τόσο,
τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά ναν’ τα ματώσω.
Ναν τα ματώσω τα δυο χείλη σου,
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω,
και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω.
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
μην τα ματώσεις, τι σου φταίνε!
Αχ!, μου πονέσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!».
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,
και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα, αγάπη μου, δε σώνει!»
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
(Lαngeur d'αmour)
«Κι είναι τα χειλάκια του
τόσο μελωμένα,
και χρυσό ροδόσταμο
στάζουνε για μένα.
Μες στο δισκοπότηρο,
το δροσάτο εκείνο,
τη γλυκιά μετάληψη
των χειλών του πίνω».
Εκ του πλησίον- Ο.Ελύτης
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα.
Κι είναι
οί δυο αυτές άγριμάδες πού, αν συμπέσουν και κάνουν καινούργιο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής ή ιστορία του κόσμου.
(Το μονόγραμμα ,Οδ-Ελύτης)
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
Οδυσσέας Ελύτης
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια
μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα
Ανάσα (Έλενα Καραγιαννίδου)
Το μπαρ ήταν πολύ σκοτεινό.
Οι προβολείς πέφταν στους μουσικούς.
Κι όμως στο τραπέζι μας
λαμποκοπούσε ο έρωτας.
Η φωταψία αυτή
πήγαζε από το χέρι σου
που άγγιζε τη πλάτη μου σταθερά
με βήμα λύκου και λαγουδίσιο τίναγμα
λες και χρόνια τώρα
γύρευε τροφή
σε αυτό το μονοπάτι.
Μπορεί και να ΄λεγε κανείς
ότι τέτοιο άλικο φως
ίσως ανάβλυζε
από το σύρσιμο των δακτύλων σου
στις γάμπες των ποδιών μου,
απ’ την υποταγή των χειλιών μου
στο πρόσταγμα των δικών σου.
Δύσκολα να φανταστεί κανείς
την πιο ερωτική διαδρομή,
τη διαδρομή μιας ανάσας.
Κι εσύ που ζήτησες μονάχα
την εκπνοή μου να εισπνεύσεις
φυσικά και ήξερες.
Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν
στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές.
Έκτοτε
εντός σου διαμένω.
Γιάννης Ρίτσος-Τα Ερωτικά
Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
Αυτός ο φόβος μήπως έμεινε κάτι που δεν το πήρα.
Το φιλί σου.
Κι ο φόβος μήπως εκείνο το απέραντο έχει τέλος.
Γιάννης Ρίτσος —
Εαρινή Συμφωνία XV (απόσπασμα)
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.
Το φιλί μας εσφράγισε
την αιώνια σιγή.
Δε μένει πια κενή
μήτε μια ρόδινη γωνία
των κυττάρων μας.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τα χείλη σου
Οι πιο σκοτεινές
οι πιο αδίστακτες ορμές σου
μ' εξουσιάζουν.
Και να μιλούσες
δεν θ' άκουγα,
εμένα με τραβούσαν τα χείλη σου,
όλη η ηδονή που υπόσχεσαι
Εχει το σχήμα τους.
Κ. Καρυωτάκης, ''Η φιλημένη''
Καθόμαστε αμίλητοι —θυμήσου, κοπελιά μου—
ερόδιζες από ντροπή —αλήθεια ’ναι ή ψέμα;—
κι άφηνες το κεφάλι σου να σιγογείρει χάμου
όταν το βλέμμα σ[ου] έσμιξε με το δικό μου βλέμμα.Σου ζήτησα ο άμοιρος ένα φιλί μονάχα·
εσύ μου το αρνήθηκες με τη γλυκιά φωνή σου
κι έγειρες το κεφάλι σου —να το θυμάσαι τάχα; μα γω το «ναι» εδιάβασα στα μάτια, τη μορφή σου.
Σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα, χωρίς να σε ρωτήσω·
εσύ φαινόσουν, πονηρή, πως ήσουν θυμωμένη
και να ξεφύγεις ήθελες… μα όχι να σ’ αφήσω·
εγλίστρισες και μου ’φυγες… είσ’ όμως φιλημένη.
(Τάσος Λειβαδίτης)
«…Τώρα τι απόμεινε απ τον έρωτα;
Δίπλα σου ζει μια ξένη,
που δε σε γνώρισε
κι ούτε τη γνώρισες ποτέ σου.
Τα μαλλιά της γεράσανε
και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά
και παλιά ανοιξιάτικα
λόγια.
Ανάμεσά σας, σαν μια μεγάλη ξενιτιά,
έστεκε ο ανίκητος χρόνος.»
«… Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.»
(Τάσος Λειβαδίτης)