Σελίδες

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

'Eρημα κορμιά χωρίς φεγγάρια


'Eρημα κορμιά
Χωρίς φεγγάρια

'Ερημος δίχως θάλασσα
Θάλασσα της Αγάπης
Θρήνος στο φόντο
Σε ανύπαρκτο
Ερωτικό τοπίο
 Εντός μου η παρουσία σου
Χωρίς αρχή και τέλος
Στο άχρονο τώρα
Το πάντα το άπιαστο
Στο ελάχιστο να δίνεσαι
Ν΄ ανοίγεις φτερούγιες
Και να με σώζεις
Στο σώμα σου επάνω
Ετσι που ετερόφωτα λάμποντας
Απο τη μοναξιά μου βγαίνω
Και μέσα σου
Τη μήτρα μου βρίσκω.



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Σεπτέμβρης ! Καλό μήνα!



Ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου, έχει κάνει ήδη την είσοδό του στον ημερολογιακό κύκλο στην αλλαγή της  φύσης. Κι εσύ μάταια προσπαθείς να πιαστείς απο τ' απομεινάρια του Καλοκαιριού, θέλοντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν άλλαξε.
Κι όμως το ξέρεις,
η φύση διοικείται από νόμους και κανόνες που ισχύουν με νομοτελειακή κανονικότητα. 
Είναι κι ο Σεπτέμβρης που παίζει μαζί σου, με τις ηλιόλουστες μέρες του, τις υγρές  νύχτες-όχι απο την υγρασία των υψηλών θερμοκρασιών του Καλοκαιριου-αλλά απο κείνες τις πρώτες σταγόνες της βροχής, τις θεροκτόνες κατά τον ποιητή μας Οδ, Ελύτη ''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Ο Φλωμπέρ αναφέρει ''Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις.''
Σε λίγο θα νυχτώνει απο νωρίς.
Το Φθινόπωρο θα στριμώξει τις αναμνήσεις μας απο άλλο ένα καλοκαίρι που έφυγε.
Καιρός ν' αναζητήσουμε το χέρι που θα πορευτούμε αντάμα σ' αυτή την αργόσυρτη μελαγχολία του  Σεπτέμβρη...

Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο  μου Φθινόπωρο''. (Μαρία Λαμπράκη)
Του Σεπτέμβρη τα φεγγάρια, είναι μελαγχολικά.....

 Κική Δημουλά: «Οι αποδημητικές καλημέρες» -Απόσπασμα
 Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.

Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


BERTOLT BRECHT= Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ Α.
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.
2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.
3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι... τότε... που το ξέρω... το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελλιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα. Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής. 



ΖΩΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ
Ο Σεπτέμβρης μειώνει επικίνδυνα την απόσταση.
Παρακμάζουν οι τελευταίες προσδοκίες
στην αυλόπορτα του φάρου,
κογχύλια και φύκια σκορπισμένα στα βράχια,
αστραπές στο πηχτό μελάνι
αυτό που με περικυκλώνει από παντού.
Ένα ξένο χέρι προσπαθεί να με κρατήσει,
κάποιος ορκίζεται σε καινούριες εικόνες,
μα δεν υπάρχει αφετηρία…
Ένα δάκρυ μόνο γνωρίζω,
εσένα μόνο αγαπώ!
Ατάλαντη και αδιάφορη στο άγγιγμα
όπως κάθε φορά.
Από ποιον αλήθεια κίνδυνο
νομίζεις πως ξεφεύγω,
χαράζοντας από αμηχανία
τυχαία ονόματα και γράμματα,
κάθε φορά που νυχτώνει φθινόπωρο.

Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης
 Κέρκυρα, φθινόπωρο  2015

«Σεπτέμβριος», Κική Δημουλά
Σεπτέμβρης ναι Σεπτέμβρης είν’ αυτός
ο κόμπος στο λαιμό η κολλώδης μνήμη που
εμποδίζει την κατάποση στερεών απόντων
η ατονία οι κομάρες που αδειάζουνε το σώμα
σε μια φυγή γεμάτη τρύπες
οι καούρες νηστικών ονείρων στο στομάχι
οι άρρυθμες σβησμένες γροθίτσες του σφυγμού
– τι θαρρείς κάπως έτσι σταματούν
κάποτε τελειώνουνε τα αιμοφόρα αστεία.
Ρηχά τα καφενεία στον πεζόδρομο.
Λάδι η ησυχία.
Ασφαλής πικρός ο καφές μου
μακράν της φορτικής ζάχαρης
– μια συνήθεια είναι τ’ απαραίτητα την κόβεις.
Ήχος κερμάτων σε τενεκεδάκι οργανοπαίκτη.
Ο ελεήμων Σεπτέμβρης που ρίχνει φύλλα.
Σεπτέμβρης ναι. Ο τιποτένιος άθλιος μήνας
ο μισητός τσιγκούνης – σου δόθηκε
μονάχα ο μισός και τ’ άλλο ήμισύ του το καλύτερο
δολίως πιο μεγάλο απ’ το δικό σου
οι ζωντανοί τ’ αρπάξαν.
Ναι. Αλλά ήταν σήμερα αγνώριστος.
Ένας άγνωστος αθώος.
Άυλος κι όμως φλύαρα φιλάρεσκος καθώς
τον λίγωνε μια ζέστη σε πιο σωματικόν
– την είχε βιάσει στο άδειο
ξενοικιασμένο τέλος του Αυγούστου.
Ήτανε τόσο φορτική σαν αμαρτία η θαμπάδα του
τόσο πείσμων η πανάκριβη
κάπου μακριά φιλόβροχη κολόνια που φορούσε
τόσο ξεροκέφαλα εγκόσμιο τ’ όνομά του
ώστε μου άρεσε να σ’ έχω προς στιγμήν
ολότελα ξεχάσει.
Καλή του ώρα ένα γυφτάκι πούλαγε κάτι
ένοχα βήτα διαλογής χαρτομάντιλα μούσκεμα
στα μάτια μου.
(Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί», εκδ. Ίκαρος, 1998)

ΜΠΟΡΑ- Γιάννης Βαρβέρης
Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου.
Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.
Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.
(Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος ΛΟΥΤΡΑΚΙ, περ. Νέα Εστία, Οκτώβριος 2010, αρ. 1837)

Σεμπτέβριο την λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε
και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς...

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.


Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
με τις σταλαγματιές  του 'Ηλιου
στα  πυρωμένα αλώνια του μεσημεριού
και με την όψη στραμμένη  στο πέλαγος
ήταν που ο αγέρας
 χαράζοντας ίχνη πάνω στην βρεγμένη άμμο
αποτύπωσε τα βήματά σου για να σε βρω.
Εκεί που τα αλμυρίκια στο ξέβρασμα της θάλασσας
άφηναν  το τελευταίο μουρμουρητό του φλοίσβου
και οι αλατόπετρες  έκαιγαν το πάθος  του 'Ερωτα
στη λάβα του μεσημεριού.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
πάνω στο βράχο της υπομονής

ταξιδεύοντας όνειρα
σε ένα κάτασπρο φτερό του γλάρου

ήταν  που  τα μάτια σου
χάραξαν  πορεία  στο ακυβέρνητο

πλοίο της ζωή μου.
Τη νύχτα που ξέμπαρκοι
αναζητούσαμε τη πυξίδα

της καρδιάς  ''μακριά  του κόσμου τούτου
και του παντοτινού''.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Ηταν γιατί κανείς δε θέλησα να μάθει
απο τι  αίμα γίνεται  το κόκκινο του δειλινού
την ώρα που ο ήλιος χάνεται  πίσω απο τα βουνά
κι η θάλασσα σβήνει τη δίψα του φιλιού σου
στην υγρή της αγκαλιά .
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.
 Μαρία Λαμπράκη

Η έκφραση ''έφερα τη ζωή μου ως εδώ'' είναι δάνειο απο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Η θάλασσα '' μέσα μου''

             Δίπλα στη θάλασσα...
Αμήχανη να κοιτάζω τα φώτα της νύχτας
Καθώς καθρεφτιζόταν στα νερά της
Xιλιάδες σπαρμένα μάτια παντού...
Ο κόσμος ξημερώνει...
Πέρα απο τις γραμμές των οριζόντων
Φεγγοβολούσε το πρώτο φως της Αυγής
Θεέ μου (είπα)
Τόση ομορφιά πως να χωρέσει μέσα μου;

    Τα χέρια όπως πάντα τους αβέβαια
Το χάδι μετέωρο στους κραδασμούς των κυμάτων
Οι λέξεις κρύβονται πίσω απο τον μπερντέ του καπνού
Ενα τσιγάρο σιγοκαίει στο τασάκι
Για όλα είπαμε ή σχεδόν για όλα...
Κανείς, όμως, δεν τόλμησε να πει μια λέξη
Σ' αυτή την πόλη των εκατομμυρίων μόνων...


                               Σε λίγο ξημερώνει...
Αντίο
Χάρηκα
Μια βιαστική αγκαλιά...
Κανείς δεν είπε
Κανείς δεν τόλμησε
Κι έμεινε το φιλί αταξίδευτο
Στην άκρη των χειλιών μας
Να κόβει σαν γυαλί
Και τώρα;
Κάθε φορά που μιλώ για σένα
Ματώνουν οι λέξεις.

(Μαρία Λαμπράκη)
Τα μάτια σου κι η θάλασσα
απέραντό μου γίνε
Έρωτας είναι
το κύμα που λαχτάρισε
ν' ακούσει αυτό το μείνε
Απόψε....

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

''ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ''
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της.
Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι  ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
  Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
 Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεσά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.


 Η μητέρα μου Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του.

Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.
Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
ΠΗΓΗ

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Η Ποίηση του Μάη!

«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»
painter, Emile Vernon
Το τριαντάφυλλο του Μάη (Δημοτική ποίηση)

Το τριαντάφυλλο, ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια μαντζουράνα, κείνα μαλώνουν μοναχά, κείνα τα τρίατ’ άνθια το ποιο είναι τ’ ομορφότερο  το ποιο μυρίζει κάλλιο.  Πετάχτη το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, τους είπε νασωπάσουνε, τους λέει να μημαλώνουν:– Σωπάτε βρωμολούλουδα και βρωμοχορταράκια, τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, π’ ούλοντον χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, το Μάη μήνα φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω, στολίζω και τις όμορφες κιούλες τις μαυρομάτες, κιούλες με πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.
Νάνι νάνι-Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (απόσπασμα)

Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.

Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.

  Η ΝΕΦΕΛΗ-Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν είναι η Νεφέλη που σήμερα,
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.

Θλιμμένη μπαλάντα-Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

    [Μικρό ποίημα]

Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.

Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.


Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.

Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα

μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.


Ήμουνα πάντα ανήσυχος,

παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:

Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;

Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.

Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;


Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,

η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;

Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή

δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.

Θλίψη βαριά με σκιάζει!

Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
ΠΗΓΗ

ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.

Χῶμα ἑλληνικό-Γεώργιος Δροσύνης

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...


Emile Vernon (1872-1919)

Κεράσια-Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα)

Το Μάη έχ’ η άνοιξη,
τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια. Κεράσια, καλώς ήρθατε βαθιά βαθιά λουσμένα, σαν τιμημένες παρθενιές, μες στης ντροπής το χρώμα.

Τραγούδια και ποιήματα του Μάη
Διαβάστε περισσότερα
/ΕΔΩ    https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2015/04/blog-post.html

Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά να μπει του Μάη!
https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2014/05/blog-post.html

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων


 Και το ερώτημα παραμένει ίδιο-αναπάντητο ανά τους αιώνες
”Ιησούν ή Βαραβάν;”

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η Άνοιξη των Ποιητών


Art by catrin welz stein

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.

Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.

 Τάσος  Λειβαδίτης (Παραθέματα ποιητικού λόγου)
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.


Artist, Yuri YaroshΤάσος  Λειβαδίτης «Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…».

«Θα ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται
με τον ήλιο…
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ».
Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου", Γ
 Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου - δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.

Άνοιξη-Kώστας Καρυωτάκης
Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—
 κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· 
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
 και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,

σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.


Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!


Μιλτιάδη Μαλακάση, «Ανοιξιάτικη μπόρα»
Βαρειές, πλατειές οι στάλες
Πέφτουν οι μεγάλες
Της βροχής,
Κι αριές·

Κλάμα βουβό και πώς αχείς!
Πώς αντηχείς
Μες στις θλιμμένες τις καρδιές!
Αντάμα με σπασμένες δοξαριές·
Και της φτωχής
Απαντοχής
Οι απελπισιές!...
Διες
Ήλιος του Μαρτιού, μαζύ
Με το χαλάζι το σκληρό
Σαν τ᾿ άστρα.
Ώ έννοια! ζη
Μες στ᾿ άλλα,
Πώχ' η μπόρα.
Ζη κι η στάλα
Ακόμα το νερό,
Αφού,
Στάζ' έτσι τώρα
Μες στη φαρφου-
-ρένια
Γλάστρα...
Απόψ', αλλοί!
Απόψ' αλυ-
σοδέθηκε όλη μου η ζωή,

Μ' ό,τι θροεί, φυλλορροεί,
Σπάζει, σπαράζει,
Κι είναι του πόνου μου αδερφός,
Απόψ' ο ήλιος που κρυφός
Ασπρογαλιάζει,
και πνίγετ' έτσι δίχως φως,
Σαν τη χαμένη μου ψυχή,
Μέσα στο βρόχι σου, ω βροχή!
Και στο χαλάζι
Το μαράζι...
[πηγή: Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 368-369]

Αναγκαία εξήγηση από τη συλλογή ''Ασκήσεις'' του Γιάννη Ρίτσου.(απόσπασμα)
Είναι ορισμένοι στίχοι –κάποτε ολόκληρα ποιήματα–
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
                    Δύο παράλληλα φώτα
απ' το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ' το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από 'να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού.

Γιώργη Παυλόπουλο "Μαρτυρία για μιαν Άνοιξη":
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ'  τις μικρές του αγάπες.

Κοντά στους κήπους κάτω απ' τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος είμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ' τα πουλιά μ' ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.

Λιλή Ιακωβίδη αναπολεί, μιλώντας για την άνοιξη, τα νιάτα και τα πάθη:
Ω, πώς σε χάρηκα Άνοιξη
Με τα γαλάζια κλώνια,
Δεντρί πολυανθισμένο!
Κεντούσες φως ολόχρυσο
Κελαηδισμούς στα χρόνια
Κι εγώ να μην χορταίνω


"Artist -Heide E. Presse"
Ο Γιώργος Σαραντάρης έγραψε το ποίημα "Ο άνεμος και η άνοιξη", από το οποίο παραθέτω την τελευταία στροφή:
Η Άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέρουμε
Κι όλους μας φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Τώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Κι αναγκάζει κι εμάς να την αγαπήσουμε.

Sandro Botticelli, La Primavera
Νικηφόρος Βρεττάκος-Ανοιξη σ' Αγαπώ
Άνοιξη σ’ αγαπώ
Μοιάζεις με την ειρήνη.
Μοιάζεις με τις μητέρες
που θήλασαν τα βρέφη
στις εικόνες του Ραφαήλ.
Μοιάζεις με το χαμόγελο
μέσα στη μουσική.
Μου θυμίζεις το Θεό
που γράφει για την αγάπη
σε μεγάλα κατεβατά
σελίδων με αστέρια
στροφές ποταμών
και ποιήματα.



Τίς μέρες αὐτές- Νικηφόρος Βρεττάκος

    Τίς μέρες αὐτές
    γιορτάζει τό χῶμα σου.
    Στρατιές λουλουδιῶν
    ἀνεβαίνουν νά βγοῦν
    στό φῶς ἀπ’ τά βάθη σου.
    Κλωστούλα – κλωστούλα
    ὑφαίνεις τόν ἥλιο,
    σκεπάζεις τή γῆ
    μέ μπόλιες πολύχρωμες.
    Κόψε μου, Πλούμιτσα,
    ἕνα φουστάνι
    γιατί ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
    καί πρέπει στίς εἴκοσι
    ἕξι να βγάλω
    τό Ρόδο τό Ἀμάραντο
    σεργιάνι στό σύμπαν.

 [Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957]

 
Jan Brueghel the Younger and Hendrick van Balen,
springtime
Προσκλητήριο -Νικηφόρος Βρεττάκος
    ...
    Πάνω ἁπ’ τὸ δροσερὸ κι’ ἥσυχο κῦμα
    Ξαναγυρίζει ἡ ἄνοιξη! τ’ ἀγέρι
    Πηδᾶ ἀπ’ τῆς χαραυγῆς τὴ ρόδινη ἄχνα
    Σ' ὅλη τὴ Γῆ! Τὰ μέτωπα ἀναπνέουν
    Κι’ ἀνθίζουν τὰ χαμόγελα ποὺ πλέκουν

    Τὸ μέλλον τῆς ζωῆς! Ἀγαπηθῆτε…
    Γιατί, ἀδελφοί, νὰ κάνουμε τὶς νύχτες
    Στοχαστικές, τὶς μέρες νὰ βαραίνουν
    Ἀπ’ τὴ μελαγχολία τους, τραβηγμένες
    Στῶν θαλασσῶν τὶς ἄκρες; Τὶ στοιχίζει,
    Στ’ ἀϊδόνι τὸ τραγούδι κι’ ἡ εὐγένεια
    Στὴν πρωϊνὴ βροχή; Ἀγαπηθῆτε…
    Ἂς κλείσουμε καὶ μεῖς τὸν προορισμό μας
    Καθὼς αὐτὸς ὁ ἥλιος ἐκεῖ πάνω.

    Ἂς φύγουμε ἀνεβαίνοντας καὶ τέλος,
    Ἂς κάμψουμε τὰ σύνορα τοῦ Κόσμου,
    Καθὼς ἐκεῖνος, μ’ ἀναμένα ρόδα…
Νεοελληνικά Γράμματα στις 22 Ιουλίου 1939
Ανοιξιάτικο βραδάκι- Γιάννης Ρίτσος

Γράφει το φεγγάρι γράφει
μ’ ασημένια κιμωλία
στο σμαράγδινο χωράφι
την καινούρια μας φιλία.

Γράφει και στις πόρτες πάνω
και στις μάντρες και στους δρόμους
δίπλα σου να γύρω κάνω
και μ’ ασήμωσε τους ώμους.

Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.


Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.

Ρίξε τα κλειδιά στον αέρα
κλείσε το πικρό βιβλίο
το φεγγάρι λάμπει ως πέρα
σαν τζαμένιο ανθοπωλείο,

Μήτε ξέρω τι `ναι δάκρυ
τ’ άστρα σε ραντίζουν ρύζι
τα χρυσά γαλάζια μάκρη
ο διπλός μας ίσκιος σκίζει.

Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.

Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.

Μπόρα ανοιξιάτικη-Παναγιώτης  Ζυγούρης
Βροχή στενάχωρη και τοξική
Υγρασία, κουφόβραση
Μία ατμόσφαιρα αποπνικτική
Τα σύννεφα πάνε ασορτί
Με το γκρίζο σκηνικό της πόλης.
– Φαίνεται πως άργησε να ξημερώσει. –

Στο τρένο,
Πρόσωπα θλιμμένα
Κουρασμένα και καταπονημένα
Απ’ τη βάρβαρη καθημερινότητα
Που σφυροκοπάει ανελέητα.
Πόσα χτυπήματα μπορεί να αντέξει ο καθένας;

Μπόρα ανοιξιάτικη
Μα δε βλέπω την Άνοιξη

Θαρρώ πως κρύφτηκε
Δεν άντεξε την τρέλα.
Πόσο λευκό υπάρχει στο γκρι;
ΠΗΓΗ