Σελίδες

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Η Βάρκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου


“Λίγη αφέλεια” «Τα αρνητικά της σιωπής», Γιάννης Ρίτσος
Ήσυχες μέρες με πολλά δέντρα. Σου πάει αυτό το αεράκι γύρω στα χείλη σου. Σου πάει αυτό το λουλούδι που κοιτάζεις. Ώστε δεν είναι ψέμα η θάλασσα, το λιόγερμα κι η βάρκα αυτή που πλέει στον δειλινό ροδώνα έχοντας για μοναδικό της επιβάτη ένα κορίτσι και μια λυπημένη κιθάρα. Άσε με να τραβήξω εγώ τα κουπιά σα να τραβώ δυό ξεχασμένες πορφυρές ακτίνες.   

Λύτρας Νίκος (1883 - 1927)
Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνος), π. 1925

-Γιάννης Ρίτσος, «Η μαύρη βάρκα»
Ο γέρος κάθεται στο κατώφλι. Νύχτα. Μονάχος.
Κρατάει στο χέρι του ένα μήλο. Οι άλλοι
αφήσανε τη ζωή τους στην αρμοδιότητα των άστρων,
Τί να τούς πεις; Η νύχτα είναι νύχτα.
Κι ούτε που ξέρουμε τι ακολουθεί. Το φεγγάρι
κάνει πως διασκεδάζει κάπως
σπιθίζοντας ατέλειωτα στη θάλασσα. Ωστόσο
μέσα σ’ αυτή τη λαμπρότητα διακρίνεται ευκρινέστερα
η μαύρη δίκουπη βάρκα με τον σκοτεινό βαρκάρη που μακραίνει.
Αθήνα, 4.V.88


Γεραλής Λουκάς-Βάρκα στην αμμουδιά

Ρωμιοσύνη – Γ. Ρίτσος
    «Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα.
    Πούναι ἡ βάρκα;
    Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα.
    Πούναι ὁ ζευγολάτης;
    Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι»

harald slott moller ,paintings

[Το Τερατώδες Αριστούργημα] του Γιάννη Ρίτσου(απόσπασμα)

Γέλασα πολύ δυνατά για να μπορέσω επιτέλους να πω κ’ εγώ
τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους
το γαμήσι γαμήσι
το γκάστρωμα γκάστρωμα
το κόκκινο πουκάμισο
και μια βάρκα με τρία γυμνά κοριτσόπουλα
και το βαρκάρη στη θάλασσα μ’ ένα κουπί στα δόντια του
και μια όρθια κιθάρα μες στο φανάρι


Βάρκα Στα Κύθηρα by Constantinos Kesinis

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXII
Γερμένοι
στην ανθισμένη βάρκα

βρέχουμε τα δάχτυλα
στην ανήσυχη θάλασσα
νιώθοντας ως τα βάθη μας
το ρίγος της αιώνιας διάρκειας.

Το φως αναθρώσκει
απ' τους χρυσούς κυματισμούς
του σκοτεινού πελάγους.

Ο δρόμος του χάους
φωσφορίζει ανοιχτός
κι η βάρκα χαράζει
τον ανεπίστρεπτο αφρό.

Σε λίγο θαρθή
Η λυπημένη βροχή
Να ξεπλύνη τα λυρικά ονόματα
Και τα παιδικά σχέδια
Και τις θαλασσινές ανταύγειες
Από τις βάρκες του καλοκαιριού…


Ζωγράφος, Νίκος Κριδέρας

Γιάννης Ρίτσος, Νύξεις (απόσπασμα
                           *
Βαθειά νηνεμία. Μια βάρκα σκιώδης
κάτω ακριβώς από κείνο το αστέρι –
γι' αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δεν ήρθαν.


Ζωγράφος, Νίκος Κριδέρας

"Το ποίημα-Ποζιτάνο" (Γ. Ρίτσος)

Ώχρα, κεραμίδι, λευκό, μέσα στο άφθονο πράσινο των φυλλωμάτων,
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
  Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα, -
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι -
κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
  Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.

17. ΙΧ. 78

Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ, «Ούτε η μυθολογία» [1968]

Έτσι τελειώνει η μέρα, με περίλαμπρα χρώματα, τόσο όμορφα, δίχως
να συμβεί τίποτα για μας. Οι φρουροί ξεχασμένοι στα φυλάκια.
Μια βάρκα πλέει στα ρηχά, σ’ ένα χρυσό και ρόδινο, ξένο·
τα δίχτυα μες στο βούρκο να ψαρεύουν μαύρα ψάρια παχιά και γλοιώδη
αντανακλώντας τις λάμψεις του λυκόφωτος. Κι ύστερα, που άναψαν οι λάμπες
μπήκαμε μέσα κι ανατρέξαμε και πάλι στη Μυθολογία, αναζητώντας
κάποια βαθύτερη συσχέτιση, μια μακρινή, γενική αλληγορία
να πραΰνει τη στενότητα του ατομικού κενού. Δε βρήκαμε τίποτα.
Φτωχά μάς φάνηκαν και τα κουκιά του ροδιού κι η Περσεφόνη
μπροστά στη νύχτα που κατέβαινε βαριά και στην απόλυτη απουσία.
Λέρος, 31.III.68
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα)
«Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου τα μάτια της.
Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το νησιώτικό χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε θα χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.»

"Fishing boats at Chalkidi, Greece," by Vivi Karakatsani,

Γιάννης Ρίτσος Εμβατήριο του Ωκεανού (απόσπασμα)

Οι γέροι ναυτικοί
που δεν έχουν πια καΐκια
που δεν έχουν πια δίχτυα
κάθονται στο βράχο
και καπνίζουν στην πίπα τους
ταξίδια σκιά και μετάνοια.
 
Όμως εμείς δεν ξέρουμε τίποτα
απ’ τη στάχτη στη γεύση του ταξιδιού.
Ξέρουμε το ταξίδι
και το γλαυκό ημικύκλιο του ορίζοντα
πού ’ναι σαν τ’ άγριο φρύδι
θαλασσινού θεού.
 
Πηδάμε στις βάρκες
λύνουμε τα σκοινιά
και τραγουδάμε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο
πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι.
Αρχείο:Yiannis-ritsos-signature.svg - Βικιπαίδεια