Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι' όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι' ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.
Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι' όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι' ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.
Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ' την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.
Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμέμα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.
Δε θάρθης!... Πως αργά περνούν οι μέρες.
Κι' όσο εσύ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνωριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.
Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;
απ' την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.
Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμέμα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.
Δε θάρθης!... Πως αργά περνούν οι μέρες.
Κι' όσο εσύ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνωριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.
Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;
Ξέρω να ψάξω και να βρω
διαμάντια και ζαφείρια χίλια
κι' απ' του γιαλού το θησαυρό
μαργαριτάρια και κογχύλια.
Κ' έτσι τεχνόπλεκτα δετά
μαζί με λούλουδα κι' αστέρια
να τα φορείς καμαρωτά
στο μέτωπό σου και στα χέρια.
Ξέρω στο διάβα σου μπροστά
ρόδα και κρίνους να μαδήσω
ξέρω με λόγια ταιριαστά
τη χάρη σου να τραγουδήσω.
Ξέρω πως κάτι χωριστό
αταίριαστο σε κάθε άλλη
χάρισαν Βάσω μου σε Σέ
Μοίρες με τα πανώρια κάλλη.
διαμάντια και ζαφείρια χίλια
κι' απ' του γιαλού το θησαυρό
μαργαριτάρια και κογχύλια.
Κ' έτσι τεχνόπλεκτα δετά
μαζί με λούλουδα κι' αστέρια
να τα φορείς καμαρωτά
στο μέτωπό σου και στα χέρια.
Ξέρω στο διάβα σου μπροστά
ρόδα και κρίνους να μαδήσω
ξέρω με λόγια ταιριαστά
τη χάρη σου να τραγουδήσω.
Ξέρω πως κάτι χωριστό
αταίριαστο σε κάθε άλλη
χάρισαν Βάσω μου σε Σέ
Μοίρες με τα πανώρια κάλλη.
|
by Ognian Kuzmanov
[Από την ενότητα Της σελήνης]
Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.
Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μουτην αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,
όπως ν' αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ' την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ' ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.
Τούτ' η ανησυχία,
μέσ' στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.
Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ' το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ' τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
Ζωή Καρέλλη, Της σελήνης (II)
Alberto Pancorbo-painter
Ζωή Καρέλλη, Εντυπώσεις
Οι εντυπώσεις είναι δάχτυλα,
πότε φιλντισένια, πότε πιο ρόδινα
ελαφριά πάνω στο μέτωπο,
στους κρόταφους, εκεί,
στις ρίζες των μαλλιών ηδονή
στα ευαίσθητα βλέφαρα.
Κι' είναι βάρβαρα χέρια,
πλατιά ή μυτερά
που σκεπάζουν το πρόσωπο
απότομα ή το ξεσκίζουν.
Όμως για να εισχωρήσουν στο κλειστό μυστικό του σώματος,
εκεί ν' αποτεθούν και να χωρέσουν
στη γυμνή ψυχή, πρέπει να περιμένουμε
ίσως πολύ για την ανάμνηση.
Τότε, το αποτέλεσμα φαίνεται
κι' ας έχουμε εμείς ξεχάσει
την εντύπωση, γίνεται διαφορετική
αποδίνεται απ' την ψυχή μας
απροσδόκητο, το σχέδιο,
της φυλαγμένης απάντησης.
Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)
|
Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των.
με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.
Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.
karen wallis artist |
Εμορφα της ζωής ξεσπάσματα
των δέντρων άνθη, ανθίσματα
της ορμής που ανεβαίνει
στο σιωπηλό, κλειστό κορμό.
Ανοίγουν οι εύχρωμες λαλιές τους,
εύηχες
γίνονται προσφορές.
Ευαίσθητες, λεπτές εκφράσεις
του έρωτα λέξεις ερωτικές,
πάνω στο σκληρό σώμα των δέντρων
της άνοιξης.
Inessa Morozova,
Από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955)I
Η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά
άσπρα φορεί, άσπρα κρατεί, άσπρη είναι η φορεσιά της.
Απλώνεται, ξαπλώνεται στον ήλιο,
και περιμένει να της φιλήσει
τα μικρά τριαντάφυλλα, να τα μεθύσει τόσο
από χρυσάφι και φωτιά γλυκιά,
ώσπου να κοκκινίσουνε
απ' την πολλή του αγάπη.
Rafael Desoto
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -Εἶχε ἡ ἀγάπη μας μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία Εἶχε ἡ ἀγάπη μας μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία | |
|
Daniel Gerhartz, 1965 ~ Impressionist painter |
Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ
Κική Δημουλά
Κική Δημουλά
Επιτέλους
έμπηξα το χαριστικό καρφί
στο πάθος μου για σένα
τετέλεσται όλα
στον μέσα και τον έξω μου σταυρό
κι έτσι, δίχως θρήνους
απαθής κατεβάζω
τυλιγμένο μες στο λευκό σεντόνι
των μαλλιών μου
το άψυχο διωγμένο φίλημά μου
από τα απαρνητικά σου πόδια
τα όξινά σου χείλη
μόνη μου το σηκώνω
δεν έχει καν
το ιδεολόγο εκείνο βάρος που
αποκτά μια στέρηση όταν
την κληρονομεί η ιστορία
αχ, πανάλαφρος απέμεινε
ο θάνατος του πόθου μου για σένα
φυσικό
έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα
μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες
σφαδάζοντας επάνω
στην παγερή απάρνησή σου γατζωμένο
και τώρα που αποχωρούν
αι μυροφόροι μοίραι μία μία
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός
ανασηκώνω το καπάκι που σκεπάζει
αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω
και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας
πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε
ο έρως μου για σένα
αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο
η μη ανταπόκρισή σου
τετέλεσται όλα Χριστέ μου.
Τήρησα ωστόσο ευλαβώς
το έθιμο της οδύνης και φέτος.
("Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως", Ίκαρος 2007)
Πρόσεχε-Κική Δημουλά | ||||||||||||
|