Σελίδες

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

"Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"(Jorge Luis Borges)

Είναι γνωστό πως οι καθρέφτες, οι λαβύρινθοι κι οι τίγρεις στοιχειώνουν τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) κι έτσι τα συναντάμε πολύ συχνά στα κείμενά του. 
Ο καθρέφτης είναι για τον Μπόρχες αντικείμενο σπουδαίο και μαγικό και στο διήγημα "Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"
 Ο βασιλιάς ανταμείβει τον βάρδο για το καταπληκτικό του έργο με έναν καθρέφτη.
Είναι επίσης ιερός έτσι που να μπορεί να βρεθεί μέσα σ’ έναν όρκο: ''Εκείνες τις νύχτες ορκίστηκα στον θεό που βλέπει με δύο πρόσωπα και σ’ όλους τους θεούς τού πυρετού και των καθρεφτών να πλέξω έναν λαβύρινθο γύρω από άνθρωπο που φυλάκισε τον αδερφό μου.''

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Καθρέφτης και η Μάσκα
El espejo y la máscara - Jorge Luis Borges

Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ, όπου νικήθηκαν οι Νορβηγοί, ο Βασιλιάς της Ιρλανδίας μιλούσε με τον αυλικό του ποιητή. «Τα μεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δε μπουν μέσα σε λέξεις», είπε ο βασιλιάς.
«Θέλω να ψάλλεις τη νίκη μου και το εγκώμιό μου. Θα 'μαι ο Αινείας και θα 'σαι ο Βιργίλιός μου. Θεωρείς τον εαυτό σου ικανό γι' αυτή την αποστολή  που θα χαρίσει την αθανασία και στους δυο μας;»
«Μάλιστα, Κύριέ μου», είπε ο βάρδος. «Είμαι ο Όλλαν. Δώδεκα χειμώνες παιδεύτηκα στους κανόνες της προσωδίας. Ξέρω απέξω τους τρακόσους εξήντα μύθους που 'ναι η βάση της αληθινής ποίησης.(…) 
Οι νόμοι μου επιτρέπουν να χρησιμοποιώ μ' απλοχεριά τις πιο παλιές λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο περίπλοκες μεταφορές. Έχω καταχτήσει τα μυστικά του γραψίματος που προστατεύουνε την τέχνη μας απ' τα μυωπικά μάτια του όχλου. Μπορώ να εγκωμιάσω έρωτες, ζωοκλοπές, ταξίδια και πολέμους.

(…) Έχω κάποια γνώση μιας αμερόληπτης αστρολογίας, μαθηματικών, κανονικού δικαίου και των ιδιοτήτων των φυτών. Νίκησα τους ανταγωνιστές μου σε δημόσιους διαγωνισμούς. Είμαι δεξιοτέχνης της σάτιρας, που προκαλεί δερματικές παθήσεις, περιλαμβανομένης και της λέπρας. Ξέρω να χειρίζομαι το σπαθί, καθώς απέδειξα στη μάχη σας. Ένα μονάχα πράμα δεν ξέρω -πώς να σας ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνατε».


Ο βασιλιάς, που βαριόταν εύκολα τις μακρηγορίες, ιδιαίτερα των άλλων, είπε με ανακούφιση: «Τα ξέρω όλ' αυτά, πολύ καλά. Άκουσα πως τελευταία τραγούδησε τ' αηδόνι στην Αγγλία. 
Όταν περάσουν τα χιόνια κι οι βροχές, και τ' αηδόνι επιστρέψει στον τόπο μας απ' τις νότιες χώρες, θα ψάλλεις τα εγκώμιά σου μπροστά στην Αυλή και στη Σχολή των Βάρδων.
Σου παραχωρώ έναν ολόκληρο χρόνο. Κοίτα να εξευγενίσεις κάθε λέξη και κάθε γράμμα, και να τους δώσεις μιαν αστραφτερή λαμπρότητα. Η ανταμοιβή, καθώς ξέρεις, δε θα 'ναι ανάξια ούτε των βασιλικών μου συνηθειών ούτε των άγρυπνων νυχτών της έμπνευσής σου».

«Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή απ' το να βλέπω τη μεγαλειότητά σας;» είπε ο ποιητής που ήταν ταυτόχρονα και αυλικός. Υποκλίθηκε κι αποχώρησε,  έχοντας κιόλα στο μυαλό του τη φευγαλέα μορφή κάνα-δυο στίχων.

Σαν κύλησε ο χρόνος - κι ήταν μια κακή χρονιά, όλο επιδημίες κι εξεγέρσεις - ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απάγγειλε αργά και με αυτοπεποίθηση, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο χειρόγραφο. 
Με μια κίνηση του κεφαλιού του, ο βασιλιάς έδειξε την επιδοκιμασία του. Τον μιμήθηκαν όλοι, ακόμα κι αυτοί που συνωστίζονταν στις πόρτες και δεν μπόρεσαν ν' ακούσουν ούτε μια λέξη. 

Στο τέλος μίλησε ο βασιλιάς.
«Δεκτός ο μόχθος σου,» είπε. «Είναι άλλη μια νίκη. Έχεις δώσει στην κάθε λέξη τ' αληθινό της νόημα, και στο κάθε ουσιαστικό το επίθετο που 'διναν οι παλιοί μας ποιητές. 
Σ' όλο τον πανηγυρικό σου δεν υπάρχει ούτε μια εικόνα που να μην ήτανε γνωστή στους κλασικούς. Ο πόλεμος είναι τ' όμορφο σύμπλεγμα των ανδρών, και το αίμα είναι τον νερό του σπαθιού.

Η θάλασσα έχει τους θεούς της και τα σύννεφα προλέγουνε τον μέλλον. 
Χειρίστηκες με μαστοριά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τη διάρκεια των φθόγγων, τα τεχνάσματα της έμπειρης ρητορικής και τη σοφή ποικιλία των μέτρων.
Αν όλη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας ήταν να χαθεί -ο μη γένοιτο- θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, χωρίς απώλειες, από την κλασική ωδή σου. Τριάντα γραφιάδες θα την αντιγράψουν, ο καθένας δώδεκα φορές».

Έγινε για λίγο σιωπή, κι ύστερα συνέχισε: «Όλα είναι καλά κι ωστόσο τίποτα δεν έγινε. Το αίμα δεν τρέχει γρηγορότερα στις φλέβες μας. Τα χέρια μας δεν απλώθηκαν ν' αρπάξουνε τον τόξο. Κανένας δε χλόμιασε. 
Κανένας δεν έβγαλε μια πολεμική κραυγή, κανένας δεν πρόταξε τα στήθια του ενάντια στους εχθρούς. 

Πριν περάσει ένας χρόνος, ποιητή, θα 'χουμε την ευχαρίστηση να επικροτήσουμε μιαν άλλη ωδή σου. Στο μεταξύ, σαν ένα δείγμα της επιδοκιμασίας μας, πάρε αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».
Τ' αστέρια τ' ουρανού συνέχιζαν τη λαμπερή πορεία τους. Γι' άλλη μια φορά τραγούδησε τ' αηδόνι στα δάση των Σαξόνων, κι ο ποιητής ήρθε ξανά με το χειρόγραφό του που, αυτή τη φορά, ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. 
Δεν το απάγγειλε από μνήμης, αλλά το διάβασε, μ' ολοφάνερη διστακτικότητα, παραλείποντας εδώ κι εκεί ορισμένα αποσπάσματα, σα να μην τα καταλάβαινε κι ο ίδιος, ή, σα να φοβόταν μην τα βεβηλώσει. 
Ήταν παράξενη ωδή. Δεν ήταν η περιγραφή της μάχης - ήταν η μάχη. Μέσα στη χαώδη πολεμική της ατμόσφαιρα, συγκρούονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και είναι Ένας, οι ειδωλολατρικές θεότητες, κι εκείνες που θα εξαπέλυαν πόλεμο εκατοντάδες χρόνια αργότερα. 
Η μορφή δεν ήτανε λιγότερο παράδοξη. Ένα ουσιαστικό στον ενικό, συντάσσονταν μ' ένα ρήμα στον πληθυντικό. Οι προθέσεις δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή χρήση. Η τραχύτητα εναλλασσόταν με τη γλυκύτητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες, ή τουλάχιστον, έτσι μοιάζαν.
Μια φιλντισένια κασετίνα θα 'ναι ο χώρος όπου θα φυλάγεται τον μοναδικό της αντίτυπο. Από την πένα που 'βγαλε ένα τόσο περίφημο έργο, μπορούμε να περιμένουμε κάτι ακόμα πιο υψηλό». 
Και πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο: «Φιγούρες είμαστε σε κάποιο μύθο, και, καλό 'ναι να θυμόμαστε ότι στους μύθους πρωτοστατεί ο αριθμός τρία».Ο βασιλιάς, αντάλλαξε λίγα λόγια με τους λόγιους που ήταν μαζεμένοι γύρω του, κι είπε στο βάρδο: «Η πρώτη σου ωδή, καθώς ήμουνα σε θέση να πω, ήταν μια προσφυέστατη επιτομή όλων των μέχρι τώρα ασμάτων της Ιρλανδίας. 
Η σημερινή σου ωδή τα ξεπερνάει, κι ίσως εκμηδενίζει ό,τι προηγήθηκε. Καταπλήσσει, θαμπώνει, προξενεί το δέος και τον θαυμασμό. 
Οι αγράμματοι δε θα την καταλάβουν· αντάξιοί της είναι μόνο οι μορφωμένοι, οι λιγοστοί.

«Τα τρία δώρα του μάγου, τα τρίστιχα, και η αδιαφιλονίκητη Αγία Τριάδα,» πήρε το θάρρος να μουρμουρίσει ο βάρδος.


«Σαν δείγμα της επιδοκιμασίας μας», συνέχισε ο βασιλιάς, «πάρε αυτή τη χρυσή μάσκα».
«Κατάλαβα», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».

Η επέτειος ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως ο ποιητής δεν κρατούσε χειρόγραφο. Ο βασιλιάς τον κοιτούσε κατάπληκτος· ο βάρδος, ήταν άλλος άνθρωπος. 
Κάτι άλλο, κι όχι ο χρόνος είχε αυλακώσει τον πρόσωπό του κι είχε μεταμορφώσει τα χαρακτηριστικά του.
Τα μάτια του έδειχναν σα ν' ατενίζανε μακριά στο βάθος ή σα να ήτανε τυφλός. Παρακάλεσε να του επιτρέψουνε δυο λόγια με τον βασιλιά. Οι υποτακτικοί αδειάσανε την αίθουσα.

«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Ναι», απάντησε ο βάρδος θλιμμένα, «που να μ' είχε εμποδίσει ο Κύριος και Χριστός μας!»
«Μπορείς να την επαναλάβεις;»
«Δεν τολμώ».
«Θα σου δώσω εγώ το θάρρος που σου λείπει», είπε ο βασιλιάς. Ο βάρδος απάγγειλε το ποίημα - που ήταν όλο κι όλο ένας στίχος. Μην τολμώντας να τον επαναλάβουν δυνατά, ο ποιητής κι ο βασιλιάς, τον απολάμβαναν σα να 'ταν μια μυστική προσευχή ή μια βλαστήμια.
Ο βασιλιάς ήταν τόσο έντρομος και τόσο συντριμμένος όσο κι ο βάρδος. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάχλωμοι.

«Στα νιάτα μου», είπε ο βασιλιάς, «αρμένισα κατά τη δύση. Σ' ένα νησί είδα ασημένια κυνηγόσκυλα να θανατώνουν χρυσαφιά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, χορτάσαμε την πείνα μας με τ' άρωμα μαγικών μήλων. 
Σ' ένα τρίτο, είδα τοίχους από φωτιά. Στο πιο μακρινό νησί, ένα θολωτό και κρεμαστό ποτάμι διέσχιζε τον ουρανό, και στα νερά του έπλεαν ψάρια και βάρκες. 
Όλα αυτά είναι θαύματα, το δίχως άλλο, δεν συγκρίνονται όμως με τον ποίημά σου που, κατά κάποιο τρόπο, τα περιλαμβάνει όλα. Ποια μαγγανεία σου τον ενέπνευσε;»
«Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να 'χα διαπράξει  κάποιο αμάρτημα - που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί».


«Ένα αμάρτημα που τώρα μοιραζόμαστε οι δυο μας», είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις γνωρίσει την Ομορφιά, που 'ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου 'δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα· ιδού το τρίτο δώρο που θα 'ναι και το τελευταίο».
Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα στιλέτο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε πως αυτοκτόνησε μόλις βγήκε απ' το παλάτι· για τον βασιλιά, πως είν' ένας ζητιάνος που περιπλανιέται σ' όλη την Ιρλανδία — που 'ταν κάποτε το βασίλειό του — και πως δεν επανέλαβε ποτέ το ποίημα.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Το κλειδί της σιωπής

Tι να σου γράψω απόψε κι εσύ να το πιστέψεις;
Δεν έμαθα ποτέ με ποιο κλειδί /ανοίγει η πόρτα /της σιωπής σου ...
Ισως κάποτε να βρω τη λέξη /που θα πέσει μέσα σου/σαν σπόρος... 
Θα την ποτίζω με τα δάκρυα  μου /μέχρι ν'ανθίσει η αγάπη σου/για μένα...(Μαρία Λαμπράκη) 
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των
αισθημάτων/μ' ένα οποιοδήποτε κλειδί/
της λησμονιάς... (Κική Δημουλά)



«Θεός θα πει να κυνηγάς Θεό στον αδειανό αγέρα»

Φυσάει απόψε ο καιρός
παράξενη έρημιά...


Ενας αγέρας δυνατός μαστιγώνει την πόλη απο το πρωί, όλα υποκλίνονται στο πέρασμα του. Το τραγούδι του αργόσυρτο, λυγμικό. Ισως όμως, να 'ναι ο λυγμός της νύχτας πίσω απο τα κλειστά παραθυρόφυλλα, για όλους εκείνους που δεν μπόρεσαν ερωτικά να ταξιδέψουν.
Σαν φύλλο μετέωρο η ψυχή θροΐζει αγάπης προσευχές. Γιατί όπως αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης στην ''Οδύσσεια'',  «Θεός θα πει να κυνηγάς Θεό στον αδειανό αγέρα».


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Μάγδα- Τάκης Σινόπουλος

Mεγάλο μαύρο φως.

Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Mάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Mάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί, πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας-όπως είναι στα όνειρα, δυο καθίσματα και παράθυρα δύο, και η πόρτα κι' ο κήπος.

Aπέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι' ο κήπος με τα δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.

Tο μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα  γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ώς το άπειρο βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.

Tότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε απότομα η Mάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ' ένα άλλο σκοτεινότερο όνειρο, κι' εγύρισε, κι' είτανε τώρα η Άρτεμις, η Mίνα, η Δήμητρα, κι' είτανε τώρα εκείνη η μακρινή Nανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.

Tότε έφτασε κι' ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές, κι' όπως ερχόταν η Nανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι' ο λόφος του ώμου πιο ψηλά, κι' ένα μονομάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.

Kι' από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δάσος της Kάπελης, κι' από κει πέρα τ' απομεσήμερο, κι' η θάλασσα του Aγιαντρέα, κι' οι πέτρες εκατομμύρια, κι' ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.

Kι' όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ' το κεφάλι μας κι' ύστερα
ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.

foto by
Noell S. Oszvald
  Bήματα ήρθαν κι' έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Mάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω ακόμα, νύχτωνε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζοντας, σαν πολιτεία από την έκκρηξη.

Tόσο όμορφη και το σκοτάδι ώς την οσφύ, την κράταγα και μύριζε καμένη από τον ήλιο θάλασσα, κι' ήρθαν ο Γιάννης κι' ο Γεράσιμος κι' ο Θοδωρής κι' άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.

Eίχαν περάσει τόσα χρόνια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλντά, ότι μπορούσε ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,
σπαρμένον σίδερα και τζάμια, όπως τινάχτηκε η βεράντα με την έκκρηξη κι' όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι' έρημο ώς μέσα το εσωτερικό.

Kαι πάλι ακούστηκαν βήματα κι' άλλα βήματα.

Kαι τότε εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Mάγδα, πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Nανά, και η Άρτεμις κι' η Δήμητρα, κι' η Mίνα, δεξιά κι' αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.

Mάτια νυχτερινά, που πάγαιναν ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τραίνο, κι' αφήνει σύννεφα, κι' ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.

Tότε το τραίνο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι' εγώ μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ' άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο, κι' όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση "μεγάλο μαύρο φως",

Tο χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Mάγδα έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δέντρα, μονάχη ταξίδευε.

Όλα φεύγανε, κι' όπως είναι στα όνειρα, σταματείστε, με δύναμη, εφώναξα.

Mεγάλα φιμωμένα λόγια μού τίναζαν το στήθος.

Mεγάλα δάκρυα,

δάκρυα πολλά,

οληνύχτα μού ανεβαίναν πλημμύρα στα μάτια,

με πονούσαν, με καίγανε.
(από το Nεκρόδειπνος, Eρμής 1972)
ΠΗΓΗ