|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
Οδυσσέας Ελύτης - Προσανατολισμοί (1940)
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή-
|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.
|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
Ελύτης, Έφερα τη ζωή μου ως εδώ (απόσπασμα)
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές
των φάρων
Φεύγουνε γιά να πάν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποιά θάλασσα
Νά 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα
ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για
να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για νά 'ναι
οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιές νά είν' αυτές
Ποιός κόπος ήμερος, ποιά σπασμένη ενότητα, ποιός θρήνος
'Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα πού
κλονίζει αιώνες !
(Οδυσσέας Ελύτης)
|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
Δώρο ασημένιο ποίημα.(απόσπασμα) Οδυσσέας Ελύτης
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ” αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογρα-
φείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Ο ΓΛΑΡΟΣ (Οδ-Ελύτης-απόσπασμα)
Στο
κύμα πάει να
κοιμηθεί
δεν έχει τι
να φοβηθεί
Μήνας
μπαίνει μήνας
βγαίνει
γλάρος
είναι και
πηγαίνει
|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1940)-Οδυσσέας Ελύτης
Κύματα φεύγουν έρχονται.
Αφρισμένη απόκριση
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα.Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
''Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά''
(απόσπασμα-Το Μονόγραμμα-Οδυσσέας Ελύτης
Αποσπάσματα -Νίκος Κββαδίας
Σταυρός του Νότου
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει
Θεσσαλονίκη
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
(Απόσπασμα από το ποίημα «Ο έρωτας σαν το κύμα» του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς)
Ο έρωτας σαν το κύμα
φέρνει και παίρνει
κεραυνοβόλος και αργόστροφος
ήρεμος σαν τη φαντασία
όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις
Λάμπει όταν σκοτεινιάζει
Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις
τέρας με φτερά αγγέλου
Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται
Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα
Έρχεται …
Αναρχικός και ατομικιστής
Πιστός και άθεος
Μας κυνηγάει έναν έναν
Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια
Και δηλώνει
Δολοφόνος και αθώος.. μαζί
Κατερίνα Γώγου (1940-1993), Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών(απόσπασμα)
Ποτέ πια!...
Μοιρολογούν τα κύματα...
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα...
Πάρτε τις λέξεις από δω!
Και τα δυο τρόμο μου φέρνουν.
Πονάει για μένα το νερό
κι εγώ γι' αυτό
το ίδιο...
Αποσπάσματα-Αλκυόνη Παπαδάκη
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα...
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή..
Άραξες το σκέφος σου σε απάνεμο λιμάνι..
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα...
Ναυάγησα...
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα...
Ταξίδευα σ' ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ' αυτιά μου
ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες..
Όπου μου λεγαν πήγαινα...
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν.
Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι
όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα
τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…
»
Ἡ καρδιά μας
(Γιῶργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη 1908 - Ἀθήνα 1941):
Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά.
Ποιὸς μαντεύει
τὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας;
Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα
κῦμα μυστικό, χωρὶς ἀφρό.
Βουβὰ πιάνει μία στεριά.
Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει
τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου,
ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.
Rainer Maria Rilke
Αυτό είναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυμίες αυτό ‘ναι: σιγαλή ομιλία
Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό: ώσπου από ένα χτεςνα βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει.
Υπενθυμίσεις του Έρωτα ~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.
Σαν ένα κύμα-Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Νόστιμον ήμαρ, 1988.
Σαν ένα κύμα θά 'ρτει.
Ή σαν το ξαφνικό το φως που
αστράφτει στον ορίζοντα – φανάρι που δεν τό 'δειχναν οι χάρτες.
Σαν ένα κύμα.
Πάνω στα λάδια και τα γράσσα, πάνω στα μαύρα κουρασμένα σίδερα. Σαν ένα κύμα.
Στα βρώμικα, κρυφά φορτία. Στα σκοτεινά και φοβισμένα αμπάρια.
Σαν ένα κύμα θά
'ρτει – μα εσύ πορεία μην αλλάζεις.
Δώσε το στίγμα κι ετοιμάσου μια για πάντα
να ξυπνήσεις.
Πρώτη δημοσίευση:
περιοδικό Σημειώσεις, 1988.
Γ. Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (ποιήματα 1967-1988), Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1991.
Ο βράχος και το κύμα (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)Απόσπασμα
«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ' ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ' ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; Ποιος είσαι σύ κ' ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»
Διαβάστε ολόκληρο το ποιήμα/εδώ
Ανδρέας Εμπειρίκος, Τα κύματα
Εκ των ενόντων και με συγκαταβάσεις
Κληθήκαμε επ' εσχάτων να ανεβούμε
Στη γέφυρα που στήσανε μπροστά μας˙
Μα αυτό δεν το δεχθήκαμε.
Δεν ξέρω πώς,
Όμως δεν μάθαμε ποτέ ποια τρεχαντήρια
Από ποια θάλασσα μας φέρανε τα ψάρια
Που σπαρταράν στο στήθος μας
Και νοιώθουμε γλυκά την δυνατή αρμύρα-
Χθες όμως και προχθές και ακόμη σήμερα
Το γεγονός αυτό που' ναι πολύ παλαιότερο
Πιστοποιήθηκε και πάλι.
Και ακόμη τρέμουν σταγόνες μέσα-μέσα
Γιατί βαθειά μας ξύπνησαν τ' αρχαία τρεχάματά μας
Και ξεφυλλίζουνε τα φύλλα
Παρά πολλών ετών.
Ίσως γι' αυτό δεν ανεβήκαμε στη γέφυρα των άλλων,
Μα πέσαμε στα κύματα και γίναμ' ένα
Με την δική τους έκτασι και το δικό τους βάθος.
Κ' έτσι,
Θαρρώ πως όσο κι άν μεταβληθούνε τα χαράματα,
Θαρρώ πως όσο κι αν αλλάξουν τα καράβια
Πάνω γραμμή
Κάτω γραμμήΘα τρέχουνε τα κύματα
Θα τρέχω με τα κύματα
Όποια κι αν είναι εμπρός τ' ανηφόρια.
Αθήνα 8/8/1934
ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΕ ΟΛ’ ΑΥΤΑ και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει
αλφάβητο. Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που
την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας.
[Πηγή: www.doctv.gr]
Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ-Κική Δημουλά (απόσπασμα)
Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα.
Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,
Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·
πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,
και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.
Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,
σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι
κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά
θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.
|
Φωτογραφία, Κατερίνα Κρανιώτη |
Μαρία Καρδάτου, Κύμα
Κύμα
Άπλωσα τα χέρια
το στήθος μου σκίαζε
το μέτωπό σου
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω η θάλασσα
Απλωμένα χέρια
κι από κάτω τα δέντρα
Απλωμένα χέρια
να κρατούν τον ήλιο
να κρατούν το φεγγάρι
πάνω στο φόρεμά μου
Απλωμένα χέρια
κι εσύ μόνο να παίρνεις
κύμα αφρισμένο
Από τη συλλογή Ούτε δροσιά (2002)
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα...ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;
Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.
Κοντά στα κύματα
θα χτίσω το παλάτι μου
Θα βάλω πόρτες
μ' αλυσίδες και παγώνια
Και μες στη θάλασσα
θα ρίξω το κρεβάτι μου
γιατί κι οι έρωτες
μου φάγανε τα χρόνια