Σελίδες

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Το ''γυμνό'' στην Ποίηση

Bruno Di Maio 1944 | Italian Surrealist Figurative painter

  Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Ελύτη(απόσπασμα) Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα
– οι κύκλοι των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα
ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει
σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης!


Από το Άξιον Εστί του Ελύτη :(απόσπασμα)
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο

Με το λίγο μαύρο στις κόγχες των μηρών

Και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
Να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
Και άλλες γράφοντας με κιμωλία
Λόγια παράξενα, αινιγματικά :

ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,

ΟΛΗΙΣ, ΑΪΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ,

Μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
Ή άλλα λόγια του Ιουλίου.

Talon Abraxas, British painter
Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο(Οδ-Ελύτης)
Summer On The Beach - By Paul Fischer. 

Ε σεις στεριές και θάλασσες - 1982(Oδυσσέας Ελύτης)

"Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές 

Οδυσσέας Ελύτης, [Γυμνός, Ιούλιο μήνα] 

«Μυρίσαι το άριστον (VIII)»
Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ’ ένα στενό κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.

Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.

Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα.

Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Μόνο πού ‘ναι πιο δύσκολο. 


(Γ. Ρίτσος, “Γυμνό σώμα)”/

Γυμνοί στεκόμαστε/ πάνω στις προσωπίδες./ Όρθιοι.

Το νύχι στο μικρό σου δάχτυλο

πιο απέραντο απ’ τη θάλασσα./ Πού μ’ αρμενίζεις;

Το ανείπωτο/ μεγεθύνεται,/ μεγαλουργεί.

Το σώμα σου/ μ’ εκτοπίζει,/ με περιέχει.

Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι μέσα σου. ” […]

(Γ. Ρίτσος, “Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον”)Σώμα γυμνό/ πλαγιασμένο ή όρθιο

άγνωστη γεωγραφία/ χίλιες φορές μελετημένη

αποστηθισμένη/ άγνωστη –

άκουσα το χτύπο –

ποιος έριξε τα ζάρια/ στις πλάκες του λουτρού;”


Διαβάστε τα ''Ερωτικά'' του Γ-Ρίτσου/ εδώ
https://3.bp.blogspot.com/-PgBJ0XRtDQA/Uv9lBaynbPI/AAAAAAABYkk/Oxq_AfXrWC8/s1600/Clytie+detail+by+Louise+Welden+Hawkins+%25281849-1910%2529by+Catherine+La+Rose.jpg
 ΑRT- by Louise Welden Hawkins (1849-1910)



 

Μια γυναίκα" - Τάσος Λειβαδίτης, από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964

 1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος.

 Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
«Ο αιώνιος διάλογος» -Τάσος Λειβαδίτης

- Vicente Romero Redondo, Art


GIOCONDA BELLI-
Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής
(En la doliente soledad del domingo)

Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.

Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.

Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.

Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα

Bruno Di Maio 1944 | Italian  painter


ΓΥΜΝΗ ΙΙ-

Θεοδόσης Βολκώφ

Ε.Μ.
14/02/10

Θέλω να μου γδυθείς και να κοιτάζω –
σχεδόν ψυχρά, σκληρά τη στέρεη φλόγα,
την τρομερή σου εκδίπλωση να ορίζω, να σπουδάζω
το εφήβαιο, τους γλουτούς, το στήθος σου, τη ρώγα…

Στο ίδιο, Νύχτα μου, το φως σου να διαβάζω

το Έπος του κορμιού σου που ανατέλλει
κι από τη γύμνια λαβωμένος να σφαδάζω
και οι καμπύλες σου αιχμές και δόρατα – ή βέλη.

Γυμνή μες στις γυμνές μου λέξεις να σε βάζω

και νά ‘ναι η σάρκα σου τις λέξεις μου που τρέφει
και πιο γυμνή κι από γυμνή να σε απεικάζω
και με φωτιά τη φλόγα ο στίχος να επιστέφει.
 http://www.poiein.gr/archives/10905
Mark Arian 1947 | Romantic Realist painter

ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΖΕΥΓΑΡΙ-Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι.

Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.
George Frederick Watts (1817 –    1904):                                   Ariadne        in Naxos

 Νίκος Καββαδίας -Αριάδνη στη Νάξο
Με το καράβι του Θησέα
σ’ αφήσαμε στη Νάξο γυμνή,
μ’ ένα στα πόδια σου
θαλασσινό σκουτί.

Σε ποιες σπηλιές εκρύφθηκες
και πώς να σε φωνάξω,
κουστάρω κι όλο με τραβάει

μακριά το γκαραντί.



-Νίκος Καββαδίας-ΓΥΝΑΙΚΑ (απόσπασμα)


Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου
Giorgione το αργαστήρι.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951
Art by-Bruno Di Maio

 PABLO NERUDA

ΣΟΝΕΤΤΟ 27 [ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ…]

Γυμνή είσαι τόσο απλή σαν τό ’να από τα χέρια σου –

λεία, χθόνια, κυκλική, ελάχιστη και διάφανη·
γραμμές σελήνης έχεις, μονοπάτια μήλινα:
γυμνή είσαι αδυνατούλα σαν το στάρι το γυμνό.

Γυμνή είσαι γαλανή, όμοια με τη νύχτα στην Κούβα –

περιπλοκάδες κι άστρα στεφανώνουν τα μαλλιά σου·
γυμνή είσαι απέραντη, θεόρατη και κίτρινη
σαν καλοκαίρι δίπλα σ’ εκκλησιά χρυσαφωμένη.

Γυμνή είσαι τοσηδά, σαν το μικρό νυχάκι σου·

καμπύλη, ρόδινη, απαλή σαν πώς γεννιέται η μέρα,
σαν πας και χώνεσαι στα καταχθόνια του ντουνιά

λες κι είναι σήραγγα μακριά, όλο δώματα αόμματα:

η διαύγειά σου ντύνεται, φυλλορροεί και σβήνει
και, πάλι, πιο μετά, δικό σου χέρι γίνεται.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
«Γιατί και η γυμνότητα, όταν πιστεύει κανείς στο Φως, είναι ρούχο».ΝIKΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Γ-Σεφέρης-Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη(απόσπασμα)

Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Το γυμνό τραγούδι - Ποίηση: Κωστή Παλαμά 

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν' ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά.


Εδώ ειν' ο ίσκιος όνειρο
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας το αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.


Η κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά γλουτοί, λαγόνες
κρυφά λαγκάδια του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες.

Τα στρογγυλά, τα ολόισια
χνούδια, γραμμές, καμπύλες
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε το χορό.

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το δειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι από τους σάτυρους
κρατιέται κι ειναι αγρίμι
και είν' η φωνή του ασήμι,
μη φύγεις, ειμ' εγώ. 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Το γιασεμί ή ίασμος (Jasminum) στην Ποίηση

Το γιασεμί ή ίασμος
Η λατινική λέξη Jasminum προέρχεται από την ελληνική λέξη ιάσμινον (μύρον)
δηλαδή ιασμέλαιο και η ελληνική ανάγεται στην περσική λέξη yâsamin ή yāsam
Υπάρχουν 300 περίπου είδη που απαντώνται στις εύκρατες και θερμές χώρες της γης.
 Το γιασεμί, ίασμος, γιάσμινον (Jasminum) της οικογένειας oleaceae, έφθασε από την Ανατολή με σταθμό την Κωνσταντινούπολη, όπως λέει ο Αχιλλέας Παράσχος σε κάποιο ελεγείο του : «Από την Πόλη γιασεμί και ροδ’ απ’ την Αθήνα».

Κάποια παράδοση λέει πως Ισπανοί θαλασσοπόροι φέρανε από τις Ινδίες στην Ευρώπη το γιασεμί και καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία.
Ο δούκας της Τοσκάνης το αγάπησε τόσο πολύ και με τόση ζήλια, ώστε απαγόρευσε στον φτωχό κηπουρό του να δώσει άνθος ή βλαστό σε οποιονδήποτε του το ζητούσε. 
Αλλά ο νεαρός κηπουρός χάρισε στην αγαπημένη του, την ημέρα της γιορτής της, ένα κλαδί με τα μυρωδάτα άνθη του γιασεμιού. Εκείνη το φύτεψε μυστικά και με τις οδηγίες του καλού της ευδοκίμησε και πολλαπλασιάστηκε.

Όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε και η αγάπη τους, αλλά η φτώχεια δεν επέτρεπε την ένωσή τους. Μια καλή τύχη όμως τους βοήθησε. Δυό πλούσιοι Γάλλοι περνώντας από την Τοσκάνη ένοιωσαν τη θαυμάσια μυρωδιά και με την προσφορά ολόκληρου θησαυρού η κοπέλα, παρά την αρχική της άρνηση, αναγκάστηκε να τους δώσει ένα φυτό.

 Οι Γάλλοι το έφεραν στη μεσημβρινή Γαλλία, όπου και καλλιεργείται για τη βιομηχανική παραγωγή γιασμινελαίου της αρωματοποιίας – στους περσικούς χρόνους χρησίμευσε και σαν φάρμακο. Έτσι η νεαρή Ιταλίδα, πλούσια πια, έγινε το ταίρι του αγαπημένου της, τραγουδώντας :
 Ανθίσαμε για μας τα γιασεμιά
κι οι δυό μας οι καρδιές γενήκαν μια !

 Οι κόρες της Τοσκάνης για ανάμνηση, την ημέρα του γάμου τους, στολίζονται με γιασεμιά, γιατί πιστεύουν ότι αυτά θα φέρουν την ευτυχία της ζωής τους.

Πολλά λαϊκά δίστιχα φανερώνουν την ασύγκριτη μυρωδιά του, που κυριεύει τις αισθήσεις τις ζεστές νύχτες του Καλοκαιριού.

Χαλάλι σου ‘ναι γιασεμί όσο νερό κι αν πίνεις,
γιατί το κάνεις ευωδιά και μου το ξαναδίνεις!


Ιντά `χεις γιασεμάκι μου και μάδησ’ ο ανθός σου
η γλάστρα σου έπεσε μικρή γή λίγο το νερό σου


Επέρασε το γιασεμί κι είπε του κρίνου «γειά σου»
- Ανάθεμά σε, γιασεμί, εσύ κι η μυρωδιά σου.


Καυγάδες με το γιασεμί έβαλε πάλι ο κρίνος
ζηλεύγει ντου τσι μυρωδιές που δεν μυρίζει εκείνος 

 
 Ήθελα νά ΄μαι γιασεμί στην πόρτα σου ν’ ανθίζω,
κάθε πρωί που θα περνάς να σε καλημερίζω.


        Ως έχεις την απομονή, έχε και την ελπίδα
        Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.

''να μην αφήνεις γιασεμι
να κοβουνε τσ' αθούς σου
χερια που δε κατεχουνε
και σπουνε τους βλαστους σου''

 
  Το γιασεμί στην πόρτα σου γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω ωχ γιαβρί


Το γιασεμί δεν θα μπορούσε ν' αφήσει όμως ασυγκίνητους τους ποιητές μας. Το ωραίο αυτό λουλούδι,  που συμβολίζει την αγνότητα,
την αγάπη, τη ζωή, την ευτυχία, και την ελπίδα, γέμισε ''μοσχοβολιά'' την ποίηση!

Τάσος Λειβαδίτης
"Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν"

 Ο πρώτος στίχος(απόσπασμα)
 Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.


 Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα(απόσπασμα)
 Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας ένα μικρό γιασεμί…
 JASMINE, by Sophie Anderson
Οδυσσέας Ελύτης(αποσπάσματα)
«Το Μονόγραμμα»(απόσπασμα)
 ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά -- κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε 

JASMINE, by Sophie Anderson ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο(απόσπασμα)
 Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους

 
Προσανατολισμοί
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ Ι

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

 
 Ελένη - 1972
Κάτασπρο γιασεμί και μι και μι
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί


 Το τριζόνι - 1963
 Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στου γιασεμιού την ευωδιά
στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού
Βύρων Λεοντάρης, Άνθρωποι(απόσπασμα)
[Από την ενότητα Παλιοί κήποι]

Τη νύχτα αναζητήσαμε - κι αυτή μας πλημμυρά,
ποθήσαμε τη σιωπή - μα ήρθε η απουσία,
τα γιασεμιά αγαπήσαμε - κι εκείνα τη χαρά
και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ- ΜΟΝΟΧΟΡΔΑ (επιλογή)
Πέταλο γιασεμιού, σε ένα ποτήρι με νερό, μακριά που μ'αρμενίζεις.

Ο ΡΙΤΣΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΥΝΤΕΜΗ(απόσπασμα)
Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κ’ ελπίδα
–είναι τα χνάρια
σου, Μενέλαε.
Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου
φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά
χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες
της έγνοιας του.
Κώστας Ουράνης – Ταξίδι στὰ Κύθηρα(απόσπασμα)
 Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο

Young Girl Holding a Spray of Jasmine” (1886)- by François Boucher
ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ(απόσπασμα)

Σπουδές (1951)
Εικοσιπέντε χρόνων
Σαν άρωμα από γιασεμί λεπτό, που σβήνει
και σμίγει με την αύρα της εσπέρας,
μοιάζει η θλιμμένη μου απόψε ετούτη μνήμη
Τα γιασεμιά-Κ-Παλαμάς (απόσπασμα)
Κι άλλη καμία
Δεν είναι ανθάδα
Όνειρο ασπράδα
Μάγια ευωδιά
Τα γιασεμιά
λιποθυμιά

κι άλλη καμιά πλάση δεν είναι –μήτ’ εσύ κρίνε λιγόζωη
τόσο μεθύστρα ω πόσο

Ο Άγγλος ποιητής Ενδμόνδος Σπένσερ (1552-1599), εξισώνοντας τα μέρη του γυναικείου σώματος με διαφορετικά λουλούδια, δημιουργεί έναν ανατομικό ανθόκηπο:
Τα χείλη της μοσχοβολούνε βιολέτα
…………………………………………………………
ο θεϊκός της κόρφος αγκαλιά από φράουλες
………………………………………………………….
Τα στήθη της κρίνα που ακόμη δεν έχουν ανοίξει τα φύλλα τους.
Οι θηλές της μικρά μπουμπούκια γιασεμιού.
Αφιέρωση -Νίκος Δήμου

Είχα ξεχάσει πως μυρίζει το γιασεμί.
Αλλά βγαίνοντας στη νύχτα, ξαφνικά,
ντυμένος λεπτό χιτώνα τον ιδρώτα σου
ντυμένος χρυσό ιμάτιο το άρωμά σου,
χτύπησα πάνω στην οσμή του γιασεμιού σαν σε γυάλινο τοίχο.

 Σ’ αγαπώ τρυφερά και σ’ αγαπώ άγρια,

περπατώ την νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα,
στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού
και προφητεύω.
                                                     
Art by, Conrad Kiesel
Όταν θάρθεις-Γιάννης Τόλιας

Όταν θάρθεις

θα σβήσω τα φώτα και τις ώρες

Να αφήσω μονάχα το μωβ

να φωτίζει τα μάτια σου

Θα σε κοιτάζω ασάλευτος

αιμορραγώντας γιασεμί και θέρος

Δε θα μιλάς

Θα γεμίζει το ποτήρι μας

το άρωμα μιας άρρωστης μνήμης

να πίνουμε ατελείωτα

στο μεγαλείο της σήψης

Όταν φύγεις

σε παρακαλώ

μη μου επιστρέψεις την όραση.


Τα γιασεμιά εσκύψαν για το χατήρι σου
κι ολόκληρο το κρύψαν' το

παραθύρι σου


''Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί''(Γιώργος Σεφέρης)

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Λένα Παππά (Ποιήματα)

Λένα Παππά, «Διάττοντες»
''Με ροκανίζουνε ρολόγια, μνήμες, γεγονότα
ολόκληρη μέσα στα όνειρα μονάχα.''


Η Λένα Παππά  γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία στο Παρίσι όπου παρακολούθησε στη Σορβόνη μαθήματα Μοντέρνας Τέχνης και πήρε το Diplome des Etudes Approfondies (D.E.A.).


Υπηρέτησε ως έφορος (διευθύντρια) βιβλιοθήκης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και βοηθός του καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης Παντελή Πρεβελάκη και από το 1980 μέχρι το 1990 άσκησε τα καθήκοντα της προϊσταμένης γραμματείας της Σχολής (γενικού γραμματέως).
Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ιδρυτικό μέλος της Δελφικής Ακαδημίας.

artist: Vicente Romero Redondo
 Λένα Παππά-Η μνήμη σου

 Ἡ μνήμη σου
διάττοντας φλογερός
ἄγριος κομήτης
αὐλακώνει τόν οὐρανό μου
πυροπολεῖ τίς νύχτες μου

Ἡ μνήμη σου
ξυπόλητο ζητιανάκι
κλαίει μπροστά
στήν κλειδωμένη μου πόρτα

Ἀγκάθι κάτω ἀπό τό πέλμα μου
λεμονανθός στά μαλλιά μου
δροσερό νερό στό ποτήρι μου
ἡ μνήμη σου

Θάνατος πού μέ ζεῖ
ζωή πού μέ πεθαίνει.

 Art by-Monika Helsegen
 Λένα Παππά-Δικαίωμα
 
Ὁ Ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡσάν ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε
μέ φῶς καί μέ θάνατον,
ἀκαταπαύστως.

Κάλβος

Ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε
Θεέ μου, ἀπ’ τή ζωή,
ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε,
νά μᾶς τό δώσεις∙
ἔχουμε τό δικαίωμα.

Τό ἔχουμε ἀκριβά,
προκαταβολικά, πληρώσει
μέ τό θάνατο.

 Από τη συλλογή Ψίθυροι, Άπαντα Α' τομ.σελ. 126.
 Από τη συλλογή Εἰς ἐπήκν, Άπαντα Β' τομ. σελ. 241
 Λένα Παππά
Ἐρωτικό


Εἶδα ὄνειρο ἤμουν μαζί σου πλάϊ στήν θάλασσα
ἡ ἥλιος ἔλιωνε τόν κόσμο
κι ἐσύ γελοῦσες φέγγοντας τίς φλέβες μου
ἅπλωνα τό χέρι ἐτσιδά καί σ’ἄγγιζα
ἠλεκτρισμένη
λάβα και μύρο χυνόμουν ὅλη κι ἔρρεα
πρός ἐσένα.

Μέ κοίταζες κι οἱ θάνατοί μου ὅλοι πέθαιναν
κι ὅλα τά πράγματα πού δέν μέ ξέραν
τραγουδοῦσαν τ’ ὄνομά μου
ριγοῦσα ἀπό τήν ἡδονή τῆς πεταλούδας πού φτερώνει
καί σκίζει τό κουκούλι της βγαίνοντας στῶν ἀνθῶν τό φῶς.


Κι ὅπως τά ὄνειρα δέν ἔχουν λογική
σέ πῆρα σάν μωρό στήν ἀγκαλιά καί σέ κανάκεψα
τόσο γλυκά πού κουλουριάστηκες στά σωθικά μου
κι ἔγινα ἡ εὐτυχισμένη σου μητέρα.


Τώρα πατώ στά νύχια μήν ξυπνήσω
τήν ἀπουσία σου
πουθενά δέν κοιτάζω μήν τυχόν καί φύγει
ὁ μαγεμένος ὕπνος ἀπ’ τά βλέφαρά μου
καί δῶ ἀδειανή, θανατωμένη τήν ζωή μου
καί παραλοΐσω. 

 Από τη συλλογή Σκιατραφῆ καί φωτόφιλα, Άπαντα Β' τομ. σελ. 480.
 Λένα Παππά
Ἀγῶνας

Από τη συλλογή -Εἰς ἐπήκοον, Άπαντα Β' τομ. σελ. 226.

Ποῦ νά βρῶ μιά μαγεία πιό καινούργια;
Πώλ Βαλερύ


Ἐγώ πόνος πεῖνα πενία
ἐγώ
ποδοπατημένο ρόδο
σφαγμένη χαρά
θηρίο στο δόκανο οὐρλιάζω
θέλω να βγῶ ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο.

Νά γεννηθῶ ἀλλοῦ, ἄλλοτε
ἄλλη
νά φύγω ἀπό μένα
ἀδολοφόνητη, ἀράγιστη νά ὀρθωθῶ καί νά μείνω

μέ τήν κορφή πάνω ἀπ’ τή λάσπη
τό βορβῶδες τοῦ σώματος, τόν θανάσιμο
ἐναγκαλισμό τῆς φθορᾶς

Ποῦ, πότε, πῶς; μήν μπορώντας σπαράζω
ἀκρωτηριασμένο κορμί
σκισμένος βράχος
τσεκουρωμένο δέντρο

Ὁ Θεός μου
πέτρινο ἄγαλμα στά βάθη
ἀνεξερεύνητων κήπων
νά χειρονομῶ παράφορα
πυρακτωμένη νά σέρνομαι μ’ ἀφήνει
ὁλομόναχη
στή μαύρη αἰωνιότητα κατάντικρυ.

Λένα Παππά
Στιγμιότυπο

Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος, Άπαντα Α' τομ., σελ. 239.


Κάθησε ἐκεῖ πρόσεχε μή χύσεις τό γάλα σου.

Μαμά γιατί τό γάλα εἶναι ἄσπρο
πότε θά μοῦ πάρεις ἕνα ποδήλατο
ποῦ πάει ὁ ἥλιος ὅταν δύσει
ποιός ἀνάβει τά ἄστρα
πεθαίνουν οἱ κοῦκλες;

Τί θά πεῖ φωτόνια
ὑπάρχει στ’ἀλήθεια ἡ φεγγαρόλουστη
τί εἶναι τά χάπια τῆς εὐτυχίας
ποῦ εἶναι τό τόπι μου
ποιός ἔμαθε τά πουλιά νά τραγουδοῦν
πότε παντρεύονται τά μερμήγκια
γιατί μετά τό καλοκαίρι ἔρχεται ὁ χειμώνας

τί θά πεῖ κρίσιμη ἡλικία
ποιός γέννησε τό Θεό
γιατί πεθαίνουμε
μιλᾶνε τά ψάρια;

Γιατί ἡ Κοκκινοσκουφίτσα πῆγε στό δάσος
ἀφοῦ ἤξερε πώς ἦταν ἐκεῖ ὁ λύκος
τί θά πεῖ βόμβα μεγατόννων
γερνᾶνε οἱ ἄγγελοι;
Γιατί νά μήν έχουμε καί μεῖς φτερά
πῶς γίνεται ἡ πλύση ἐγκεφάλου
τί χρειάζονται οἱ μῦγες
θά μέ ξεχάσεις ὅταν πεθάνεις;


Πότε θά πᾶμε ταξίδι στό φεγγάρι
σ’ ἀρέσουν τά ροδάκινα
ποῦ βρίσκεται τό ἀθάνατο νερό


Γιατί ἔκανες «ἄχ»
κάθε πότε γίνονται οἱ πόλεμοι
τίς φοβᾶσαι τίς κατσαρίδες
οἱ κουτοί πᾶνε στόν Παράδεισο
ποῦ εἶναι ὁ Παράδεισος
- γιατί δεν μοῦ ἀπαντᾶς;

Μαμά ὅταν μιλάει κανείς πολύ
τελειώνει κάποτε ἡ φωνή του;

 foto by Nadia M. on Flickr.
 Λένα Παππά
Παραμόνεψα


Παραμόνεψα τόν εαὐτό μου καί τόν βρῆκα
νά ἐκπυρσοκροτεῖ- ὅπλο φονικό-
μέ στόχο την καρδιά μου
μέ τρομερά σαγόνια να καταβροχθίζει τόν καιρό
νά σέρνεται μέσα στῆς προσευχῆς τή θλίψη
μέ ὑψωμένη τήν γροθιά νά φοβερίζει ἄγνωστους θεούς
μέ ἀπεγνωσμένη λύσσα καί νά κλαίει
γιά τόν χαμό μιᾶς πεταλούδας.

Κάποιες φορές φορώντας διάδημα ἀπ’ ἀστέρια
φτερά ν’ἀνοίγει σέ οὐρανούς ἀνείδωτα γλαυκούς
νά ὑπνοβατεῖ πάνω σέ ρόδα καί μαχαίρια ἀκονισμένα
στούς τάφους τῶν ἐρώτων του νά ὀλολύζει
καί νά χορεύει μές τά καταγώγια τῶν πόθων, τόν χορό
τῆς ἄνομης Σαλώμης

γεμάτος γύρη καί μοσκοβολιές νά γέρνει
σέ ἀνθισμένους κήπους τοῦ Μαΐου
καί μέ τό γυάλινο κλειδί τῆς μνήμης
νά προσπαθεῖ νά ξεκλειδώσει τό σεντούκι τῶν παραμυθιῶν.

Παραμόνεψα τον ἑαυτό μου καί τόν εἶδα
πίσω ἀπό τά τυφλά ὀνόματα, τίς μαῦρες λάμψεις
πίσω ἀπό τους πικρούς καθρέφτες τῆς ζωῆς
Ἄγνωστο, Φοβερό
νά μέ παραμονεύει.

 Από τη συλλογή Εἰς ἐπήκοον, Άπαντα Β' τομ. σελ. 240.http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/papa_ioulios.html
Ένας λόγος για τη μοναξιά, Λένα Παππά

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/enas-logos-gia-th-monaxia/#.U5NFhvuCpdg | Ithaque
O εαυτός μου
Μου έκαμε πολλά
Πικρά κι ανεπίτρεπτα
Λάθη βουνό.

Ξαφνικά κι ολοένα μού έφευγε κυνηγώντας τον
μόλις που τον πρόφταινα
στην άκρη-άκρη του γκρεμού
άλλοτε κρυμμένος
πίσω από μάσκες τερατώδεις με περιγελούσε
με διέσυρε, με ατίμασε
μες στους καθρέφτες όλους, κλέβοντας
τον χρόνο και τον πόθο μου
άσωτα για να τους σκορπίσει
στους κόκκινους ανέμους της παραφοράς.

Καρτερικά τον υπόμεινα μισώντας τον
τρυφερά τον κανάκεψα, συγχωρώντας τον
σε αγώνα ματωμένο τον προκάλεσα
τον στόλισα με όνειρα πολύτιμα
τον έσπρωξα στο πηγάδι
τον αγάπησα, τον καταράστηκα
κρυφά τις νύχτες έλπισα κι ευχήθηκα τον θάνατό του.

Στο τέλος, σέρνοντας ήρθε, δαρμένο σκυλί
και κούρνιασε δίπλα μου
ραγισμένος απ’ την ηλικία, γυρεύοντάς μου
να γεράσουμε μαζί
  "Τα Ποιήματα" Β’ – Λένα Παππά