Σελίδες

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Μοναξιά χιλιάδες φύλλα (Ποιήματα)


Αργύρης Χιόνης
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΞΗΜΕΡΩΣΕ, ΚΑΠΟΤΕ ΜΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ· από θηρίο της ερήμου ζώο
την έκανε οικόσιτο,κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιό απαλή ακόμα κι από γάτα.
Τώρα πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατα-
σπάραξε, κανείς δεν ξέρει.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ "Μοναξιά"
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!

Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ-Κική Δημουλά

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
 Μοναξιά-
Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke)
Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από την θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει,
Από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
Πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί πάντα.
Κι από τον ουρανό, στην πόλη σα βροχή πέφτει.
Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
Τα σοκάκια όλα γυρίζουν ,
Κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα τίποτα ,
Χωρίζουν θλιμμένα κι απογοητευμένα κι ακόμη,
όταν οι άνθρωποι, που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεββάτι, κ’ οι δυό , να κοιμηθούνε: 
πάει, τότε η μοναξιά, όπου πάν κ’ οι ποταμοί….

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά-Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ-Ντίνος Χριστιανόπουλος

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

(1953)

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ--Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.
Ένας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης(απόσπασμα)
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ
LA SOLEDAD DEL MAR ES EL MEJOR EXILIO-
José Gutiérrez

…Και δεν είναι η θάλασσα σκοτεινός ορίζοντας, αλλά εξορία.
Μέσα της πραγματοποιούνται όλες μου οι επιθυμίες.
Πέρα μακριά, κάποιος με φαντάζεται
ξένο σε ξένη χώρα.
Δεν γνωρίζει αυτή τη μουσική:
της θάλασσας, το κελάρυσμά της
το δυναμωμένο απ’ τη βροχή ή εκείνους τους γλάρους
που αφήνουν μιαν αχτίδα φωτός
πάνω στον πυκνό αέρα της χειμωνιάτικης χαραυγής.
Η μοναξιά της θάλασσας δεν είναι απειλή
αλλά νησί όπου κατοικώ ανέμελος.

Μέσα της πραγματοποιούνται όλες μου οι επιθυμίες
και ο χρόνος δε συνωμοτεί ενάντια στον άνθρωπο.
Στην χειμωνιάτικο πρωινό κάποιος
με φαντάζεται ξένο,
και τι γλυκό που είναι να το ξέρω.

Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης
ΠΗΓΗ

Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια-Τάσος Λειβαδίτης
(απόσπασμα του έργου του)

...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιo βαθύ
απ' τον εαυτό της - η ζωή των άλλων.
...η μοναξιά είναι τόσο απέραντη
ώστε έρχονται δυο - δυο για να την υπομείνουν.
Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες
είναι τ' αυλάκια που κυλάει ο χρόνος
πέφτοντας αθόρυβα
στην αιωνιότητα.
...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά
τα πιo αληθινά πράγματα...

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μοναξιά

Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω...

Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!

Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο...

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,

κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο...

Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.

Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω...
Κατερίνα Γώγου
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
 GIOCONDA BELLI
Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής (En la doliente soledad del domingo)μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.
Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.
Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.
Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα.

Μοναξιά δεν υπάρχει-Νικηφόρος Βρεττάκος
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του.

Εκεί που ένα ανώνυμο έντομο
βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
μ’ ανοιγμένα τα μακάρια χειλάκια του
κοιμάται ένα βρέφος,
μοναξιά δεν υπάρχει.
 Ποια μοναξιά με τρομάζει...ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο, εκείνη που την νιώθεις μέσα στο πλήθος... γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου, δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου, δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου... απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές σε σπρώχνει για να περάσει...
ΜΙΚΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ-Γιάννης Ρίτσος
Στην γωνιά της αυλής,μέσα στα σαπουνόνερα,
κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν από το βάρος της ευωδιά τους.
Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα.
Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή.

Ένα πρόσωπο (Γιάννης Ρίτσος)

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.
Και δεν γνωρίζεις ποιο απ΄ τα δύο πείθει
Περισσότερο.
Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, 1990
Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. 
Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας.

Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. 
Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.


YVAN GOLL,ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Πόσοι και πόσοι μέσα στα νυχτερινά δωμάτια
Δεν τραβάνε με τα εύθραυστα χέρια τους
Τα μολυβένια να ισιώσουν σεντόνια;

Του εκκρεμούς το μάτι είναι τυφλό
Η μοναξιά
Κρέμεται απ’ το σπανιολέτο
Και το κλείστρο
Χτυπάει σα φτερούγα αγγέλου λαβωμένου

Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
Περιμένουν τον άνεμο
Το τέλος περιμένουν του κόσμου

Αχ, και να η αυγή
Στα χρώματα βαμμένη του βατόμουρου:
Την απότομη ξαναπαίρνει η ζωή τη γεύση του αίματος
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
«ΜΟΝΑΞΙΑ»:ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα 'ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα 'ναι βαρύ γι' αυτούς
και θα 'ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα 'ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ' αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα 'ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.
Φθινόπωρο 1956


 Κελάηδημα στη μοναξιά-Νικηφόρος Βρεττάκος
Όταν γίνεται κάθε νύχτα σιωπή, μου μιλάνε
τα χέρια σου.
 

  Ανεβαίνουν στους ώμους μου, όπως
τα πουλιά στο κλωνάρι – και κάθε φορά,
αλλάζουν φωνή. Μιλάνε με χρώματα.
Και κάθε φορά, μου λένε άλλα πράγματα. Κ’ έπειτα –
παίζουνε πάνω μου τα ράμφη τους σάμπως
να πίνουν νερό – απ’ τις δυό
γουβίτσες των ώμων μου.


Μια ερμηνεία της μοναξιάς-Νικηφόρος Βρεττάκος
Αναρωτιέται πως μπόρεσε κ’ έμεινε
τόσο μόνος στον κόσμο.
Σηκώνεται έπειτα
κι ανοίγει ένα – ένα τα παράθυρα. (Βλέπει
προς όλα τα σημεία το σπίτι):
Σύννεφα
           Σύννεφα
                       Σύννεφα –
Ίσως, λέει, να κατάλαβα τι θα ειπεί
μόνος. Σε μια γης που είναι όλη,
απ’ τη μι’ άκρη, ως την άλλη της
λασπωμένη, εσύ να διστάζεις
να ενδώσεις. Να μη θέλεις εσύ
να λερώσεις την Ύπαρξη.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ-Ορχάν Βελή Κανίκ, Ποιήματα, (Εισαγωγή-Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)
Δεν ξέρουν τίποτε.
Όσοι δεν έζησαν μονάχοι,
δεν ξέρουν πως παγώνει η σιωπή,
πώς είναι ν’ ανοίγεις κουβέντα
ολομόναχος, να βγαίνεις
στον καθρέφτη αργά τη νύχτα,
διψασμένος για…ψυχές.
Δεν ξέρουν τίποτε.
ΠΗΓΗ


Ένας λόγος για τη µοναξιά-Λένα Παππά
Διαβάστε /ΕΔΩ  https://pyroessa-artemusica.blogspot.gr/2016/10/blog-post.html

Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα- (Μαρία Λαμπράκη)

 'Ερχεται πάντα απρόσκλητη
στις πιο ακατάλληλες ώρες
 φοράει ένα κόκκινο φόρεμα
κόκκινο σκούρο σαν το  κρασί,  μπορντό.   
Καπνίζει πολύ,
το ουίκσκι της το θέλει σκέτο
 ακούει τους δίσκους μου
διαβάζει τα κείμενα μου.
Είναι όμορφη οφείλω να ομολογήσω
το ύφος της είναι μπλαζέ (απο άμυνα, λέει)
    Ετσι κι απόψε...
Τη βρήκα να με περιμένει στο σαλόνι.
-Τι θράσος, (είπα)
απο που μπήκες;
-'Ελα τώρα, που δεν με περίμενες (απάντησε)
Με κοίταξε ίσια στα μάτια, λέγοντας.
-Και τώρα οι δυό μας, κούκλα...
''Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα...''


Μοναξιά χιλιάδες φύλλα- 1992             
Στίχοι: 
Κώστας Τριπολίτης
Μουσική: 
Θάνος Μικρούτσικος

 Ερμηνεία : Γιώργος Νταλάρας
Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ’ όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να `σαι ο ίδιος σου πομπός

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινιέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Autumn sonnets


Sonnet d’automne

Charles Baudelaire
Ils me disent, tes yeux, clairs comme le cristal :
 » Pour toi, bizarre amant, quel est donc mon mérite ? «
– Sois charmante et tais-toi ! Mon coeur, que tout irrite,
Excepté la candeur de l’antique animal,
Ne veut pas te montrer son secret infernal,
Berceuse dont la main aux longs sommeils m’invite,
Ni sa noire légende avec la flamme écrite.

Je hais la passion et l’esprit me fait mal !
Aimons-nous doucement. L’Amour dans sa guérite,
Ténébreux, embusqué, bande son arc fatal.

Je connais les engins de son vieil arsenal :
Crime, horreur et folie ! – Ô pâle marguerite !
Comme moi n’es-tu pas un soleil automnal,
Ô ma si blanche, ô ma si froide Marguerite ?
Charles Baudelaire, Les fleurs du mal

Φθινοπωρινό σονέτο-Σαρλ Μπωντλαίρ, Απαγορευμένα ποιήματα
απόδοση: Γιώργος Σημηριώτης


Τα μάτια σου τα διάφανα σαν κρούσταλλο, μου λένε
«Για σε, παράξενε εραστή, σαν τί να αξίζω τάχα;»
Μείνε όμορφη και σώπα! Αυτή η καρδιά που όλα της φταίνε,
εξόν απ' την πρωτόγονη αθωότητα μονάχα,

δε θέλει το σατανικό κρυφτό της να σου μάθει,
λικνίστρα που το χέρι σου σε ύπνους βαθιούς με κράζει,
ούτε το μαύρο θρύλο της που με φωτιάν εγράφη.
Μισώ το πάθος κι η πολλή ξυπνάδα με κουράζει.

Ας αγαπιόσαστε ήσυχα. Ο έρωτας στη σκοπιά του
τεντώνει το μοιραίο του τοξάρι σκοτεινός.
Ξέρω τί βρόχια στην παλιά, φυλάγει, αρματωσιά του.

τρέλλα και φρίκη κι έγκλημα!- Χλωμή μου μαργαρίτα,
τάχα δεν είσαι σαν κι εμέ ήλιος φθινοπωρινός,
ω εσύ, που τόσο είσαι ψυχρή, λευκή μου Μαργαρίτα.

 FEDERICO GARCIA LORCA
CANCIÓN OTOÑAL


Hoy siento en el corazón
un vago temblor de estrellas,
pero mi senda se pierde
en el alma de la niebla.

La luz me troncha las alas
y el dolor de mi tristeza
va mojando los recuerdos
en la fuente de la idea.

Todas las rosas son blancas,
tan blancas como mi pena,
y no son las rosas blancas,
que ha nevado sobre ellas.

Antes tuvieron el iris.
También sobre el alma nieva.
La nieve del alma tiene
copos de besos y escenas
que se hundieron en la sombra
o en la luz del que las piensa.

La nieve cae de las rosas,
pero la del alma queda,
y la garra de los años
hace un sudario con ellas.

¿Se deshelará la nieve
cuando la muerte nos lleva?
¿O después habrá otra nieve
y otras rosas más perfectas?

¿Será la paz con nosotros
como Cristo nos enseña?
¿O nunca será posible
la solución del problema?

¿Y si el amor nos engaña?
¿Quién la vida nos alienta
si el crepúsculo nos hunde
en la verdadera ciencia
del Bien que quizá no exista,
y del Mal que late cerca?

¿Si la esperanza se apaga
y la Babel se comienza,
qué antorcha iluminará
los caminos en la Tierra?

¿Si el azul es un ensueño,
qué será de la inocencia?
¿Qué será del corazón
si el Amor no tiene flechas?

¿Y si la muerte es la muerte,
qué será de los poetas
y de las cosas dormidas
que ya nadie las recuerda?

¡Oh sol de las esperanzas!
¡Agua clara! ¡Luna nueva!
¡Corazones de los niños!
¡Almas rudas de las piedras!

Hoy siento en el corazón
un vago temblor de estrellas
y todas las rosas son
tan blancas como mi pena.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ- FEDERICO GARCIA LORCA
Σήμερα νιώθω στην καρδιά
ένα αβέβαιο τρέμουλο αστεριών,
αλλά το μονοπάτι μου χάνεται
στην ψυχή της ομίχλης.
Το φως μου κόβει τα φτερά
και ο πόνος της θλίψης μου
μουσκεύει τις αναμνήσεις
στην πηγή της ιδέας.

Όλα τα τριαντάφυλλα είναι άσπρα,
τόσο άσπρα όσο η λύπη μου,
και δεν είναι τα άσπρα τριαντάφυλλα,
που έχει χιονίσει πάνω τους.


Πριν είχαν το ουράνιο τόξο.
Αλλά ότι και στην ψυχή χιονίζει.
Το χιόνι της ψυχής έχει
τις νιφάδες των φιλιών και των σκηνών
που βυθίστηκαν στη σκιά ή στο φως
ανάλογα ποιός τις σκέφτεται.

Το χιόνι πέφτει απ' τα τριαντάφυλλα,
αλλά αυτό της ψυχής μένει,
και τ' αρπαχτικά νύχια των χρόνων
κάνουν ένα σάβανο μ' αυτά.

Θα λιώσει το χιόνι
όταν θα μας πάρει ο θάνατος;
Ή αργότερα θα υπάρξει ένα άλλο χιόνι
και άλλα τριαντάφυλλα τελειότερα;
Θα είναι μαζί μας η ειρήνη
όπως μας δίδαξε ο Χριστός;
Ή δεν θα είναι ποτέ δυνατή
η λύση αυτού του προβλήματος;

Κι αν η αγάπη μας εξαπατά;
Ποιόν η ζωή ενθαρρύνει εάν το λυκόφως μας βυθίζει
στην αληθινή επιστήμη
του Αγαθού που ίσως δεν υπάρχει,
και του Κακού που παραμονεύει δίπλα;

Εάν η ελπίδα εξαφανιστεί
και αρχίσει η Βαβέλ,
ποιά δάδα θα φωτίζει
τους δρόμους της Γης;

Εάν το γαλάζιο είναι ένα όνειρο,
Τί θα είναι η αθωότητα;
Τί θα είναι η καρδιά
αν ο Έρωτας δεν έχει βέλη;

Κι αν ο θάνατος είναι ο θάνατος,
τί θα είναι οι ποιητές
και τα βαρετά πράγματα
που κανείς πια δε θυμάται;


Ω Ήλιε των ελπίδων!
Γάργαρο νερό! Καινούριο φεγγάρι!
Καρδιές των παιδιών!
Ψυχές σκληρές πέτρινες!


Σήμερα νιώθω στην καρδιά
ένα αβέβαιο τρέμουλο αστεριών
και όλα τα τριαντάφυλλα
είναι τόσο άσπρα όσο η θλίψη μου.

Federico García Lorca
CANCIÓN OTOÑAL
Noviembre de 1918 (Granada)

ΠΗΓΗ

Sonnet 97

William Shakespeare

How like a winter hath my absence been
From thee, the pleasure of the fleeting year!
What freezings have I felt, what dark days seen!
What old December’s bareness every where! 

And yet this time removed was summer’s time,
The teeming autumn, big with rich increase,
Bearing the wanton burden of the prime,
Like widow’d wombs after their lords’ decease: 

Yet this abundant issue seem’d to me
But hope of orphans and unfather’d fruit;
For summer and his pleasures wait on thee,
And, thou away, the very birds are mute;
   Or, if they sing, ’tis with so dull a cheer
   That leaves look pale, dreading the winter’s near.

 Σονέτο 97-

William Shakespeare

 Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα·
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα. 

Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
 μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
 που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
 σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.

 Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα·
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα. 

Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα. 
Πηγή:
μετάφραση του Διονύση Καψάλη.