"Artist -Christian Schloe |
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου. (Ερωτικό, Μάνος Χατζιδάκις)
"Artist -Christian Schloe |
Το άστρο, Μιλτος Σαχτούρης
Το ξανθό κεφάλι τηςτα ξεβαμμένα χείλια της η σιωπή της
και λίγο σάλιο που έτρεχε
από το άστρο
το σφύριγμα το άγριο άστρο που ανοιγόκλεινε
το μάτι του
κι έβλεπε τον Ουρανό
κι έλεγε:
Θα τονε κάψω!
"Artist -Christian Schloe |
«Όταν δε θα υπάρχεις
Όταν δε θα υπάρχουμε
Και τα χέρια σου θα ταξιδεύουν
Να βρουν μιαν άλλη ζωή
Ν’ αγκαλιάσουν μιαν άλλη πιο απέραντη θάλασσα
Ν’ ανάψουν κι αλλού τούτο το άστρο
Πού μένει πάντα αιχμάλωτο
Μέσα στη λάμπα
Θα προχωρήσω με τον ανεμοστρόβιλο
Κάτω απ’ τα ψηλά κυπαρίσσια
Ν’ ανταμώσω τον ίσκιο
Σταυρωμένο πάνω στα ρόδα
Ενός άυλου κήπου»
Τάκης Βαρβιτσιώτης
Η θαυμαστή αλιεία, 1985-1986)
Γυμνό στην ακροθαλασσιά
Και το κορίτσι πού αγαπά
Μέσα στη νύχτα εγκαταλειμμένο
Καμιά φοβέρα δεν το σκιάζει
Και μ’ όλα τ ́ άστρα στολισμένο
Το θάνατο ενταφιάζει»
(‘Αρρητη Γέννηση, Φύλλα Ύπνου, 1941-1944
<< Γιατί να πνίγουμε κάθε βραδιά
Χιλιάδες άστρα
Μέσα στο πηγάδι;>>
<<Και μες το αίμα σου
ένα άστρο πάντα ταξιδεύει>>
«Οι κοπέλλες φιλιούνται με τούς καθρέφτες
Γίνονται άστρα
Και πέφτουν στο νερό»
A profile of a woman looking at the stars. Alois Heinrich Priechenfried (Austrian, 1867-1953). |
Κλείνω τα βλέφαρα / κάτω απ” την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα / εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός / του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος / τόσο μεγάλος έγινα
απ” την αγάπη σου / που δε δύνεσαι πια / να μ” αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη / έλα να μοιραστούμε / τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ” το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
'Ενα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
«Στίχοι από σκισμένα ποιήματα» (1938 – 1952).Γιάννης Ρίτσος
''Αν δείτε δυο άστρα να φιλιούνται με τα ράμφη τους
είναι γιατί χαμογελά η αγαπημένη μου. ''
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1940)-Οδυσσέας Ελύτης
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
παντρεύονται μὲ πορφυρόχρωμους κομῆτες.
Τοῦ Mazagan οἱ θερμαστὲς οἱ Σοδομίτες
παῖξαν τοῦ Σέσωστρη τὴν κόρη στὰ χαρτιά.
(Νίκος Καββαδίας)
θα φέρει η ξαστεριά
μα πριν φανεί μέσα από το πέλαγο πανί
θα γίνω κύμα και φωτιά
να σ’ αγκαλιάσω ξενιτιά(Νίκος Γκάτσος)
Χρωματίζω πουλιά - 1993 Τάσος Λειβαδίτης
Τ όσα άστρα και γώ να λιμοκτονώ
χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν,
και περιμένω να κελαηδήσουν
γιατί χειμώνιασε
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ
κάνε λοιπόν κύριε
να ‘χει κανείς ένα φίλο
δος του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε.
CHRISTIAN SCHLOE |
Κική δημουλά - {μα δεν σκοτώνω άστρα}
Λυτρώσου...Ηρέμησε...
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω άστρα.
Η εφηβεία της λήθης (από τη συλλογή Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ) Κική Δημουλά
Περιμένω λίγο
να σκουρύνουν οι διαφορές και τα’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει αλλά το κάνω έτσι για να μη σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου και το περιστρέφω.
Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες των φόβων, τα αστέρια.
Όχι ακριβώς καλησπερίζω. Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.
Christian Schloe
Η δημιουργία ενός άστρου- Νικηφόρος ΒρεττάκοςΦύλαξε μου αυτούς τους λυγμούς που ανεβαίνουν,
δένονται κόμποι, σπαρταρούν σαν μια δέσμη
καρδιές στο λαιμό σου. Φύλαξε μου κι αυτήν
την παράξενη θάλασσα που έχει πετρώσει
πίσω απ’ τα μάτια σου. Μου χρειάζονται όλα
να φτιάξω το κύμα μου. Με τι θα συνθέσω
τη χαρά που υποσχέθηκα; Τα χρυσά της πανιά
με τι θα τα υφάνω; Καλά είναι όλα,
καλό το νερό και το φως και το χώμα.
Αλλά πως
θα τους δώσω την κίνηση; Πως τη φωτιά;
Πως αλλιώς θ’ αναδώσουν αχτίνες και πως
θα μπουν στην αιώνια σταθερή τους τροχιά,
σαν ένας δακτύλιος μικρών ζαφειριών
που στρέφεται γύρω απ’ το δίσκο του πνεύματος; Όχι
πως φτάνουνε μόνα τους,
Αν
Προσέξεις, θα δεις πως πλάθοντας καίγονται
μαζί και τα χέρια μου.