«Η Μεσόγειος έχει τη δική της ηλιοφωτισμένη τραγωδία η οποία δεν έχει
σχέση με εκείνη της ομίχλης», γράφει στην«Εξορία της Ελένης» ο Aλπέρ Καμί.
Κάποια απογεύματα, πλάι στη θάλασσα ή στα ριζά του βουνού, καθώς πέφτει η
νύχτα, «η τραγωδία, μέσα σε αυτήν τη χρυσαφένια λύπη, φτάνει στο
αποκορύφωμά της».
Κατά τον Καμί, «σε τέτοια τοπία, εάν οι Ελληνες βίωσαν
την απελπισία, ήταν πάντοτε μέσα από το ωραίο και τη δυναστευτική του
υφή». Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Στη
Μεσόγειο το γνωρίζουμε καλά. Ο Αλμπέρ Καμί επισκέπτεται την Αθήνα το 1955 μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού»
Στην
ομιλία του μεταξύ άλλων αναφέρει : «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο
ίδιος είναι κάτι το πολύ πιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…) «Θέλω να πω μας εξηγεί ότι η Μεσόγειος έχει
κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπή τα πάντα
και να μας δίνη πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση
του συγχρόνου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και
ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία». (…)
Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν - Μεσόγειος θάλασσα
Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ' όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ' αυτό το μέρος
απ' όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .
Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος
Μεσόγειος Eugenio Montale (1896 – 1981) Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή που από τα στόματά σου βγαίνει, όταν ανοίγουν σαν πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά οπισθοχωρούν και σβήνουν. Το σπίτι των παλιών καλοκαιριών μου κοντά σου ήταν, το ξέρεις, εκεί στη χώρα που ψήνει ο ήλιος και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε, σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου, θάλασσα, όμως δε θεωρούμαι πια άξιος για το προμήνυμα το επίσημο που κλείνει η αναπνοή σου: εσύ πρώτη μου ’χες πει πως η μικρή ζύμωση μες στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή της δικής σου· πως κατά βάθος ήταν ριψοκίνδυνος για μένα ο δικός σου νόμος: να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος κι ωστόσο σταθερός κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω όπως συνηθίζεις εσύ, που ρίχνεις στις ακτές, ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και σταυρούς τα άχρηστα απομεινάρια του αβυσσαλέου βυθού σου. ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΓιώργος Βέης -Γεωγραφία κινδύνων- O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού — χαμηλή πτήση απ' το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας. Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο τώρα σπασμένα φανάρια, με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.
Εκείνο το γεράκι που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία' κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.
Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε; δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ' τους χάρτες. Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό λίγη δροσιά απ' το παρόν το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά προς τη μεριά των αοράτων. ''Μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών'' Μεσόγειος
Ζωρζ Μουστακί Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό μεσ’ τη Μεσόγειο
Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές μεσ’ τη Μεσόγειο
Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του μεσ’ τη Μεσόγειο
εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά μεσ’ τη Μεσόγειο
Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό μες στη Μεσόγειο
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956), η πρωιμότερη από τις μακρές συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης,
σημαδεύει με την ιδιότυπη μορφή και ατμόσφαιρά της το ξεκίνημα μιας
νέας εποχής, όχι μόνο για το έργο του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990), αλλά
και για την ποίησή μας γενικότερα. Ο ποιητής νιώθει επιτακτική την ανάγκη να επανατοποθετηθεί απέναντι
στον κόσμο, γιατί του είναι αδύνατο να μη σκέφτεται το αύριο· και για να
το καταφέρει, καταφεύγει στη διαλεκτική της «υποκριτικής»: σε
«προσωπεία» μυθικά ή σε στερεότυπα (ρόλους ας πούμε)· στη φωνή τους
σμίγει η αλήθεια του άλλοτε και του τώρα, του απώτατου και του
τρέχοντος, του εγγύς και του μακράν, διανοίγοντας την προοπτική του
μέλλοντος για ό,τι γνωρίσαμε, για τον «κόσμο του χθες».
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος,
από τα πιο αγαπημένα και γνωστά κείμενα του Ρίτσου, είναι ένας σκηνικός
μονόλογος, μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή
κι ελπίδα, μέσα από ροή παραστάσεων και συμβόλων. http://ebooks.edu.gr
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση, τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου — τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι; Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της, χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά (ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα) καί λέγοντας εὐχαριστῶ.
Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.