Πως αργά περνούν οι μέρες.
Κι' όσο εσύ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνωριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.

Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;
Σε σένα
Μαρία Πολυδούρη
Ανέκδοτα ποιήματα (Πολυδούρη)
Ξέρω να ψάξω και να βρω
διαμάντια και ζαφείρια χίλια
κι' απ' του γιαλού το θησαυρό
μαργαριτάρια και κογχύλια.

Κ' έτσι τεχνόπλεκτα δετά
μαζί με λούλουδα κι' αστέρια
να τα φορείς καμαρωτά
στο μέτωπό σου και στα χέρια.

Ξέρω στο διάβα σου μπροστά
ρόδα και κρίνους να μαδήσω
ξέρω με λόγια ταιριαστά
τη χάρη σου να τραγουδήσω.

Ξέρω πως κάτι χωριστό
αταίριαστο σε κάθε άλλη
χάρισαν Βάσω μου σε Σέ
Μοίρες με τα πανώρια κάλλη.
Η θλίψη της δύσης
 Μαρία Πολυδούρη

Ανέκδοτα ποιήματα (Πολυδούρη)
Έτσι κι' απόψε ανάτειλαν του δειλινού τα ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
έτσι κι απόψε σβήνοντας εφυλορρόησαν όλα
καθώς τα ξαγναντώ κάθε φορά.


Και κάθε μια φορά ρουφώ από την ανατολή τους
όλη τη ροδοστάλαχτη χάρη τους και μεθώ
ακόμη κι' απ' τη σιγανή, την υστερνή πνοή τους.


(Έτσι, τη κάθε μια χαρά τη χαίρομαι όλη ως πέρα).
Μα έτυχε απόψε βλέποντας τη Δύση, να σκεφτώ
πως τάχατες η αγάπη μας θάσβηνε κάποια μέρα'
Κι' όπως απόψε ανάτειλαν του δειλινού τα ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
όπως κι' απόψε σβήνοντας φυλορροούσαν όλα
είχα μια θλίψη τούτη τη φορά'

ΠΗΓΗ
Πίνακες ζωγραφικής,
 Kostas Rigoula - Tsigris /Κώστας Ρηγούλης - Τσίγκρης
Luis Alberto (Lopez Cruz)
Μυρτιώτισσα, Αγάπες

Πόσες αγάπες! κι ήταν όλες 
ξεχωριστές.
Άλλες πολύχρωμες σα βιόλες,
άλλες σα γιασεμιά λευκές.

Πόσες αγάπες! κι ήταν όλες
-τι τραγικές!-
κι οι σκοτεινές, κι οι φεγγοβόλες,
κι οι πιο μου απλές.

Με κόπο ανέβαινα τις σκάλες
του παλατιού της ζωής
κι αυτές τριγύρω μου σα στάλες
χινοπωριάτικης βροχής,

αργοκυλούσανε θλιμμένα,
πυρά, βαριά,
κι ως να προσμέναν από μένα 
τη δροσιά.

Μα αν ήταν οι Αγάπες μου όλες
δίχως χαρά,
κι αν όλες μ' έκαψαν σα φλόγες,
πλατιά που μου' δωσαν φτερά!

Κι αν δεν μ' ανοίξανε τη θύρα
του παλατιού,
τα κλειδιά βοήθησαν και πήρα 
του μαγεμένου περιβολιού.

Κι όταν πλανιέμαι στο περβόλι
σα μια σκιά
και το φεγγάρι ντύνει με όλη
μες στα χρυσά,

ξαναπροβάλλουνε θλιμμένα,
κι αργά, μια μια,
κι όλες γυρεύουν από μένα
τη ζωή ξανά...
(Από την ποιητική συλλογή Κίτρινες Φλόγες)
painter, Stefan Georgiev
Πάθος-ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (1885 -1968).

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
painter, Stefan Georgiev
Χωρισμός -Λένα Παπά

Ἒφυγα τρέχοντας ἀπ’ τό δωμάτιο
καί τό δωμάτιο μέ ἀκολούθησε
μ’ ὃλα του τά ἒπιπλα
τό γράμμα σου πάνω στό τραπέζι
καί τή φωτογραφία σου στόν τοῖχο
ένῶ κάποιος μέσα μου ἒκλαιγε καί φοβόταν καί κρύωνε

Οἱ δρόμοι καταπιῶνες τῆς μοναξιᾶς
μέ δάγκωναν μέ φῶτα αἰχμηρά
ὁ οὐρανός σερνόταν μές στίς σκοτεινές
λάσπες τῆς νύχτας
μιά ἀποφορά θλίψης γέμιζε τό τοπίο
κι ἐγώ σακατεμένη
δίχως ροῦχο ἢ φωτιά
κατρακυλοῦσα βαθιά
στό γκρεμό του Ἀντίο πού φεύγοντας
ἂνοιξες μέσα μου.
by Ognian Kuzmanov
Εικοστός Αιώνας-Λένα Παπά
Μόνη θα κατέβεις, μόνη
τα σκοτεινά σκαλιά.
Ορφανή από το φως
και τρυφερότητα
κι ας ήσουν
το ρόδο των Ρόδων,
κι ας ήσουν η τόσο γλυκιά.

Πίσω σου ένα θρόισμα ελάχιστο
για λίγο θα μείνει
- πόσο διαρκεί ένα θρόισμα- 
ύστερα θα βαλσαμωθείς στη μνήμη
κι ο Άδης
θα σ'έχει κερδίσει για πάντα.
Δεν υπάρχει σήμερα Ορφέας
να πεθάνει για σένα, Ευρυδίκη.

by Ognian Kuzmanov
Ζωή Καρέλλη, Της σελήνης (I)
[Από την ενότητα Της σελήνης]   

Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.


Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μου
την αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,

όπως ν' αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ' την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ' ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.

Τούτ' η ανησυχία,
μέσ' στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.


                Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ' το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ' τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)

Ζωή Καρέλλη, Της σελήνης (II)
Alberto Pancorbo-

painter


 Ζωή Καρέλλη, Εντυπώσεις


Οι εντυπώσεις είναι δάχτυλα,
πότε φιλντισένια, πότε πιο ρόδινα
ελαφριά πάνω στο μέτωπο,
στους κρόταφους, εκεί,
στις ρίζες των μαλλιών ηδονή
στα ευαίσθητα βλέφαρα.

Κι' είναι βάρβαρα χέρια,
πλατιά ή μυτερά
που σκεπάζουν το πρόσωπο
απότομα ή το ξεσκίζουν.
Όμως για να εισχωρήσουν στο κλειστό μυστικό του σώματος,
εκεί ν' αποτεθούν και να χωρέσουν
στη γυμνή ψυχή, πρέπει να περιμένουμε
ίσως πολύ για την ανάμνηση.

Τότε, το αποτέλεσμα φαίνεται
κι' ας έχουμε εμείς ξεχάσει 
την εντύπωση, γίνεται διαφορετική
αποδίνεται απ' την ψυχή μας
απροσδόκητο, το σχέδιο,
της φυλαγμένης απάντησης.
Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)
ΣΑΝ ΩΡΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΓΥΜΝΕΣ...Ζωή Καρέλλη

Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των.

με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.

                                  Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
                                  καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.
karen wallis artist
 Ζωή Καρέλλη, Άνθηση

Εμορφα της ζωής ξεσπάσματα
των δέντρων άνθη, ανθίσματα
της ορμής που ανεβαίνει
στο σιωπηλό, κλειστό κορμό.

Ανοίγουν οι εύχρωμες λαλιές τους,
εύηχες
γίνονται προσφορές.
Ευαίσθητες, λεπτές εκφράσεις
του έρωτα λέξεις ερωτικές,
πάνω στο σκληρό σώμα των δέντρων
της άνοιξης.
Inessa Morozova,
Από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955)
 [Από την ενότητα Παραμύθια του κήπου]-Ζωή Καρέλλη
I

Η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά
άσπρα φορεί, άσπρα κρατεί, άσπρη είναι η φορεσιά της.
Απλώνεται, ξαπλώνεται στον ήλιο,
και περιμένει να της φιλήσει
τα μικρά τριαντάφυλλα, να τα μεθύσει τόσο
από χρυσάφι και φωτιά γλυκιά,
ώσπου να κοκκινίσουνε
απ' την πολλή του αγάπη.

Rafael Desoto
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -Εἶχε ἡ ἀγάπη μας μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία

 Εἶχε ἡ ἀγάπη μας μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία
Εἶχε ἡ ἀγάπη μας μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία·
μαγεύονταν οἱ ἄνθρωποι
ὅταν περπατούσαμε μὲ βῆμ’ ἀργὸ
σὰν βάρκα νὰ μᾶς πήγαινε
γιορτὴ καὶ μὲ τραγούδια.

Ἀτημέλητοι
μὲ τὸ χνούδι τῆς κουβέρτας
ἀκόμα στὸ λαιμὸ
ἔμοιαζαν οἱ φωνές μας
τοῦ τσακαλιοῦ καὶ τ’ ἀηδονιοῦ οἱ ἡδονὲς
μπλεγμένες στὸν ἀέρα.
Γνωρίζαμε τὶς ἀπαντήσεις
ὅταν ρωτᾶν οἱ ἄγγελοι στὶς πόρτες
αὐτοὶ ποὺ στέκουν καὶ φυλᾶν
αὐστηρὰ χωρισμένες τὴν ἐπίγεια
ἀπὸ τὴν οὐράνια θλίψη.

(– Ναί, θὰ μείνουμε ἐδῶ…
– Ὅσο κρατήσει…
– Θαυμάζουμε τὴν ἀλεποῦ πὼς τρέχει…
– Θὰ γράφουμε ποιήματα ὡς τὰ βαθιὰ γεράματα
ὡς τὸν μεγάλο σωματικὸ πόνο…)

Σπάνια ἀγκαλιάζεις
σπάνια φοβᾶσαι
τὸ θάνατο τόσο πολὺ
ὅσο ὅταν στὰ χέρια σου
ὁ ἔρωτας
γίνεται τὸ σκῆπτρο
τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.

 Alberto Pancorbo
Ιστορίες ματιών-Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Τα μάτια αγαπούν ν΄αφοσιώνονται
σ΄ελάχιστες πτυχές του ορατού κόσμου
ενώ μέσα το εργαστήρι ερμηνεύει τις εικόνες σε αγγέλους
ή σ΄αποχαιρετιστήριες κάρτες με πεύκα.

Ταξιδεύουν τα μάτια βιδωμένα στο σώμα
η ταχύτητά του τα παρασέρνει
αντιστέκονται λίγο μα ύστερα ακολουθούν
και κοιτάν άλλα καινούργια
ώσπου να πειστεί σιγά σιγά και το ποίημα
και ν΄αρχίσει να παριστάνει το νέο πρόσωπο.

Γερνώντας τα μάτια ξεχνιούνται σ΄ένα σύννεφο
σ΄ένα κομμάτι νερό π΄αστραποβολάει
και τα πάει πέρ΄απ΄την ομορφιά των τοπίων
και τις καφετιές πεδιάδες της κόρης των ματιών σου
σε τόπο όπου ο οφθαλμός είναι ο κόσμος
βλέπει και βλέπεται
κι είναι σαν της αράχνης τον ιστό

σκαλωμένος στου κρανίου την εσώτατη οροφή.

Daniel Gerhartz, 1965 ~ Impressionist painter

Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ
Κική Δημουλά

Επιτέλους
έμπηξα το χαριστικό καρφί
στο πάθος μου για σένα
τετέλεσται όλα
στον μέσα και τον έξω μου σταυρό

κι έτσι, δίχως θρήνους
απαθής κατεβάζω
τυλιγμένο μες στο λευκό σεντόνι
των μαλλιών μου
το άψυχο διωγμένο φίλημά μου
από τα απαρνητικά σου πόδια
τα όξινά σου χείλη

μόνη μου το σηκώνω
δεν έχει καν
το ιδεολόγο εκείνο βάρος που
αποκτά μια στέρηση όταν
την κληρονομεί η ιστορία

αχ, πανάλαφρος απέμεινε
ο θάνατος του πόθου μου για σένα
φυσικό
έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα
μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες
σφαδάζοντας επάνω
στην παγερή απάρνησή σου γατζωμένο

και τώρα που αποχωρούν
αι μυροφόροι μοίραι μία μία
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός

ανασηκώνω το καπάκι που σκεπάζει
αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω
και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας

πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε
ο έρως μου για σένα
αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο
η μη ανταπόκρισή σου

τετέλεσται όλα Χριστέ μου.

Τήρησα ωστόσο ευλαβώς
το έθιμο της οδύνης και φέτος.


("Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως", Ίκαρος 2007)



Πρόσεχε-Κική Δημουλά
Ὅταν στρώνεις τὸ τραπέζι
πρὶν καθίσεις
νὰ ἐλέγχεις σχολαστικὰ
τὴν ἀντικρινή σου καρέκλα
ἂν εἶναι γερὴ μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οἱ ἐγκοπὲς
μήπως φαγώθηκαν οἱ ἁρμοὶ
ἂν ὑποσκάπτει τὸ σκελετὸ
σκουλήκι
γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα ὅλο καὶ πιὸ βαρύς.
Kική Δημουλά - ΣTO KAΣEΛAKI
Δυὸ τρεῖς φωτογραφίες
πρόσφατες σχετικὰ
τὶς ἔχω κρεμασμένες
δίπλα στὰ κλασικὰ ταγιέρ μου
εὔκολα τὶς βρίσκω.

Οἱ παλιὲς
ἔχουν ἀποθηκευτεῖ ξεχασμένες
σ’ ἕνα κασελάκι ξύλινο
ζωγραφισμένο ἀπ’ ἔξω
μὲ Διονύσου σταφύλια.
Μοῦ τὸ ἔστειλαν κάποτε δῶρο
κάτι φιλικά μου ἀμπέλια.

Ἀναδεύω. Χρειάστηκα ἐκτάκτως
τὸ πιστοποιητικὸ μιᾶς θάλασσας
ἀδύνατον νὰ βρῶ πότε καὶ ποὺ
βυθίστηκε.

Στὸ βυθὸ κατεβαίνω
ψάχνω εἰσχωρῶ στὰ ναυάγια
Θεέ μου πόσα πρόσωπά μου
βρίσκω σὰν ὄστρακα κολλημένα
στῶν ματιῶν τὰ θαμπὰ φινιστρίνια
λίγα λίγα τ’ ἀνεβάζω
στὸ κατάστρωμα τοῦ φωτὸς τ’ ἀπιθώνω
ξαναβουτάω
φέρνω κι ἄλλα πρόσωπά μου
στὴν ἐπιφάνεια
ἀπίστευτο κοίτα πόσες φορὲς
ἄρα δὲν εἶναι τόσο σύντομη
ὅσο λέμε, ἡ ζωὴ
ἀλλὰ καὶ σύντομη νὰ εἶναι
ἕνας λόγος παραπάνω
νὰ ἐπαίρομαι, πόσες φορὲς
μέσα σὲ μία τόσο σύντομη ζωὴ
ἀφθόνησε νὰ πεθαίνω.
Καὶ μὲ τί φωτογένεια.
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» 2007
Kική Δημουλά - AΣEBEΣ TO KANONIKO
Τρελάθηκες δύση;
Βγάλε ἀμέσως τὰ κόκκινα
ντροπὴ
στὴν κηδεία σου πᾶς.

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Ma morte vivante -Paul Eluard

Πωλ Ελυάρ - Νεκροζώντανή μου (Ma morte vivante)

Μέσα στον πόνο μου τίποτα δε σαλεύει
Προσμένω κανείς δεν θα 'ρθει
Μήτε από μέρα μήτε από νύχτα
Μήτε ποτέ πια από αυτό που κάποτε υπήρξε εγώ

Τα μάτια μου χώρισαν απ' τα μάτια σου
Χάνουν την εμπιστοσύνη τους χάνουν το φως τους
Το στόμα μου χώρισε απ' το στόμα σου
Το στόμα μου απ' την απόλαυση χώρισε
Κι απ' το νόημα της αγάπης κι απ' το νόημα της ζωής

Τα χέρια μου χώρισαν από τα χέρια σου
Τα χέρια μου αφήνουν τα πάντα να γλιστρήσουν
Τα πόδια μου χώρισαν από τα πόδια σου
Δεν θα βαδίσουν πια δρόμοι πια δεν υπάρχουν
Μήτε το βάρος μου θα γνωρίσουν πια μήτε ανάπαυση

Αξιώθηκα να δω τη ζωή μου να τελειώνει
Μαζί με τη δική σου
Τη ζωή μου υπό το κράτος σου
Που νόμιζα παντοτινή

Και το μέλλον μόνη μου ελπίδα είναι ο τάφος μου
Όμοιος με το δικό σου τριγυρισμένος από έναν κόσμο αδιάφορο 
Τόσο κοντά σου υπήρξα που κρυώνω πλάι στους άλλους.

Απ' τη συλλογή «Τα τελευταία ποιήματα του έρωτα»
Ma morte vivante -Paul Eluard
Dans mon chagrin, rien n’est en mouvement
J’attends, personne ne viendra
Ni de jour, ni de nuit
Ni jamais plus de ce qui fut moi-même

Mes yeux se sont séparés de tes yeux
Ils perdent leur confiance, ils perdent leur lumière
Ma bouche s’est séparée de ta bouche
Ma bouche s’est séparée du plaisir
Et du sens de l’amour, et du sens de la vie
Mes mains se sont séparées de tes mains
Mes mains laissent tout échapper
Mes pieds se sont séparés de tes pieds
Ils n’avanceront plus, il n’y a plus de route
Ils ne connaîtront plus mon poids, ni le repos

Il m’est donné de voir ma vie finir
Avec la tienne
Ma vie en ton pouvoir
Que j’ai crue infinie

Et l’avenir mon seul espoir c’est mon tombeau
Pareil au tien, cerné d’un monde indifférent
J’étais si près de toi que j’ai froid près des autres.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Δεν εμαθες ποτέ ....Πόσο πολύ σ'αγάπησα...

Art by Chris Dellorco
Δεν έμαθες ποτέ /πως :
Tα βράδια που κοιμόσουν
άνοιγα κρυφά τις πόρτες των ονείρων σου
με το αντικλείδι της σιωπής ...

Πλημμύριζα απο το άχραντο δάκρυ του  'Ερωτα
Μεταλάμβανα τα μυστήρια της Αγάπης
Και χανόμουν μαζί σου
σε πλανήτες μελλοντικούς...

Δεν έμαθες ποτέ ...
Πόσες φορές η σκέψη μου κοιμήθηκε μαζί σου
στα νησιά τα Παραδείσια
των αμέτρητων μικρών  ΘΕΩΝ....(Μαρία Λαμπράκη)
                   
                               
            Δεν εμαθες ποτέ ....Πόσο πολύ σ'αγάπησα...

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Τα δίχτυα του έρωτα

Η  νύχτα κι ο Ερωτας έχουν έναν κοινό παρανομαστή...
Απλώνουν δίχτυα και τις περισσότερες φορές σε βρίσκουν απροετοίμαστο.
Εκεί που λες, το φως με τυλίγει, βρίσκεσαι βυθισμένος στην άβυσσο, σπαρταράς σαν ψάρι που πιάστηκε στο δόλωμα.
Δεν έχεις επιλογή, βουτάς χωρίς αναπνευστήρα...
Τόσα ναυάγια στο βυθό...
Ποια γοργόνα κλαίει πάνω τους;
Ποιός ακούει;
Η απάντηση απ' ό,τι φαίνεται δεν ήρθε ποτέ.
Γι' αυτό ακούς τις νύχτες το λυγμό της, στις θάλασσες των μακρινών οριζόντων...
Ζεί ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ο άνεμος σκύβει καμιά φορά τρυφερά κοντά της,  κάτι της ψιθυρίζει στ' αυτί, κανείς δεν έμαθε, ποτέ...
Της έδωσε άραγε την απάντηση ή τη φίλησε για να την παρηγορίσει;
Μόνο κάτι ναυτικοί (όταν διηγούνται τις ιστορίες τους) ορκίζονται πως, πολλές φορές στα μακρινά τους ταξίδια την είχαν ακούσει να φωνάζει :
 Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ζει, Kυρά μου! Ζει, απάντησε ένα βράδυ ο καπετάν Νικόλας απ΄ τη γέφυρα, και η φωνή του χάθηκε μαζί της σ' ένα τεράστιο παφλασμό ....
(Μαρία Λαμπράκη)

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Για ένα ''τίποτα'' του Ερωτα

Nύχτα....
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλοροεί / ψιθύρους;
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις...
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί...
-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα; 
Μείνε εδω (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα...
Εδώ κοιμάται ο Ερωτας...
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια...
Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα  γεννιέται /ο Ερωτας...
(Μαρία Λαμπράκη)

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Μεσόγειο τη λεν ....

Στίχοι:  
Άλκης Αλκαίος

ΜεσΟγειος - Η θΑλασσΑ μας
Γεωγραφικά χαρακτηριστικά

Μεσόγειος θάλασσα: Μια θάλασσα "στη μέση της γης", όπως λέει και η λέξη. Η μικρογραφία ενός ωκεανού που φιλοξένησε μερικούς από τους σημαντικότερους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν στην γη.

Μια θάλασσα που κράτησε στην αγκαλιά της τα περισσότερα καράβια και έδωσε ζωή στις περισσότερες ταξιδιωτικές περιπέτειες από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα.

Από τις Ελληνικές τριήρεις, τις Ρωμαϊκές διήρεις, τα πλοία των Καρχηδονίων και των Βυζαντινών, τις Ισπανικές καραβέλες και τις Βενετσάνικες κορβέτες, μέχρι τα σημερινά υπερσύγχρονα πυρηνικά υποβρύχια, η Μεσόγειος Θάλασσα δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ίσως ο σημαντικότερος δρόμος επικοινωνίας των λαών και των πολιτισμών τους.


Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ανάμεσα στους τιμηθέντες και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης.

ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ

Απόσπασμα ''Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.

Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη

foto from http://www.bureaublad-achtergronden.nl/2014/03/hd-molens-achtergronden.html

Greece, Mediterranean Sunset.www.shutterstock.com

«Η Μεσόγειος έχει τη δική της ηλιοφωτισμένη τραγωδία η οποία δεν έχει σχέση με εκείνη της ομίχλης»,
γράφει στην «Εξορία της Ελένης» ο Aλπέρ Καμί. Κάποια απογεύματα, πλάι στη θάλασσα ή στα ριζά του βουνού, καθώς πέφτει η νύχτα, «η τραγωδία, μέσα σε αυτήν τη χρυσαφένια λύπη, φτάνει στο αποκορύφωμά της».

Κατά τον Καμί, «σε τέτοια τοπία, εάν οι Ελληνες βίωσαν την απελπισία, ήταν πάντοτε μέσα από το ωραίο και τη δυναστευτική του υφή». Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Στη Μεσόγειο το γνωρίζουμε καλά.


Ο Αλμπέρ Καμί επισκέπτεται την Αθήνα το 1955 μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού» 

Στην ομιλία του μεταξύ άλλων αναφέρει : «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο ίδιος είναι κάτι το πολύ πιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…)
 
«Θέλω να πω μας εξηγεί ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπή τα πάντα και να μας δίνη πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση του συγχρόνου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία». (…)

Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν - Μεσόγειος θάλασσα

Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ' όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ' αυτό το μέρος
απ' όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .

Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος
 Μεσόγειος
Eugenio Montale (1896 – 1981)
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, όταν ανοίγουν
σαν πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
οπισθοχωρούν και σβήνουν.
Το σπίτι των παλιών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα που ψήνει ο ήλιος
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.

Σαν και τότε, σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, όμως δε θεωρούμαι πια άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλείνει η αναπνοή σου: εσύ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρή ζύμωση
μες στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως κατά βάθος ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος

κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνηθίζεις εσύ, που ρίχνεις στις ακτές,
ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και σταυρούς
τα άχρηστα απομεινάρια του αβυσσαλέου βυθού σου.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΓιώργος Βέης
-Γεωγραφία κινδύνων-

O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού —
χαμηλή πτήση
απ' το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα
να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια
να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας.
Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο
τώρα σπασμένα φανάρια,
με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.

Εκείνο το γεράκι
που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού
το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία'
κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους
που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα
να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.

Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε;
δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ' τους χάρτες.
Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό
λίγη δροσιά απ' το παρόν
το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά
προς τη μεριά των αοράτων.

''Μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών''
Μεσόγειος

Στίχοι:  
Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική:  
Ζωρζ Μουστακί
Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μεσ’ τη Μεσόγειο

Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές
μεσ’ τη Μεσόγειο

Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του
μεσ’ τη Μεσόγειο

εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά
μεσ’ τη Μεσόγειο

Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μες στη Μεσόγειο