Σελίδες

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Σπασμένο φεγγάρι

Σπασμένο είναι απόψε το φεγγάρι
γέμισε θρύψαλα και κλαίει ο ουρανός
μα σκούπισε απ' τα μάτια σου το δάκρυ
μη πέσουνε στα πέλαγα
γιατί είμαι ναυαγός.

Και που θα βρω στεριά για ν' αράξω
που' ναι βαθύς και μαύρος ο γιαλός
και δίχως λέξεις πως να σε φωνάξω
που δεν μ' ακούς και πάει πια καιρός.

Σπασμένο είναι απόψε το φεγγάρι
έπεσε πάνω μου και μ' έκοψε στα δυο
μ' άναψε μάτια μου της νύχτας το λυχνάρι
απο το φως του έρωτα που είναι Αγιο Φως.
(Μαρία Λαμπράκη)


Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Ποιήματα-Goll, Ivan- Iβάν Γκολ

ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ-Iβάν Γκολ
Πόσοι και πόσοι στις νυχτερινές κάμαρες μέσα
δεν ξεστρώνουν με τα εύθραυστα χέρια τους
τα μολυβένια σεντόνια

Τυφλό το μάτι του εκκρεμούς
η μοναξιά
κρέμεται από το σπανιολέτο
και το παντζούρι
χτυπάει σάμπως λαβωμένου άγγελου φτερούγα

Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
περιμένουν τον άνεμο
του κόσμου το τέλος περιμένουν

Αχ να και η αυγή με χρώματα σμέουρου:
τη στυφή ξαναπαίρνει η ζωή γεύση του αίματος

 μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής


 Les portes-Yvan Goll
J’ai passé devant tant de portes
Dans le couloir des peurs perdues et des rêves séquestrés
J’ai entendu derrière les portes des arbres qu’on torturait
Et des rivières qu’on essayait de dompter

J’ai passé devant la porte dorée de la connaissance
Devant des portes qui brûlaient et qui ne s’ouvraient pas
Devant des portes lasses de s’être trop fermées
D’autres comme des miroirs où ne passaient que les anges

Mais il est une porte simple, sans verrou, ni loquet
Tout au fond du couloir tout à l’opposé du cadran
La porte qui conduit hors de toi
Personne ne la pousse jamais

Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς.

Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες
μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων και των φυλακισμένων ονείρων
άκουσα πίσω απ' τις πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν
και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν

Πέρασα μπροστά απ' τη χρυσή πόρτα της γνώσης
μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν ανοίγαν
μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές
κι από άλλες σαν καθρέφτες απ' όπου περνούσαν μόνο οι άγγελοι

Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ' το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ.


YVAN GOLL : ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Το 1934 εκδόθηκε στο Παρίσι μια ποιητική του συλλογή με τίτλο "Μαλαισιακά τραγούδια". Ο Μαρσέλ Μπριόν είπε γι'αυτά ότι προίκισαν τη γαλλική γλώσσα με παράξενη αρετή μαγείας. Δύσκολα τα ξεχνάς αυτά τα μικρά ποιήματα, γιατί δεν μοιάζουν με τα άλλα, φτιάχνουν κάτι εξωτικό και παγκόσμιο μέσα από μια χαρακτηριστική απλότητα.
 ΠΗΓΗ


Mariska Karto Fine Art Photographer
 {Ιβάν Γκόλ 1891-1950, Chansons Malaises, μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς}Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο


Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πως τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
να μ’ αφανίσεις

Πιες με
να με στερέψεις

Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς
XX
Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη
να γυρίσεις πίσω στο χάος σου

Λιώνεις
χάνεσαι
σύννεφο πέφτεις
ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου
Κι σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα
                

   XXV 
Σκεπάστηκα με εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές


Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
για να με αφανίσεις
εφτά φορές

Όταν ζυγώνεις η νύχτα όλη ανατριχιάζει
οι τοίχοι σαλεύουν

το γιασεμί μυρίζει πιο δυνατά
η θάλασσα ανασαίνει πιο γρήγορα

κι άνεμος ανάστατος
σιάζει τα μαλλιά μου
όπως σ' αρέσουν



Από τότε που με γνώρισες--Ιβάν Γκολ. Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς.
Από τότε που με γνώρισες
Γνώρισα κι εγώ τον εαυτό μου

Το σώμα μου το 'νιωθα πιο ξένο
Κι από μια ήπειρο μακρινή
Δεν εξεχώριζα
Ανατολή από Νότο
Ο ώμος μου απόγκρεμος
Ορθωνόταν σα βράχος
Ξάφνου το χέρι σου σοφό
Μου δίδαξε ποια είμαι
Το πόδι μου βρήκε το βήμα του
Η καρδιά μου το χτύπο της
Τώρα αγαπώ τον εαυτό μου
Όπως εσύ μ’ αγαπάς

L'Ange
à Claire 

Une fois l'ange passe aussi
Tout près de toi
C'est un lundi matin pluvieux
Tu te sens plus vieux que le monde
Les souliers mal cirés
Et le cœur tout rouillé

Mais l'ange de ton destin passe
T'inondant de bonté
Et d'un sourire rose :
Retiens-le !
Retourne-toi !
Avant qu'il ne ressemble au vent !

Ο Άγγελος
Ιβάν Γκολ. Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς.

Κάποτε ο άγγελος
περνάει κι από μπροστά σου
είναι μια Δευτέρα πρωί, βρέχει
κι αισθάνεσαι πιο γέρος απ' τον κόσμο
φοράς αγυάλιστα παπούτσια
κι είναι η καρδιά σου όλο σκουριά

Αλλά ο άγγελος του πεπρωμένου σου περνάει
σε πλημμυρίζει καλοσύνη
και με το ρόδινο χαμόγελό του.
Άρπαξέ τον!
Γύρισε πίσω!
Προτού να γίνει άνεμος.

ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ…

Goll, Ivan


Εἶσαι τὸ βλέμμα ποὺ μὲ περιμένει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων

ἡ ἀγράμπελη μὲ μάτια χωρὶς βλέφαρα

ποὺ μὲ παραμονεύει κάθε ἄνοιξη

Εἶσαι ἡ πέτρα ποὺ κείτεται

στὸ δρόμο μου ἀπ’ τοὺς πανάρχαιους χρόνους

στραμμένη πάντα, πάντα πρὸς τὸν ἐρχομό μου

ποὺ χάνεται στὸ δειλινό

Εἶσαι ἡ αἰὠνια κοιλάδα

που’ ναι ἁπλωμένη περιμένοντας –

πότ’ ἐπὶ  τέλους θὰ βουλιάξει τὸ βουνὸ μὲς στὰ λιμνάνθεμα!

Ιβάν Γκόλ, Ποιήματα 1920-1950, μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς,

Goll, Ivan

 Ο Iβάν Γκολ γεννήθηκε στο Σαιν-Ντιέ το1891

  Σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Από το 1914 έως το 1918 ζει εξόριστος στην Ελβετία, γνωρίζεται με τον Arp, τον Jouve, τον Joyce, τον Romains, τον Werfel, τον Zweig. Το 1919 εγκαθίσταται στο Παρίσι. 

Το 1921 παντρεύεται με την Claire Studer. Συνεργάζεται με τον G.W. Pabst και τον Kurt Weill. Συμμετέχει στις εκδηλώσεις των σουρρεαλιστών. Από το 1939 έως το 1947 ζει εξόριστος στις Η.Π.Α. Το 1947 επιστρέφει στο Παρίσι. Πεθαίνει το 1951. 

Έγραψε ποιήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, στη γαλλική, τη γερμανική και την αγγλική. Γνωστότερα έργα του: "Requiem pour les morts de L' Europe" (1916), "Der neue Orpheus" (1918), "Methusalem oder der ewige Burger" (θεατρ., 1922), "Le Microbe d' Or" (1927), "Die Eurokokke" (1927), "Der Mitropaer" (1928), "Agnus Dei" (1929), "Lucifer Vieillissant" (1934), "La chancon de Jean sans terre" (1936-1939), "Traumkraut" (ποιήματα, 1951).
ΠΗΓΗ

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Νύχτα προδοσίας



Παράξενη νύχτα...
Σε στήνει και σε βάζει στο σημάδι.
Κλείνεις τα μάτια, εύχεσαι ο στόχος να μην είσαι εσύ.
Η σιωπή σαν νεκροσέντονο τύλιξε την πόλη.
Μόνο ο Ιούδας τρεκλίζει αποκαμωμένος στους δρόμους, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του τα τριάκοντα αργύρια
Κάθε τόσο γυρίζει και φωνάζει:<<Δικός μου είσαι εσύ;>>
Κανείς δεν απαντά, ο τελευταίος (που απάντησε), το πλήρωσε με σταυρικό θάνατο.
Δε βαριέσαι, μονολογεί..''Σε λίγο ξημερώνει ..''
''Δεν είναι τυχαίο. Που κάθε καινούργια μέρα. Ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού. Που μαρτυράει από παλιά. Μια προδοσία.''
Η φράση στα εισαγωγικά, ανήκει στον  Berthold Friedrich Brecht. (  Μαρία Λαμπράκη)


Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Απρίλης! Δεύτερος γιος της Ανοιξης !


(Πίνακας -Γιάννης Τσαρούχης )Απρίλης
Δεύτερος γιος της 'Ανοιξης
και μόσχο- χαϊδεμένος.
Οι μοίρες του έδωσαν πνοή
μ' αγέρα μυρωμένο.
Οι μέλισσες για χάρη του
ετρύγησαν τη γύρη!

Νά' χει τη γλύκα του μελιού
να μην αναστενάζει.
Κι η γη που τον εγέννησε
μόνο καρπούς να βγάζει.
    
Ξανθός να λούζεται στο φως
του Ηλιου την ημέρα.
Και να κρατεί του φεγγαριου
το φυλαχτό στη χέρα.
Nα ' χει το 'Εαρ το γλυκύ
και το Χριστός Ανέστη!
Με πασχαλιές ολάνθιστες
τα όνειρα να θρέφει.
(Μαρία Λαμπράκη)


                                                                     

Κική Δημουλά: Τα κόκκινα παπούτσια

Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Άσπρα. Αστραφτερά, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο», δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει, με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει… αυτό μου είναι μεγάλο… αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει. Εγώ και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ” αυτά τα πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε πού κείται το μεγάλο δάχτυλο, πού κείται το ψεύδος.

Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνιση ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια, μ” ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να “ρθει μπροστά μία σκονισμένη ιστορία, παλιά, πάλι με παπούτσια, με τα πρώτα παπούτσια που μ” έκαμαν να κλάψω.

Πάσχα και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν «δύσκολα». Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
— Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη… Θα μας φτιάξει κάτι που να “ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.

Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα, έπλεναν τζάμια. Καθώς τα “τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.

Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας, στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του “χα ξεφύγει και να “τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Όμως, αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.

Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη, από πού περάσαμε, εγώ θα του “λεγα, περάσαμε… περάσαμε… από κάτι κόκκινα παπούτσια, ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια, στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια, και φτάσαμε!

 Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρουδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια, ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα. Μια χοντρή βελόνα, σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και  στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.

Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης, αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα, αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρο μου. Κι αφού είπανε, χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα, και αφού τώωωρα η Αργυρούλα, μπήκε στο θέμα πια ό πατέρας μου:
— Και τώρα, μαστρο-Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο! 
Με τούτο το «προκείμενο» πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πώς το «προκείμενο» μπορεί να “ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
— Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;

Και πριν προφτάσω ν” ακούσω την απάντηση, η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ” ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο-Κούλης, όλα τα χοντροπάπουτσα, να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης «μπόλικα! μπόλικα», που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε:
— θα γίνουν αθάνατα!

Ανησύχησα.
— Δε θέλω αθάνατα, κόκκινα θέλω, ψέλλισα.
— Θέλε! αγρίεψε ό μαστρο-Κούλης, κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου, και φύγαμε.

Ίσως σου κακοφανεί, μαστρο-Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σου χρώσταγα να περάσω μια τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου “φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τάνκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ” εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις. Έσκασα στο κλάμα.
Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο… Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι.

Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι; Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι, κατηφορίζουμε για την εκκλησία. Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου, αυτός με την κατάνυξη του, Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης, ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της, το πρόσεχε μην πέσεις, το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου, άλλαξε το βήμα σου. 

Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα, ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη. — Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.

Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηχαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς». Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει, με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σα μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.

Η μάνα μου, άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο: — Τι λες… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.

Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλυτη και κλαίγοντας, τα έβαλε με τον πατέρα μου:
— Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!

Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σα να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».
- Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.

- Τι λες εκεί… Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη.
Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στήν ξώπορτα, να πάω να παίξω.

Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το “να μου πόδι, και το “κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.

Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση, προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν” αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα. - Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!
- Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.
- Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα.

Και αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά, δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μην την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου.
Σ” αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μη σε πνίξουν τα καυσαέρια, είναι τρέλα να ισχυριστείς ότι μυρίζουν πασχαλιές. Και όμως, εμένα μου μύρισαν.
* από το βιβλίο της Κικής Δημουλά «Εκτός σχεδίου»
εκδ. Ίκαρος, 2004
ΠΗΓΗ

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

'Ανοιξη -Μαρία Πολυδούρη (ποιήματα)

[ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ...]
Τί θέλει τούτη ἡ Ἄνοιξη...
Σαλεύουν
ἀόρατα, πανάλαφρα
τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
τὴν καρδιά...

-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας
στὰ δάχτυλα
ἕνα κορμί, φτερό.
Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
εἶναι πουλί.

Ἕνας νέος ἀράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σὰ νὰ πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη
τὸ φιλί.

-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο
κι᾿ ὅλο μένει
σὰν κουτσό... κοντοφτέρουγο...
Λυπημένη
τὴ ματιά μας ρουφᾶ
τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
καὶ χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στὴ γαλήνη
καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
τὸ δικό μας ἐναντίωμα
μὲ κλειστὸ στόμα.
Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη...
Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα...
[ΚΑΛΕ ΜΟΥ Η ΑΝΟΙΞΗ ΕΦΤΑΣΕ...]

Καλέ μου, ἡ Ἄνοιξη ἔφτασε. Τὰ βράδια μὲ πλανᾶ
πῶς παίζει στὸ παράθυρο τὴ φωτεινή της σάρπα.
Μὰ τὰ μεσάνυχτα γροικῶ ποὺ φευγαλέα περνᾶ
τὸ θλιβερὸ τραγούδι σου στὴ νυμφική τους ἅρπα.

Καλέ μου, ὅλα γυρεύουνε γλυκὰ νὰ μὲ κοιμίσουν
καὶ νὰ μοῦ ποῦν πὼς ἔσβησες γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ γῆ.
Μὰ ὅλα, χωρὶς νὰ θέλουνε, σένα θὰ μοῦ θυμίζουν
κι᾿ ἀνίδεα θὰ μοῦ κάνουνε τὴ νοσταλγία πληγή.

Καλέ μου, πῶς ἀπόσβησε παντοτινὰ ἡ ματιά σου
ἀπὸ τὸν Ἥλιο ποὺ ἄλλοτε μ᾿ ἀγάπη μοὖχες δείξει;
Πῶς ἔγινε ἔτσι, νὰ βρεθῶ τόσο πολὺ μακριά σου
κι᾿ ὁ ἥλιος σου ἐχθρὸς νὰ μοῦ γενῆ, σκοτάδι νὰ μὲ πνίξη;

Πρὶν ἀπὸ σένα πέθαναν ὅσα μοὖχες ταμένα
κ᾿ ὕστερα χάθηκες καὶ σὺ μαζί τους, τὸ πιὸ ὡραῖο.
Ἕνας κυκλώνας γύρω μου τὰ πάντα ἔχει θαμμένα
καὶ μ᾿ ἔχει ἀφήσει ζωντανὴ μόνον γιὰ νὰ σὲ κλαίω.
 Άνοιξη
Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν»
 Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.

Παρίσι. Άνοιξη 1927

Όλα θα σβήσουν-(απόσπασμα)

 Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.

Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.

Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι' ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.

Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, 'πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,

ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.

Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή. 

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του  στο σανατόριο της Πάρνηθας  τρία έργα: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937), «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1938, αφιερωμένο στο Βασίλη Ρώτα),  «Εαρινή Συμφωνία» (1938)
https://rosetabooks.wordpress.com

Το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1937, με ήρωες ένα νέο αγόρι και ένα νέο κορίτσι, είναι ένας ύμνος στην ομορφιά, στην αγάπη και στον αγώνα του ανθρώπου για υψηλότερα ιδανικά.

Πάρνηθα 1937
Σὰ νἄρθε φέτος ή Ἄνοιξη κλαμένη. //  Ἥλιος πολύςδέν ἠταν πουθενά γιὰ νὰ ζεστά­νουμε τὰ χέρια μας. /Μέσα μας ἕνα σπουργί­τι κρύωνε. /  Πεθυμήσαμετ' ἀγαθά μάτια τῶν μοσχαριῶν γιὰ νὰ κοιτάξουμε τὴ γῆ,τὸν ούρανό καὶ τὴν καρδιά μας...

 -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμέ­νου παιδιοῦ. / Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά.../ Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... /Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. //


Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. /  Τὸ δέρμα του ἦταν ρό­δινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπα­ροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια.

Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμα­στε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι. / Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... 



 Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... / 
Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή!

// Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων. [] // Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. /  Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ...
- - - -Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο.
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... / Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση !..
 - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία... / Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. /  Στὴ δεξιά:  ἕνας ἄγγελος, [] ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο./ Στὴν ἄλλη:πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! /  Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα,  τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα...  Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους.
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε.  Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων.  Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.//  Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό...  // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα;
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. // Πά­νου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. //  Ὁ ἥλιος πρό­βαλε χαρούμενος  / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας...
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στά­θηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!..
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!..
...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τρα­πέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπα­λωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λου­λάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. / Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !..
 ΣΑ ΝΑ' ΡΘΕ φέτος η Άνοιξη κλαμένη.
Κάτου απ' τις λεύκες μένει σιωπηλή και δεν κοιτάζει τα παιδιά που παίζουν.
Λεπτό φλουρί από φως πρασινωπό γλιστράει στο πρόσωπό της κι ακόμη δεν μπορεί να μας χαμογελάσει.
Όμως τα βράδια ένας γρύλλος τραγουδάει ανάμεσα στα σκονισμένα μου βιβλία, και μια πυγολαμπίδα ανάβει το φανάρι της πάνου από τα χαρτιά μου, να γράφω αγρούς με γαλανά λουλούδια και καλαμιές όπου περνούν κοπάδια τρυγονιών.
Θυμάμαι τη βρυσούλα του χωριού γιομάτη πολυτρίχια, όταν δοκίμαζα στις μικρές τρύπες του καλαμιού να σφυρίξω το πρώτο σιγαλό τραγούδι της μεγάλης καλοκαιριάτικης νύχτας.
Κι απόψε μια πυγολαμπίδα φωτίζει τ' ανοιχτό βιβλίο ενός κρίνου κ' ένας γρύλλος διαβάζει το ποιηματάκι του μικρού Χριστού που αποκοιμήθηκε στο πράσινο χορτάρι.
Κ' εγώ θα πω το τραγούδι της πυγολαμπίδας.

(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)