Τα δέντρα είναι τ' αναλόγια που τα πουλιά ακουμπάνε τα φλύαρα
αναγνώσματά τους
οι δρόμοι προς την ηδονή τη νύχτα χάνονται στο άπειρο - ως ας
μην ξαναγυρίζαμε -
αλλά το πρωί βγάζω το καπέλο μου στην καθημερινότητα που
ξαναγράφει απ' την αρχή την Ιλιάδα".
Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου εκδίδονται μετά τον θάνατο του Ποιητή το
1990.
Στα πρώτα του χρόνια, ο Λειβαδίτης, μέσα από την ποίησή του,
αναφερόταν στις συνθήκες των στρατοπέδων, στην εξορία του, στις λύσεις
που μπορούν να δωθούν για τα ανθρώπινα-κοινωνικά ζητήματα.
Με τα Χειρόγραφα του Φθνιποπώρου
ολοκληρώνει την αλλαγή της ποιητικής του κατεύθυνσης, στρέφεται στα
υπαρξιακά ζητήματα (αν και έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα να το πράττει),
στις στοχαστικές ερωτήσεις, στο όνειρο που είναι η μόνη διέξοδος, ενώ
ταυτόχρονα κυριαρχεί η λύπη, η ανάμνηση της ευτυχίας κάποιου περαστικού
έρωτα, η ματαιότητα για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο θάνατος.
Η φθορά
συνταξιδιώτης του χρόνου.
Επιλογή ποιημάτων του Τάσου Λειβαδίτη, απο τη συλλογή'' τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου''
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Ένιωθα ξένος σ’ αυτήν την πόλη παρ’ όλο
που η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων.
Γι’ αυτό
όταν η Ελένη γδυνόταν κι έβγαζε τις φουρκέτες απ’ τα μαλλιά της, τα μαλλιά της
έπεφταν ασυγκράτητα και σκέπαζαν όλα τα αινίγματα.
Με κόπο έβρισκα ύστερα το
δρόμο της επιστροφής.
Και πάντα στο δρόμο ο τυφλός με το φλάουτο: έπαιζε μια
σιγανή μουσική που έκανε τα πουλιά να κατεβαίνουν και να τσιμπολογούνε τα μικρά
στίγματα που αφήνουν οι αιώνες πάνω στα μάρμαρα.
ΔΑΚΡΥΑ
Δρόμοι προς τις μεγάλες ηδονές που βγαίνουν έξω απ’ το χρόνο περιπέτειες των αδέξιων ερωτικών χεριών, μες στο σκοτάδι, η αιωνιότητα ενός αγγίγματος ‒
τελικά οι ιστορίες μας έμειναν μισοτελειωμένες σαν μια παιδικότητα.
Κάποτε θα κλάψω τόσο πολύ που θα εξευμενίσω όλα τα ρόδα.
Τάσος Λειβαδίτης ''Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''
Σ’ εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις νύχτες εξεγέρσεων
ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό.
Σ’ αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός.
Σ’ εκείνους που τους ξέχασαν,
στη γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει.
Στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε,
στις θάλασσες που δεν θα ταξιδέψουμε.
Στα μονοπάτια που περπατήσαμε ερωτευμένοι κι ίσως να μην ξαναγυρίσαμε από τότε.
Στη Μοίρα, στην ωραία νεότητα.
Στους διαβάτες (κι εγώ πού πήγαινα; κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ζήτησα; Μα τώρα είναι αργά - ώρα να φεύγω)
Στα αποδημητικά πουλιά.
Στις ατμομηχανές που κουράστηκαν κι έγειραν το πλευρό να κοιμηθούνε.
Στις καλαμποκιές όταν τις λούζει το φεγγάρι.
Στην αλληλογραφία ενός αγγέλου μ’ ένα παιδί.
Σ’ εκείνους που άργησαν,
σ’ αυτούς που δε θα ξανάρθουν.
Φθινόπωρο
...καθένας μας έχει μια μυστική περιουσία από ξεχασμένες ταπεινώσεις.
«Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
«Φθινοπωρινό σούρουπο».
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.
...κι είδα κάποιους να περιμένουν
στους σιδηροδρομικούς σταθμούς,
όχι για το ταξίδι,
αλλά για τ' όνειρο, ενώ οι στάλες
της βροχής γράφουν μια μεγάλη
επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει;
Τι γράφει;
Θ' απαντήσεις;....
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΥΩΔΙΑ -Από τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν
αριθμό τηλεφώνου
έστω για ν' ακούσεις μια φωνή,
ζητάς ένα όνομα, "λάθος" σου απαντάνε.
Όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε
και τα λόγια που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε...
Παιδί κρυβόμουν πίσω απ΄ τον κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα
- γι' αυτό σας λέω, μη ζητάμε περισσότερα.
Κι αργότερα, άντρας πια, καθόμουν πίσω απ' τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της πόλης.
Έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών
- τι θ' απομείνει λοιπόν,
τι θ' απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
Ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός θα τις σβήνει σιγά σιγά.
Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον.
Γιατί; Τι φταίει;
Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιον λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο αίνιγμα ίσως, ή μια τιμωρία;
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
- ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου...
Τα ωραία χρυσάνθεμα.
Εκείνη τη νύχτα ήμουν κρυμμένος πίσω από την ντουλάπα,
αλλά γιατί να προβαίνω σε αποκαλύψεις, οι καιροί ήταν δύσκολοι:
επαναστάσεις, διαψεύσεις
κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα που θυμάσαι ότι τα ξαναέζησες - σε
ποιό όνειρο τάχα ή σε ποιάν άλλη ζωή,
μικρές κάμαρες που περπάτησα πάνω κάτω όλη την απεραντοσύνη
άδειοι μοναχικοί δρόμοι όπου έζησα τις πιο ωραίες μου περιπέτειες
κι όταν κάποτε έρθει η ώρα ν’ απολογηθώ, θα ‘χω μάρτυρες όλους
τους περαστικούς που στάθηκα αμήχανος μπροστά τους
μην έχοντας τι να πω.
Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;
Ώρα του λυκόφωτος
Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου
κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική
αγνότητα -
ω παλιέ φίλε που έφυγες, ξέρω ότι θα σε συναντήσω σε κάποιο
όνειρο ή άξαφνα στο δρόμο όταν όλα θα' χουν χαθεί,
γυναίκες που αγαπήσαμε ενώ έξω απ' τα παράθυρα δυνάμωνε η
βροχή
κι ύστερα πιασμένοι απ' το χέρι περάσαμε τη γέφυρα, με τα μαλλιά
σας βρεγμένα να λαμπυρίζουν στο ηλιοβασίλεμα -
ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που δίναμε τη ζωή μας
μ' εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ' άρρωστα παιδιά που όταν
αναρρώσουν δεν τους χωράνε τα παιδικά τους ρούχα
και στο σχολειό τα κοροϊδεύουν - και γεμίζουν τα τετράδια τους με
ποιήματα
για να μη χαθούν.
Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο.
Ω, λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.
Εκμυστήρευσεις # Τάσος Λειβαδίτης
Μια νύχτα καθώς κοιταζόμουν στον καθρέφτη τρόμαξα, "κι αν δω μέσα τον άλλον;" σκέφτηκα, γιατί είναι αλήθεια πως υπήρχε μια συγκεχυμένη ιστορία γύρω απ' το άτομό μου, λέγαν πολλά, τι να πρωτοπιστέψεις;
Και συχνά ισχυρίζονταν ότι παραμιλάω ενώ απλώς κουβέντιαζα μ' αυτόν που κρύβεται μες στις σκιές.
Τέλος τα χρόνια πέρασαν, εγώ χάθηκα σε δύσκολους δρόμους, κοιμήθηκα σε βρώμικα δωμάτια και το πρωί άπλωσα τα σεντόνια στο παράθυρο σε μια παράδοση άνευ όρων.
Και θυμάμαι παιδί που εκμυστηρευόμουν τα βράδια στη μητέρα πως στο σχολειό, στο ίδιο θρανίο, καθόμουν μ' έναν άγγελο.
Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο.
Τάσος Λειβαδίτης, "Ποίηση - Τόμος Τρίτος - Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"
Παλιό
τραγούδι στο δρόμο (από τα ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Τα κάγκελα του κήπου υγρά
απ’ τη βροχή σαν τους φτωχούς που τους αφήνουν απ’ έξω
αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο
κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα –
σαν ήμασταν παιδιά
κρυβόμασταν κάτω απ’ τη σκάλα κι όταν βγαίναμε είχαμε αφήσει εκεί ένα βασιλικό
πεπρωμένο
η σιωπή κάνει τον κόσμο
πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
και αργότερα νέοι
αγκαλιάσαμε το πρώτο δένδρο και του διηγηθήκαμε τα περασμένα
άχαρες μέρες που φύγατε κι
όμως αφήσατε μιαν ανάμνηση συγκινητική
κι εγώ που υπήρξα τρελός
για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να προχωρούν οι λεπτοδείκτες στα ρολόγια.
Ώσπου μια νύχτα ένας
διαβάτης περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το
τραγούδι αυτό; Δε θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία όσων
ονειρεύτηκες τρέμει μες στο τραγούδι.
Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σα μαγεμένος.
Κι
άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου το τραγούδι σβήνει.
Όλα χάνονται. Ησυχία.
Και τώρα τι θα κάνεις;
Το
πουλί με τις αλήθειες (από τα ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1990)
Η λήθη σκέπασε το
παρελθόν, το άγνωστο πολιορκεί το σπίτι
φαντάσματα πραγμάτων που
αγαπήσαμε και χάθηκαν
και τώρα μόνον οι αράχνες
γνωρίζουν τη συνέχεια – αλλά η νοσταλγία για το άγνωστο μας έχει κερδίσει από
παιδιά κι η μοναξιά
μας είχε υποσχεθεί τις
μακρινές αποστάσεις.
Ω το παιδί που
υπήρξαμε μ’ εκείνο το τεράστιο λαιμοδέτη
για μια τόσο σύντομη
παιδικότητα.
Κι η Μαρία που το βραδινό αεράκι παράσερνε τις κορδέλες του
καπέλου της
σε άλλους αστερισμούς –
ποτέ δεν τη φτάσαμε.
Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και την αθανασία σε μερικά
κονιάκ.
Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντικρινό δένδρο και
κάτι σφύριξε. Ω! αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το νόημα
του κόσμου.
ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ
Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς,
επιστολές που δε στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ’ το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα.
«ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ»
Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.
Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί.
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα.
Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι
εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες
στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Ετσι συνήθως έρχεται
το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη
περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.
Το όνειρο
Τελικά τους έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω εγώ την πραγματικό-
τητα, τους λέω-εγώ έχω τ΄»όνειρο»
ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λε-
πτομέρειες.
Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετι-
σμός.
Τ Α Σ Ο Σ Λ Ε Ι Β Α Δ Ι Τ Η Σ
Τ Α Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Α Τ Ο Υ Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο Υ
Γ
Τι έχει σημασία για μένα; αναρωτιόμουν
συχνά. Δεν ήξερα. Όμως ήξερα ότι απ’ τη στιγμή
που θα το μάθαινα, δε θα ’χε πια καμιά σημασία.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος
των δρόμων ‒
όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις.
ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ
Φυσικά προσπαθούσε να κρύψει το σακατεμένο χέρι του
έτσι κρατούσε πάντα μια σημαία.
ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ Β
Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα.
Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σα ν’ ακούω τη Διεθνή.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ένα τραγούδι κοιμάται πάνω στην άρπα ώσπου να το ξυπνήσει
ένας πόνος ξένος
κι ω ταξιδιώτη, που γυρίζοντας απ’ τον Ωκεανό, θα ναυαγήσεις
ανάμεσα στα ρόδα ενός κήπου.
ΜΙΚΡΗ ΙΛΙΑΔΑ
Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ' όνειρο.
Και το πρωί «καλημέρα» λες, «καλημέρα» σού λένε.
Κι η σφαγή συνεχίζεται.
ΡΟΔΟΔΑΦΝΕΣ
Βραδιάζει. Μια ρομβία ακούγεται να παίζει πίσω απ’ τα δέντρα.
Δυο ζητιάνοι στέκονται έξω απ’ την πόρτα του δειλινού.
Κοιτάω τις ροδοδάφνες και κλαίω...
ΓΑΜΗΛΙΟ ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού
η Μεγάλη Άρκτος περπατούσε αθόρυβα αφήνοντας ασημένια ίχνη στο δρόμο.
Τα βράδια είναι συνήθως λυπημένα σαν ένα ταξίδι που τελείωσε.
Οι δόξες δεν έχουν καμιά σημασία κάτω απ’ τις μηλιές.
ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ ΗΣΥΧΙΑ!
Όπως όλοι γνώρισα κι εγώ πολλούς ανθρώπους ‒μόνο την ωραία
Ερριέτα δεν πρόλαβα
μόλις την είχαν ξεχάσει‒ από τότε βιάζομαι, θέλω να μάθω, τι;
δεν ξέρω.
Όμως τις νύχτες φοβάμαι και περπατάω στις μύτες των ποδιών
να μην ξυπνήσουν τα παλιά ρολόγια.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ο κόσμος ερήμωσε, σε ποιον ν’ απευθυνθείς; Όλοι πού θα μπορούσαμε
να ’χουμε μια μικρή αλληλογραφία μαζί τους πέθαναν.
Και πρώτοι εμείς.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και
πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ό κόσμος.
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΩΝ 12
Καμιά φορά το σφύριγμα ενός τραίνου μες στη νύχτα έχει κάτι
απ’ την αιώνια αναχώρηση ‒
ω μη μιλάτε‒ ίσως να μην ξημερώσει πια.
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ
Συλλογιέμαι τα τραίνα πού τρέχουν προς το τίποτα
τη θάλασσα που αιώνια επιστρέφει...
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
ΜΑΤΑΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Κάθομαι μερικές φορές και σκέφτομαι: να μπορούσα, λέει, να ξαναγυρίσω
στο παρελθόν
να τακτοποιήσω μερικά πράγματα, ν’ αποτελειώσω κάποια άλλα.
Όμως τί σημασία θα ’χε;
Είμαι κουρασμένος άπό τόσους χωρισμούς, τόσα πρωινά, τόσα απογεύματα.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ
Συχνά γύρω σου υπάρχει κάτι τόσο ωραίο κι ακαθόριστο που βγάζεις το σακάκι σου και το πετάς απ’ τη γέφυρα ή κρεμάς το καπέλο σου στο φανοστάτη σαν την πιο ειλικρινή χειρονομία του αιώνα.
Μα μόνο όταν σε ταπεινώνουν ακοής το στεναγμό του Θεού.
ΤΟ ΠΛΟΙΟ
Μια γυναίκα σταμάτησε στην προβλήτα. Φοράει μαύρα. Είναι
αβάσταχτα όμορφη. Το δειλινό βιολετί.
Ω που έζησα με την αλλόκοτη αίσθηση: ότι ξέχασα όλες τις αποσκευές μου
σ’ ένα πλοίο
που ήδη σφύριξε και αναχωρεί...
Ιανουάριος
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει;
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε
τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.
Απρίλιος
Οι μέρες τρελαίνουν τα πουλιά, οι νύχτες αναποδογυρίζουν τα κορίτσια
ώσπου ανεβαίνει ή σελήνη κατακόκκινη σαν την ανάμνηση μιας ηλικίας
πού δε θα ξανάρθει.
Ιούλιος
Τα βράδια έρχονται συνήθως σα μια ευτυχία ή σαν ένα ποτάμι δάκρυα
κι οι εραστές, υστέρα απ’ το μεγαλείο μιας ώρας που έζησαν κάτω απ’ τα δέντρα,
επιστρέφουν, σχεδόν τυφλοί, στην πόλη.
Σεπτέμβριος
Ένα παιδί προχωράει στο δρόμο, στους ώμους του, γεμάτη μικρά
ανεκπλήρωτα, βαραίνει η σχολική του τσάντα.
Κάθομαι πίσω απ’ το τζάμι και κοιτάω τη βροχή να παρασέρνει
τους έρωτες του καλοκαιριού.
ΕΝΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
«Δεν μπορώ να κρεμαστώ, έλεγε με παράπονο ‒η μεγάλη πυρκαγιά του δειλινού
μου καίει το σκοινί.»
ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ
Πόσοι δε χάθηκαν στην έρημο ή μες στο συνωστισμό, στη θάλασσα
ή σε κάποια άκρη της γης
κι άλλοι που χάθηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και δεν τους
αναζήτησε κανείς.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος δε
βρήκε τίποτα να τούς πάρει.
Κι όπως και χτες βγήκε κι απόψε ανυποψίαστο το φεγγάρι.
ΠΟΙΗΤΕΣ
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
Ο ΚΗΠΟΣ
«Έζησα θλιμμένα γιατί ο άκαρδος πατέρας μου δεν είχε ούτε στοργή, ούτε όνειρα», μου έλεγε η μακρινή θεία του κήπου. Κι αυτή θα ήταν όλη η ιστορία της αν ένα ανθισμένο κλαδί δεν άγγιζε τα γκρίζα μαλλιά της.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Στον πικρό γυρισμό μου (από πού άραγε;) συχνά καθόμουν σ’ ένα καφενείο, απ’ αυτά των ταπεινών θλίψεων με τα μακρόσυρτα δειλινά στα τζάμια.
Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν ποτέ τον δρόμο.
ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
Ο ποιητής μοιάζει συνήθως με κάποιον που τον κυνηγούν ανελέητα στο δρόμο, εκείνος όμως προφταίνει να μπει εγκαίρως στο σπίτι του, κι εκεί, λαχανιασμένος, αλλά απερίσπαστος αρχίζει να τινάζει τα παλιά προγονικά χαλιά.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς
δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε
κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη
βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα
μας έχουν ξεχάσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κι όπως είμαι πάντα άτυχος, κάθε φορά που αποφάσιζα ν’ αλλάξω ζωή κάποια καθυστέρηση, μια αναβολή, ένα όνειρο ‒πέρασαν τα χρόνια, Ύστερα δε θυμάμαι τίποτα. Κι η λάμπα είχε σβήσει μια αιωνιότητα πριν.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ
«Θα ξανάρθουμε;» ρώτησα. Ο άλλος κάτι είπε, αλλά δεν έφτασε
ως έμενα ‒όμως ένιωσα μέσα μου κάτι αλλόκοτο και γλυκό.
Φυσούσε λίγο. Βράδυ.
Κι ίσως ολόκληρη η ποίηση να είναι αυτή η απάντηση που δεν
ακούστηκε και τη συμπλήρωνε ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή
ερημιά του φεγγαριού.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ένα πουλί κάθισε πάνω στα κάγκελα του κήπου, κάτι είπε στην κοπέλα της βεράντας, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Βούιζε ο κόσμος από τα τζιτζίκια.
Και τότε σκέφτηκα πως αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος.
ΥΜΕΝΑΙΟΣ
Άνθρωποι πού περιφέρονται ολομόναχοι μες στη λήθη και μόνο προς
το βράδυ πηγαίνουν στο ταχυδρομείο της Μεγάλης Άρκτου.
Κανείς δεν ξέρει με ποιον αλληλογραφούν. Όμως σε λίγο βγαίνει
η σελήνη κι ένα ρόδο φέγγει σα μια μικρή μνηστή.
Κάθε νύχτα είναι ένα γαμήλιο ταξίδι.
ΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Στο δρόμο συναντάμε γέρους τους λιποτάκτες των παλιών πολέμων,
εν’ ανοιξιάτικο καπέλο στον καναπέ απ’ αυτά που φορούν τα νεαρά κορίτσια.
Καθένας έχει ένα μεγάλο μυστικό και θα φύγουμε χωρίς να το μάθει
ούτε αυτός, ούτε άλλος κανένας.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Μεγάλα ηλιοβασιλέματα του άφησαν τόση λάμψη στα μάτια, που η γλώσσα τού είναι άχρηστη.
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα τώρα κλαίνε
κι οι άλλοι που πόθησαν το θάνατο φοβούνται
κι εκείνοι που μερίμνησαν δεν έχουν
αλλά αυτοί που ταπεινώθηκαν γνωρίζουν
κι εκείνοι που κρατήθηκαν μακριά θα ξεκινήσουν
σαν τις ωραίες εποχές να ξαναρθούνε.
ΜΑΘΗΤΕΙΑ
Αλλά όταν τέλος μας διώξουν πού θα πάμε; Και θα μας αναγνωρίσει
κανείς στο δρόμο;
Τα βράδια έχουμε ανάγκη από μια φιλική λέξη ή λίγη λήθη.
Τα’ άστρα ήταν το πρώτο μας αναγνωστικό.
ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Οι νεκροί τέλειωσαν με τις προσδοκίες ή τα όνειρα
οι σιωπές των εραστών μεγάλες σαν αιωνιότητες
το θαύμα είναι η παιδική ηλικία της δικαιοσύνης
κι ή ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα
για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως
αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα ν’ αντέξω το βάρος σου.
Θεέ μου, μ’ αυτή την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.
Πώς να σε σώσω...
ΠΟΡΕΙΑ
Κάποτε μια νύχτα κρατούσα ένα κλεφτοφάναρο: ξενυχτούσαμε έναν
ετοιμοθάνατο σύντροφο που τα ασυνάρτητα λόγια του μας θύμιζαν
όλα τα τρελά όνειρα μιας εποχής.
Όταν ξημέρωσε τον θάψαμε βιαστικά και συνεχίσαμε την πορεία μας
προς το Αρχαγγέσκ ή τις Συρακούσες. Δεν καλοθυμάμαι.
ΔΑΚΡΥΑ
Δρόμοι προς τις μεγάλες ηδονές που βγαίνουν έξω απ’ το χρόνο
περιπέτειες των αδέξιων ερωτικών χεριών, μες στο σκοτάδι,
η αιωνιότητα ενός αγγίγματος ‒
τελικά οι ιστορίες μας έμειναν μισοτελειωμένες σαν μια παιδικότητα.
Κάποτε θα κλάψω τόσο πολύ που θα εξευμενίσω όλα τα ρόδα.
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν
κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.
Ω, ΘΛΙΨΗ…
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν ο ίδιος εγώ νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω, θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ TOΥ ΠΟΙΗΤΗ
Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου ‒ δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.