Το σώμα και το μηδέν -Τάκης Σινόπουλος Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά φεγγάρι ασύγκριτο περνώντας των δασών τα αινίγματα τις αίθουσες των δέντρων. Ναι μοναξιά κι ένα κορμί γεμάτο με ησυχία και μηδέν. Πηγή |
Art by, Vicente Romero Redondo ΜΑΡΙΑ-Tάκης Σινόπουλος ‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος. Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία. ‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα, παράφορη, γυρίζοντας με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα, σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας. Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα. Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς. Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ. Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν. Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους. |
Art by, Stanislavas SugintasΤάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»Ωραία εσύ η ανείδωτημέσα στον ουρανό του ποιήματος καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη, ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες. Ωραία εσύ νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη. Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο. Σε περιμένω. Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά πετράδια από τη θάλασσα ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά. Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω. Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη. Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου κι εσένα και τη βλάστηση γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη, προπάντων χώμα χώμα Ελένη. Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος. Τάχα θα' ρθείς; Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω, όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα, στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη; Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών κατάμεστη από σταλαχτίτες-ποιήματα και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά να ζωντανεύει και να γίνεται ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή εγώ γεμάτος διάστημα εσύ γεμάτη μ' άστρα πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη μεταρσιωμένη;
Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152] |
Artist Ana Munoz ReyesΑΝ-Τάκης ΣινόπουλοςΑπ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό. Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε ανάμεσα στα ερείπια. Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν- νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ- φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο πριν. Αν το χέρι σου ήταν. Αν τα μάτια σου. Αν το χέρι σου. Αν η λέξη που πήγες να πεις. Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος. Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου. |
Art by Sergio Martinez Cifuentes ΝΤΟΑΝΑ*Τάκης Σινόπουλος Τσακίζεις τοῦτο τὸ κλαδί, τσακίζεις τ’ ἄλλο, μὰ τὸ νερὸ ποὺ γύρευες δὲν εἶναι ἐδῶ. Περνᾶς τὰ χώματα, περνᾶς τὶς πέτρες, μὰ δὲ θὰ βρεῖς τ’ ἄσπρο ποτάμι. Ξέρες μονάχα κι’ ἄμμους κι’ ἐρημιά, θάμνα στὸν ἥλιο κόκκινα, κορμοὺς καὶ βράχια κόκκινα, πιὸ πέρα σίδερα καὶ ξύλα. Φώναξε. θ’ ἀκούσουν τὴ φωνή σου καὶ θ’ ἀποκριθοῦν μ’ ὅμοια φωνή. Μὰ δὲ θυμοῦνται πιὰ πότε ἦρθαν, τί γυρεύουνε σ’ αὐτὸ τὸ πέρασμα τὸ σκοτεινό. Μὴν προχωρήσεις. Θὰ σὲ ρημάξει ἡ σκόνη, θὰ σὲ καταπιεῖ, καὶ μὴ φωνάξεις. Ἔτσι, μέσα στὸ φῶς τ’ ἀπέραντο τ’ ἄσπρο ποτάμι δὲ θἄρθει, πρόσμενε, ποτὲ δὲ θἄρθει τ’ ἄσπρο ποτάμι, τ’ ἄσπρο ποτάμι. |
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ/εδω |
http://3gym-n-ionias.att.sch.gr/geitonia/biografia.htm |