ΣΤΟN ΦΑΡΟ (Δημήτρης Ε Σολδάτος)
ΣΤΟ ΦΑΡΟ
Και να, που μ’ έφερε η εσχάτη απελπισία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
-πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία-
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο.
Σε βλέπω μπρος μου, μες το μαύρο φορεμά σου
ψυχρή σαν μέταλλο, αγέρωχη κι απλώνω
γυμνό τον πόθο να ντυθεί τ’ αγκάλιασμά σου
λες κι έχω απλώσει τα δυο χέρια μου για φόνο!
Σ’ αγίζω…τρέμεις….τρέμω…τρέμουμε απ’ τον πόθο
δειλά, όπως γέρνουν τα καλάμια όταν φυσάει
πάνω απ’ τη λίμνη∙ τα ματόκλαδά σου νιώθω
στο πρόσωπό μου, σαν μετάξι που μεθάει.
Σκίζω τα χείλη σου…η γλώσσα μου άγριο χέλι
μες απ’ τα δόντια σου, ρουφάει την ψυχή σου
-πάνω απ’ το κάστρο το φεγγάρι ανατέλλει-
σκάβω τα σπλάχνα σου και λες: “είμαι δική σου…
Κράτα με…σφίξε με…' βογκάς κι εγώ σπαράζω
πονάς…συστρέφεσαι…τα νύχια σου στην πλάτη
μου μπήγεις -ξέσπασε ο αφρός- αίματα στάζω…
Σπέρμα φωτιά, που καίει τα φύκια, σπάει τ’ αλάτι!
Γέρνεις στο στήθος μου μετά λαχανιασμένη
κλαις τρυφερά και ψιθυρίζεις τ΄όνομά μου
σαν μια θηλιά απ’ το λαιμό μου κρεμασμένη
το στόμα ανοίγεις για να πιεις το φίλημά μου.
Και πίνεις…πίνεις τα φιλιά…τα δάκρυα πίνεις
“κράτα με…σφίξε με…' μου λες ξανά. Αχ, μίλα…
Μέσα σου μπαίνω…κι όλη νύχτα ανάβεις…σβήνεις
γιομάτη γλύκα…φως….σκοτάδι…ανατριχίλα!
Κι εκεί, στην τέλεια ηδονή, στον οργασμό σου
“πεθαίνω…χάνομαι…' μου λες “κι εσύ μαζί μου…'
Μαζί σου, αγάπη μου…(Βυθίζω στο λαιμό σου
μια το μαχαίρι κι άλλη μια μες το κορμί μου!)
Τ’ άλλο πρωί, κάτι ψαράδες θα μας βρούνε
αγκαλιασμένους, να φιλιόμαστε στο στόμα…
“Είναι νεκροί εδώ και ώρα…' έτσι θα πούνε
αντί να πουν πως…αγαπιόμαστε ακόμα!
……………………………………………………………
Πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο
Να, πού με έφερε η εσχάτη απελπισία!
ΣΤΟ ΦΑΡΟ
Και να, που μ’ έφερε η εσχάτη απελπισία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
-πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία-
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο.
Σε βλέπω μπρος μου, μες το μαύρο φορεμά σου
ψυχρή σαν μέταλλο, αγέρωχη κι απλώνω
γυμνό τον πόθο να ντυθεί τ’ αγκάλιασμά σου
λες κι έχω απλώσει τα δυο χέρια μου για φόνο!
Σ’ αγίζω…τρέμεις….τρέμω…τρέμουμε απ’ τον πόθο
δειλά, όπως γέρνουν τα καλάμια όταν φυσάει
πάνω απ’ τη λίμνη∙ τα ματόκλαδά σου νιώθω
στο πρόσωπό μου, σαν μετάξι που μεθάει.
Σκίζω τα χείλη σου…η γλώσσα μου άγριο χέλι
μες απ’ τα δόντια σου, ρουφάει την ψυχή σου
-πάνω απ’ το κάστρο το φεγγάρι ανατέλλει-
σκάβω τα σπλάχνα σου και λες: “είμαι δική σου…
Κράτα με…σφίξε με…' βογκάς κι εγώ σπαράζω
πονάς…συστρέφεσαι…τα νύχια σου στην πλάτη
μου μπήγεις -ξέσπασε ο αφρός- αίματα στάζω…
Σπέρμα φωτιά, που καίει τα φύκια, σπάει τ’ αλάτι!
Γέρνεις στο στήθος μου μετά λαχανιασμένη
κλαις τρυφερά και ψιθυρίζεις τ΄όνομά μου
σαν μια θηλιά απ’ το λαιμό μου κρεμασμένη
το στόμα ανοίγεις για να πιεις το φίλημά μου.
Και πίνεις…πίνεις τα φιλιά…τα δάκρυα πίνεις
“κράτα με…σφίξε με…' μου λες ξανά. Αχ, μίλα…
Μέσα σου μπαίνω…κι όλη νύχτα ανάβεις…σβήνεις
γιομάτη γλύκα…φως….σκοτάδι…ανατριχίλα!
Κι εκεί, στην τέλεια ηδονή, στον οργασμό σου
“πεθαίνω…χάνομαι…' μου λες “κι εσύ μαζί μου…'
Μαζί σου, αγάπη μου…(Βυθίζω στο λαιμό σου
μια το μαχαίρι κι άλλη μια μες το κορμί μου!)
Τ’ άλλο πρωί, κάτι ψαράδες θα μας βρούνε
αγκαλιασμένους, να φιλιόμαστε στο στόμα…
“Είναι νεκροί εδώ και ώρα…' έτσι θα πούνε
αντί να πουν πως…αγαπιόμαστε ακόμα!
……………………………………………………………
Πάντα της πράξης προηγείται η φαντασία!
Τα σαλεμένα φρένα, μου είπαν να σε πάρω
Μαζί μου απόψε -ερημιά, νύχτα- στο φάρο
Να, πού με έφερε η εσχάτη απελπισία!