Άνοιξη Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν» Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο. Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα. Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα. Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως ξεχωριστά για μένανε να πέφτη. Παρίσι. Άνοιξη 1927
Όλα θα σβήσουν-(απόσπασμα)
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ. Βραδύνεις κ' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα όλης σου της ψυχής το θησαυρό. Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή. Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει, μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί. Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου κι' ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου, ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν. Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, 'πε μου, τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω; Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου, να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ, ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας, μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής. Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή. Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο
σανατόριο της Πάρνηθας τρία έργα: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα»
(1937), «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1938, αφιερωμένο στο Βασίλη
Ρώτα), «Εαρινή Συμφωνία» (1938) https://rosetabooks.wordpress.com
Το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1937, με ήρωες ένα νέο αγόρι και ένα νέο κορίτσι, είναι ένας ύμνος στην ομορφιά, στην αγάπη και στον αγώνα του ανθρώπου για υψηλότερα ιδανικά.
ΣΑ ΝΑ' ΡΘΕ φέτος η Άνοιξη κλαμένη. Κάτου απ' τις λεύκες μένει σιωπηλή και δεν κοιτάζει τα παιδιά που παίζουν. Λεπτό φλουρί από φως πρασινωπό γλιστράει στο πρόσωπό της κι ακόμη δεν μπορεί να μας χαμογελάσει. Όμως
τα βράδια ένας γρύλλος τραγουδάει ανάμεσα στα σκονισμένα μου βιβλία,
και μια πυγολαμπίδα ανάβει το φανάρι της πάνου από τα χαρτιά μου, να
γράφω αγρούς με γαλανά λουλούδια και καλαμιές όπου περνούν κοπάδια
τρυγονιών. Θυμάμαι τη βρυσούλα του χωριού γιομάτη πολυτρίχια, όταν
δοκίμαζα στις μικρές τρύπες του καλαμιού να σφυρίξω το πρώτο σιγαλό
τραγούδι της μεγάλης καλοκαιριάτικης νύχτας.
Κι απόψε μια πυγολαμπίδα
φωτίζει τ' ανοιχτό βιβλίο ενός κρίνου κ' ένας γρύλλος διαβάζει το
ποιηματάκι του μικρού Χριστού που αποκοιμήθηκε στο πράσινο χορτάρι. Κ' εγώ θα πω το τραγούδι της πυγολαμπίδας. (Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)
Και εσύ έρωταεκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο που γεννήθηκες μέσα από τις φλόγες, σανέκαιγαν οι άπιστοι μια νύχτα δίχως σελήνη την Άγια Τράπεζα όπου φύλαγαν οι θνητοίτα μυστικά της καρδιάς τους, γίνε το κάλεσμα της μούσας και η ηχώ που ταξιδεύειστα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου όταν ο σκοτεινός καβαλάρης θα καλπάζει στην πολιτεία των άστρωνκαι το αίμα πέταλα φωτιάς θα σκορπάστις φλέβες του φεγγαριούτην άγια εκείνη στιγμή που η μια ψυχή ψάχνει την άλλη την ώρα που ρέει ο πόθος
σαν κρασί σε χρυσοκέντητο βενετσιάνικο ποτήρι.
Τάσος Λειβαδίτης, Έρωτας (απόσπασμα) Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους, δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού
Λένα Παππά Ἐρωτικό Εἶδα ὄνειρο ἤμουν μαζί σου πλάϊ στήν θάλασσα ἡ ἥλιος ἔλιωνε τόν κόσμο κι ἐσύ γελοῦσες φέγγοντας τίς φλέβες μου ἅπλωνα τό χέρι ἐτσιδά καί σ’ἄγγιζα ἠλεκτρισμένη λάβα και μύρο χυνόμουν ὅλη κι ἔρρεα πρός ἐσένα. Μέ κοίταζες κι οἱ θάνατοί μου ὅλοι πέθαιναν κι ὅλα τά πράγματα πού δέν μέ ξέραν τραγουδοῦσαν τ’ ὄνομά μου ριγοῦσα ἀπό τήν ἡδονή τῆς πεταλούδας πού φτερώνει καί σκίζει τό κουκούλι της βγαίνοντας στῶν ἀνθῶν τό φῶς. Κι ὅπως τά ὄνειρα δέν ἔχουν λογική σέ πῆρα σάν μωρό στήν ἀγκαλιά καί σέ κανάκεψα τόσο γλυκά πού κουλουριάστηκες στά σωθικά μου κι ἔγινα ἡ εὐτυχισμένη σου μητέρα. Τώρα πατώ στά νύχια μήν ξυπνήσω τήν ἀπουσία σου πουθενά δέν κοιτάζω μήν τυχόν καί φύγει ὁ μαγεμένος ὕπνος ἀπ’ τά βλέφαρά μου καί δῶ ἀδειανή, θανατωμένη τήν ζωή μου καί παραλοΐσω. Από τη συλλογή Σκιατραφῆ καί φωτόφιλα, Άπαντα Β' τομ. σελ. 480.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Ο έρωτας σαν το κύμα» του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς) Ο έρωτας σαν το κύμα φέρνει και παίρνει κεραυνοβόλος και αργόστροφος ήρεμος σαν τη φαντασία όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις
Λάμπει όταν σκοτεινιάζει Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις τέρας με φτερά αγγέλου Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα Έρχεται …
Αναρχικός και ατομικιστής Πιστός και άθεος Μας κυνηγάει έναν έναν Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια Και δηλώνει
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής -Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως.Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας. Κι όταν σε πήρε το φιλί. Γυναίκα.
Απο το ποίημα Ατθίδα, Σαπφώ
Ο Έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη, σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει. Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα, δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Υπενθυμίσεις του Έρωτα ~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.
Έρωτας τάχα... (Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά άλλως Μυρτιώτισσα) Έρωτας τάχα να είν’ αυτό που έτσι με κάνει να ποθώ τη συντροφιά σου, που σα βραδιάζει, τριγυρνώ τα φωτισμένα για να ιδώ παράθυρά σου; Έρωτας να ειν’ η σιωπή που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει σφιχτά το στόμα, που κι όταν μείνω μοναχή, στέκω βουβή κι εκστατική ώρες ακόμα; Έρωτας να είναι ή συφορά, με κάποιου αγγέλου τα φτερά που έχει φορέσει, κι έρχεται ακόμη μια φορά με τέτοια δώρα τρυφερά να με πλανέσει; Μα ό,τι και να’ναι το ποθώ, και καλώς να’ ρθει το κακό που είν’ από σένα. θα γίνει υπέρτατο αγαθό, στα πόδια σου αν θα σωριαστώ τ’ αγαπημένα…
Βιτσέντζος Κορνάρος ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει, και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει! Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει, κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει! Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση, και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει. Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει, και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει. Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει, μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη.
Ανδρέας Τσιάκος Ο έρωτας είμαι Aπ' το πουθενά πλησιάζει, συστήνεται σαν πόνος και ενοικιάζει το καλύτερο δωμάτιο του εγκεφάλου μου, -σκόνη είναι παγιδευμένη στη γωνία, κύκνος και θάνατος αργός, έχει τη γεύση κάποιου γλυκού, μη με ρωτάς τι γλυκό, έχω ξεχάσει αυτή την αίσθηση, λειτουργώ μόνο με το συναίσθημα-, αφήνει προκαταβολή δυο νοίκια μπροστά, δεν έχει οικογένεια μόνο μια τσάντα αλλαξιές για τα σαββατοκύριακα, φορά μαύρα κάτι θα πενθεί νομίζω δεν είμαι σίγουρος, κρατά στα χέρια του ρίζες, μια γλάστρα πλαστική και ένα ξύλινο παράθυρο δίχως τζάμια, δεν μιλά, ωραία λέω, ήσυχος φαίνεται, του δίνω τα κλειδιά, τον ξανακοιτώ, κάποιον μου θυμίζει, δεν βαριέσαι λέω, λάθος θα κάνω, αποκλείεται να 'ναι αυτός που πιστεύω, παίρνει τα κλειδιά λίγο βιαστικά, ανοίγει την πόρτα, πριν μπει στο δωμάτιο τον ακούω να ψιθυρίζει, κάτι σαν τραγούδι έμοιαζε, σκέφτηκα τι είδους πόνος είναι αυτός που τραγουδά, αλλά πάλι το τραγούδι είναι κι αυτό ένας πόνος , ένα μοναχικό παιχνίδι στην τράπουλα του χρόνου, το τραγούδι απαλύνει τον πόνο, στην έσχατη περίπτωση σε συμφιλιώνει με τον πόνο, για δες τώρα μήπως θέλει να γίνουμε φίλοι και μου το λέει έτσι γιατί ντρέπεται, αλλά θα τρελαθώ, πόνος και να ντρέπεται δεν υπάρχει, κάνω μια κίνηση να του μιλήσω, γυρίζει σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου λέει: - «...ο έρωτας είμαι...»!
Δεκέμβρης 1903 (Κ.Π .Καβάφης )Kι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω
αν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στη ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες στο μυαλό μου, ημέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μουτις λέξεις και τις φράσεις μου πλάθουν και χρωματίζουνσ’ όποιο θέμα κι άν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέγω
Τὸ παραμύθι ἑνὸς
ραγισμένου ἔρωτα-Μενέλαος ΛουντέμηςΜιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,