Σελίδες

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος

rock plant flower garden ruins lilac cevennes stone house stone roof
«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος
 Άνοιξη. Λαχανιάζει το φως γύρω και μέσα μας. Μια βαθιά ανάσα. Λιγάκι πιότερος αγέρας. Λαχταρίζει ένα φτερό πάνου μας, σκουντάει τους τοίχους. Μια πασχαλιά σκύβει πάνου απ’ τη μάντρα. Σε κοιτάει καλά. Την ξέρεις. Ξέρεις τη μυρουδιά της, φυλαγμένη κατάβαθα, εκεί πλάι-πλάι με την εικόνα της μητέρας, με το χαμόγελό της το βραδινό που σάλευε στη μορφή της σαν ένα μικρό, καρτερικό άστρο… Τότες που γυρνούσαμε σκονισμένοι, παιδιά, με γδαρμένα γόνατα, απ’ τις τάπιες του νησιού, πέρα στη Μονοβάσια, με την πίκρα του σύθαμπου πάνω στην ψυχή, σαν ένα στεγνό βότσαλο πάνω στην παλιά εταζέρα, σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί πάνου στο εργατικό τραπέζι μετά το δείπνο.
Η πασχαλιά, η μαβιά μυρωδιά της στη συνοικία της Αθήνας. Λες: ευχαριστώ. Ένας κόμπος στο λαρύγγι. Είναι όμορφα… Η μάντρα, τα δεντράκια, οι πέτρες εδώ. Η λάμψη του δειλινού πάνου στις καλτσοβελόνες καθώς πλέκει στο παράθυρο η κοπέλα τού μπαρμπα-Στάθη. Η φωνή του εφημεριδοπώλη «τελευταίο παράρτημα…» Είναι όμορφα… Το ξέρεις, και πικραίνεσαι γιατί το ξέρεις. Προχτές ακόμη, πότε; -να, ένα-δυο μέρες πριν, Νοέμβρης-Δεκέμβρης, α, ναι, δεν ήξερες: ήταν δεν ήταν όμορφα. Μονάχα ήταν. Κι όλα βρισκόνταν μέσα του. Τα σπίτια κι οι άνθρωποι και τα δέντρα, όλο το φως, η λευτεριά…

Τώρα λιγόστεψε ο αγέρας, χωρίστηκαν πάλι τα πράματα, καθένα με τ’ όνομά του: το σπίτι, το δέντρο, ο μπαρμπα-Στάθης, η Μαρία, ο εφημεριδοπώλης, το δειλινό, η μνήμη, το παρόν…

Ζητάς να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Κάτι μποδάει. Μα, κει πιο μέσα, πιο βαθιά, το σμίξιμο, η λαχτάρα μια: λευτεριά… Το δειλινό στη συνοικία της Αθήνας μας. Ένα μελαχρινό παλικάρι στέκεται μπροστά στο μουτζουρωμένο τοίχο. Έχει τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού σφιγμένα σε γροθιές. Κοιτάει τον τοίχο με τα κόκκινα σβησμένα γράμματα.

Μια γριά περνάει δίπλα του. Κοντοστέκει. Κοιτάζει σα μάννα:
— Μας τα σβήσανε, γιε μου, έτσι λέει. Μας τα σβήσανε.
Το μελαχρινό παλικάρι δε μιλάει. Μόνο που σφίγγει λίγο τα χείλια του. Η γριούλα πηγαίνει πιο σιμά του:
— Μη χολοσκάς, μάτια μου. Κι αν σβήσανε, μαθές, τα γράμματα απ’ τους τοίχους, μη δα σβηστήκανε κι απ’ την καρδιά μας;
Χαμογελάει το παλικάρι, χαμογελάει κι η γριούλα μπροστά στον τοίχο, εκεί, με τα σβησμένα γράμματα. Όλα σμίγουν ξανά: το δειλινό, τα σπίτια, η πασχαλιά, οι καρδιές… Ένα όνομα…
Κι η φωνή του εφημεριδοπώλη μέσα στη συνοικία της Αθήνας, στο τριανταφυλλένιο σούρουπο. Η φωνή του: «Οι Ρώσοι στο Βερολίνο».
Είναι το πρώτο πεζό που δημοσίευσε ο Ρίτσος στα Ελεύθερα Γράμματα, στο δεύτερο τεύχος, στην πρώτη σελίδα, με τον υπέρτιτλο «Εικόνες».
Αξίζει να προσεχτεί πως γράφτηκε στις αρχές του Μάη του 1945 (αφού δημοσιεύεται στις 12 Μαΐου) δηλαδή τις μέρες της νίκης επί του φασισμού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΧΩΡΟΣ

Ένα παράθυρο ανοιχτό. Ανασαίνει βράδυ. Γαλανός ατμός ανασηκώνει τα έπιπλα. Το τραπέζι πλέει στην κάμαρα. Μπορεί να φύγει απ’ το παράθυρο – μα είναι μεγάλο – ν’ ανεβαίνει στον ουρανό με τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου λίγο λοξές στον αέρα. Στο τζάμι σβήνει το τριανταφυλλί αντιφέγγισμα κι η εικόνα του αντικρινού φράχτη. Είσαι μόνος. Ο ουρανός σε τυλίγει από παντού, καθώς κι ο καθρέφτης της ντουλάπας γίνεται ουρανός, λίγο πιο αστραφτερός, και τ’ άλλα λείπουν. Έξω στο δρόμο μια φωνή:

- Καλά, μητέρα, έρχουμαι.

Αυτή η φωνή διαποτισμένη απ’ το βράδυ. Μέσα της τρέμει ο ουρανός. Ένα άστρο κολλημένο πάνου στη φωνή σα γραμματόσημο πάνου στο φάκελο. Ξέρεις από πού φτάνει το γράμμα. Γνωρίζεις το γραφικό χαραχτήρα της βραδιάς και τη λέξη «μητέρα» όπως την ακούει ο σιωπηλός δρόμος της ανοιξιάτικης συνοικίας. Από κει κι έπειτα το ταξίδι είναι μεγάλο. Πολλά χρόνια. Η θάλασσα. Όταν αργούσες σφίγγοντας στα δάχτυλα δυο στάχυα απ’ το δείλι. Κι απ’ το μπαλκόνι σου φώναζαν: «Έλα, ώρα φαγητού. Θα σου κρεμάσουμε το κουτάλι». «Καλά, μητέρα, έρχουμαι».

Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τούτη τη φωνή απ’ την ώρα της. Για να την ξανακερδίσεις ολόκληρη, - όσο μπορεί ολόκληρη – σου χρειάζεται μαζί κι η βραδιά και τ’ άστρο και το παράθυρο και το τραπέζι κι ο γαλανός ατμός που λίγο λίγο βαθαίνει στον καθρέφτη της ντουλάπας.

Αν μεταθέσεις τούτη τη φωνή σε μιαν άλλη ώρα, σ’ ένα άλλο φως, σ’ ένα άλλο τοπίο, δεν είναι πια η ίδια. Το χρώμα, ο ήχος, το νόημα είναι άλλα. Μπορεί η γαλήνη να ’ναι πείσμα. Κι η ίδια λέξη στο μεσημέρι μπορεί να γίνει δαγκωμένο μήλο από άσπρο λουλούδι.

Λοιπόν θα παίξουμε τώρα με τις λέξεις και με τους τόνους; Κι όμως μ’ αυτές υπάρχεις σαν ποιητής. Μ’ αυτές σχετίζεσαι με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με σένα, την τάδε ώρα, στο τάδε μέρος, στον τάδε ουρανό. Αν δεν τις ξέρεις δεν μπορείς να δοθείς και να υπάρξεις, και δεν μπορώ να σε γνωρίσω. Οι λέξεις έχουν τις δικές τους σχέσεις με το χώρο που ’ναι δικές σου σχέσεις με τη σιωπή, με τη θυσία, με τον κόσμο. Αν τις ξεχάσεις, χάθηκες.

Δεν το ξεχνάμε. Για να μην ξεχαστεί ο κόσμος μας. Θα μας συγχωρεθεί στο τέλος η  υστεροβουλία της δημιουργίας. Όταν θα ’χουμε νικήσει.
ΠΗΓΗ

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Μεσόγειος θάλασσα

Στίχοι:  
Άλκης Αλκαίος

ΜεσΟγειος - Η θΑλασσΑ μας
Γεωγραφικά χαρακτηριστικά

Μεσόγειος θάλασσα: Μια θάλασσα "στη μέση της γης", όπως λέει και η λέξη. Η μικρογραφία ενός ωκεανού που φιλοξένησε μερικούς από τους σημαντικότερους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν στην γη.

Μια θάλασσα που κράτησε στην αγκαλιά της τα περισσότερα καράβια και έδωσε ζωή στις περισσότερες ταξιδιωτικές περιπέτειες από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα.

Από τις Ελληνικές τριήρεις, τις Ρωμαϊκές διήρεις, τα πλοία των Καρχηδονίων και των Βυζαντινών, τις Ισπανικές καραβέλες και τις Βενετσάνικες κορβέτες, μέχρι τα σημερινά υπερσύγχρονα πυρηνικά υποβρύχια, η Μεσόγειος Θάλασσα δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ίσως ο σημαντικότερος δρόμος επικοινωνίας των λαών και των πολιτισμών τους.
Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ανάμεσα στους τιμηθέντες και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης.

ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Απόσπασμα ''Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.

Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη-Γιώργος Σεφέρης

Greece, Mediterranean Sunset.
«Η Μεσόγειος έχει τη δική της ηλιοφωτισμένη τραγωδία η οποία δεν έχει σχέση με εκείνη της ομίχλης»,
γράφει στην «Εξορία της Ελένης» ο Aλπέρ Καμί. Κάποια απογεύματα, πλάι στη θάλασσα ή στα ριζά του βουνού, καθώς πέφτει η νύχτα, «η τραγωδία, μέσα σε αυτήν τη χρυσαφένια λύπη, φτάνει στο αποκορύφωμά της».

Κατά τον Καμί, «σε τέτοια τοπία, εάν οι Ελληνες βίωσαν την απελπισία, ήταν πάντοτε μέσα από το ωραίο και τη δυναστευτική του υφή». Αυτό το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Στη Μεσόγειο το γνωρίζουμε καλά.

Ο Αλμπέρ Καμί επισκέπτεται την Αθήνα το 1955 μετά από πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας όταν ήταν πια 42 χρονών, ως κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαικού πολιτισμού» 

Στην ομιλία του μεταξύ άλλων αναφέρει : «Η Ελλάδα για μένα λέγει τώρα ο ίδιος είναι κάτι το πολύ πιο απλό: Είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μια πηγή». (…)
«Θέλω να πω μας εξηγεί ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπή τα πάντα και να μας δίνη πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση του συγχρόνου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία». (…)

Αντόνιο Φερράδα Αλαργκόν - Μεσόγειος θάλασσα

Το τοπίο γέμισε ελαιόδεντρα
κι έγραψαν τ' όνομά μου
πλάι στη θάλασσα .
Εκεί παραμένει μια υπόσχεση
σαν ένα άγαλμα
σκεπασμένο από χρόνο και αφρό :
σ' αυτό το μέρος
απ' όπου έφυγαν σπαθιά , κρασί και ποίηση
θα επιστρέψω
για να βρω μια διέξοδο
από το Λαβύρινθο .

Μετάφραση : Ρήγας Καππάτος
 Μεσόγειος
Eugenio Montale (1896 – 1981)
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, όταν ανοίγουν
σαν πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
οπισθοχωρούν και σβήνουν.
Το σπίτι των παλιών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα που ψήνει ο ήλιος
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.

Σαν και τότε, σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, όμως δε θεωρούμαι πια άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλείνει η αναπνοή σου: εσύ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρή ζύμωση
μες στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως κατά βάθος ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος

κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνηθίζεις εσύ, που ρίχνεις στις ακτές,
ανάμεσα σε φελλούς, φύκια και σταυρούς
τα άχρηστα απομεινάρια του αβυσσαλέου βυθού σου.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ-Γιώργος Βέης
-Γεωγραφία κινδύνων-

O κόσμος μια σταγόνα έρωτα στο φτερό του καιρού —
χαμηλή πτήση
απ' το παράθυρο το ουράνιο τόξο, ένα βαθύ βλέμμα
να δω ξανά τα σύννεφα στα χαλίκια
να πιστέψω στη διάρκεια της μέρας.
Ο ήλιος λίγο πριν ένα μάρμαρο
τώρα σπασμένα φανάρια,
με την τελευταία στροφή καίγεται ο ορίζοντας.

Εκείνο το γεράκι
που φάνηκε στην άκρη του μεσημεριού
το χρειαζόμαστε, πορεία σταθερή προς την ηλικία'
κάτω απλώνεται η σιγουριά του δάσους
που θέλει να μας μεταμορφώσει πάλι σε πέτρες κι έλατα
να μας αγγίζει ο δαίμονας και να μη χάνουμε το βήμα μας.

Ένα δαχτυλίδι βροχής, θα το προλάβουμε άραγε;
δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βγούμε έξω απ' τους χάρτες.
Ένα ποτάμι κατεβαίνει τον ουρανό
λίγη δροσιά απ' το παρόν
το αεροπλάνο γέρνει αποφασιστικά
προς τη μεριά των αοράτων.

''Μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών''
Μεσόγειος

Στίχοι:  
Δημήτρης Χριστοδούλου

Μουσική:  
Ζωρζ Μουστακί
Μεσόγειο τη λεν και παίζουνε γυμνά
παιδιά με μαύρα μάτια αγάλματα πικρά
γέννησε τους Θεούς, τον ίδιο το Χριστό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μεσ’ τη Μεσόγειο

Το αίμα τους αιώνες σκάλισε εκεί
τα βράχια και τους κάβους και τη βαθιά σιωπή
νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές
μεσ’ τη Μεσόγειο

Οι κάμποι κι οι ελιές χάνονται στη φωτιά
τα χέρια μένουν μόνα κι άδεια τα κορμιά
λαοί της συμφοράς και πίκρα του θανάτου
το καλοκαίρι εκεί δε χάνει τα φτερά του
μεσ’ τη Μεσόγειο
εδώ στη λίμνη αυτή γεννήθηκα κι εγώ
μεσόγειος του φόβου και των πικρών καιρών
τα όνειρα που `παίζαν στα βαθιά νερά
γινήκαν δέντρα μόνα στα ξερά νησιά
μεσ’ τη Μεσόγειο

Τον Παρθενώνα κρύβουν σύννεφα βαριά
στην Ισπανία εχάθη η λέξη «λευτεριά»
πάντα η Αθήνα μένει όνειρο πικρό
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τον καιρό
μες στη Μεσόγειο

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Το Άναρθρο Άδειο - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ



Πρόσωπα
:     ΕΓΩ
 
                      ΚΙΕΓΩ


Εσωτερικός διάλογος

ΕΓΩ:            Έλα τώρα, κάντο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, δεν…
ΕΓΩ:            Τι δεν;  Εμπρός!
ΚΙΕΓΩ:        Δεν γίνεται… δεν μπορώ!

ΕΓΩ:            Μα το υποσχέθηκες.
ΚΙΕΓΩ:        Όχι, όχι. Κάτι άλλο θα πω. Να… Τι περίεργο, αυτό που μου συμβαίνει τελευταία… περπατώ
                      στο δρόμο κι όλο τα υφάσματα κοιτώ πάνω στα σώματα!
Πού τεντώνονται, πού
                      τσαλακώνονται, πού ξεθωριάζουν. Σαν οθόνες που δείχνουν ταινίες και προσπαθώ να
                      μαντέψω τις ιστορίες…
ΕΓΩ:            Άστ’ αυτά. Δεν μας αφορούν. Βρες από πού θ’ αρχίσεις.
ΚΙΕΓΩ:        Ή τη φαντασίωση πούχα προχτές… Ψηλός αυτός με μεγάλη μύτη κι έγραφε ποιήματα… και…
ΕΓΩ:            Και τίποτα. Λοιπόν. Άρχισε.
ΚΙΕΓΩ:        Είναι τόσο παράξενο… Είχα χρόνια πολλά να ξυπνήσω το πρωί  και να θυμάμαι τα όνειρά
                      μου. Ίσως φταίει το ραδιοφωνάκι που σιγανά με αποκοιμίζει… Αλλά να θυμάσαι ένα
                      όνειρο ακόμη κι αν είναι εφιάλτης είναι… όνειρο. Χα! Χα! Χα!
ΕΓΩ:            Άσ’ τ’ αστειάκια. Δεν είναι αυτό το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί, ξέρεις, μόνο στ’ όνειρο συμβαίνει το θαύμα: Δηλαδή, αυτό που πραγματικά έζησες,
                      αυτό που λαχταράς να ζήσεις κι αυτό που φοβάσαι ή ελπίζεις για το μέλλον να γίνονται
                      όλα ένα. Ίσως γι’ αυτό έπαιξαν τέτοιο ρόλο στην ιστορία των ανθρώπων τα όνειρα.
ΕΓΩ:            Ωχ, άσε τις κοινοτοπίες, τώρα.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί; Η κοινοτοπία δεν είναι πάντα για πέταμα, αρκεί να περιέχει κάποια αλήθεια κι όχι
                     μια υιοθετημένη συμπεριφορά.
ΕΓΩ:            Ακόμη διόλου δεν πλησίασες αυτό που πραγματικά είναι να πεις.
ΚΙΕΓΩ:        Τι να πω; Πως νιώθω σα να μπαινοβγαίνω σ’ ένα ακατάστατο δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
                      είναι; Τραπεζαρία; Κάποιος σερβίρει νεκρά φαγητά, άλλος κοιμάται με φαντάσματα…
                      Κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο έρχεται  η μπόχα των ονείρων που τα πέταξαν στα σκουπίδια.
ΕΓΩ:            Τώρα κάτι πιο κοντά βρίσκεσαι.
ΚΙΕΓΩ:        Ναι, αλλά δεν μπορώ, ανατριχιάζω. Προτιμώ να περιγράψω μια ευλογημένη στιγμή:
                      τη συγκομιδή. Πώς κουνάς το κλαρί και πέφτει ο καρπός ζεστός από τον ήλιο, όλο άρωμα,
                      με το κοτσάνι να μοιάζει πως ματώνει. Να προχωράει η μέρα, νάναι όλο και πιο δύσκολο
                      το μάζεμα στη ζέστη…
ΕΓΩ:            Και στο τέλος να μετράτε τα τσουβάλια, να τα στοιβάζετε στη σκιά, κτλ, κτλ. Φτάνει η
                      παρελθοντολογία.
ΚΙΕΓΩ:        Και το βραδάκι να καθόμαστε γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι, να ξεχωρίζουμε τα κλειστά
                      απ’ τ’ ανοιχτά φιστίκια, να μιλάμε, να λέμε αστεία, να γελάμε, να όπως εκείνος, εδώ,
                      στη φωτογραφία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι το παρόν σου σήμερα;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι βέβαια.
ΕΓΩ:            Περιμένω την περιγραφή του παρόντος σου.
ΚΙΕΓΩ:        Απουσία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι όλο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι. Σημασία έχει πού οδηγεί αυτή η απουσία.
ΕΓΩ:            Πού;
ΚΙΕΓΩ:        Άστο καλλίτερα.
ΕΓΩ:            Προσπάθησε.
ΚΙΕΓΩ:        Μα θαρρείς πως δεν έχω προσπαθήσει;  Είναι σα να χάνεται κι αυτό ακόμη το ένστιχτο
                     αυτοσυντήρησης.
ΕΓΩ:            Ναι, αλλά, αυτό…
ΚΙΕΓΩ:        Το ξέρω. Δίκιο έχεις, όμως…
ΕΓΩ:            Ωραία. Πες λοιπόν πως μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο…
ΚΙΕΓΩ:        … που είναι άδειο. Αχ, μακάρι νάταν τόσο απλό!
ΕΓΩ:            Τότε τι έχει μέσα;
ΚΙΕΓΩ:        Δεν έχει τίποτα μέσα. Έχει αδειάσει.
ΕΓΩ:            Από τι;
ΚΙΕΓΩ:        Απ’ όλα. Όμως δεν ξέρεις αν αυτά τα «όλα» ήσαν όλα δικά σου ή αν κάποιος άλλος είχε
                      κι αυτός κάτι προσθέσει.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει ποιανού ήταν; Σημασία έχει πως έχουν χαθεί.
ΚΙΕΓΩ:        Μα δεν καταλαβαίνεις πως αν ξέρεις μέσα σου πως ήταν όλα δικά σου μπορείς να ελπίζεις
                      ότι θα τα ξαναστήσεις, ενώ εάν…
ΕΓΩ:            Τώρα εσύ δεν σκέφτεσαι σωστά. Γιατί αυτό που μετράει, αυτό που γιομίζει το δωμάτιο
                      είναι το αμάλγαμα, η σύνθεση ανάμεσα στα υπάρχοντα και τα εισερχόμενα… Αυτό που
                      κουβαλάει ο άλλος και η πολυθρόνα που εσύ τον βάζεις να καθίσει. Αυτή η σύνθεση των
                      δύο είναι ανεπανάληπτη. Αλλά είπαμε· η δουλειά σου εσένα είναι να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Ας κρατήσουμε τη συμβολική εικόνα του δωματίου. Μπαίνω και… αχ!
ΕΓΩ:            Τι έγινε πάλι;
ΚΙΕΓΩ:        Κύματα έρχονται και με σταματούν στο κατώφλι. Κύματ’ από μυρωδιές, γεύσεις, αφές.
                      Αναμνήσεις από αφές, γρατζουνιές και ψιθύρους.
ΕΓΩ:            Μα τότε κάτι υπάρχει.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, να, χάθηκαν. Ξαφνικά χάθηκαν όλα. Οι οσμές, οι αφές…
ΕΓΩ:            Άντε πάλι. Για ξαναδοκίμασε το δωμάτιο.
ΚΙΕΓΩ:        Καλά. Μπαίνω. Προχωρώ. Με περιστοιχίζουν οι τέσσερις τοίχοι. Είναι κι ένα παράθυρο
                      που… αχ! Ξαφνικά ανοίγει, σίφουνας ορμάει μέσα. Σίφουνας όχι από αέρα αλλά από
                      πράγματα, αντικείμενα, λέξεις στροβιλίζονται, παπούτσια και τραγωδίες, συμπεράσματα 
                      και   κάλτσες…αιωρούνται όλα, θα με χτυπήσουν στο πρόσωπο… Θεέ μου δεν μπορώ.
                     Φεύγω από δω μέσα.
ΕΓΩ:            Γιατί δε μένεις; Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι είναι αυτά τα αντικείμενα, γιατί είναι
                      στον αέρα;
ΚΙΕΓΩ:        Μα αφού το ξέρω. Δεν είναι ιπτάμενα αντικείμενα. Είναι όλα  τα πράγματα που μοιάζει
                      νάχουν χάσει το βάρος τους, τη σημασία τους, την αξία τους… οι ιδέες, οι προοπτικές,
                      οι παρουσίες που δυνατές ή αδύνατες σε στήριζαν στη ζωή...  Πότε χοροπηδούσες, πότε
                      σερνόσουνα, αλλά αυτές ήταν που σε συντηρούσαν. Τώρα όλα είναι όμοια, απρόσωπα
                      σαν τα πούπουλα π’ άφησε πίσω του κάποιο πουλί που πέταξε μακριά. Ούτε καν χρώμα
                      δεν είχε το πουλί.
ΕΓΩ:            Τώρα δηλαδή μου περιγράφεις το άδειο;
ΚΙΕΓΩ:        Ίσως να το πλησιάζω. Λοιπόν. Δεν αλλάζουμε τώρα κουβέντα;
ΕΓΩ:            Όχι.
ΚΙΕΓΩ:        Μα έχω ζήσει μια ζωή τόσο γεμάτη, έχω τόσα να διηγηθώ, τόσες φωτογραφίες να σου
                      δείξω… Γιατί τόσο επιμένεις στο άδειο;
ΕΓΩ:            Γιατί μ’ αρέσουν τα δύσκολα.
ΚΙΕΓΩ:        Και νομίζεις πως είναι εύκολο να περιγράψεις μια ευτυχισμένη στιγμή που σου άλλαξε
                      τη ζωή; Μπήκες σ’ ένα εστιατόριο να φας βιαστικα για να πας στη δουλειά σου κι όταν
                      βγήκες από κει ήσουν ένα άλλο άτομο, καμιά σχέση μ’ αυτό που ήξερες, με άλλα όνειρα
                      και σχέδια για το μέλλον.
ΕΓΩ:             Η ευτυχία δεν χρειάζεται περιγραφή ούτε ερμηνεία. Αν σου τύχει χρειάζεται μόνο
                      η εξυπνάδα να την αναγνωρίσεις κι έπειτα αυτή κυλάει σα νερό στ’ αυλάκι και
                      σε ποτίζει. Και κάποτε βέβαια στερεύει.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Τότε ας πάμε σε κάτι φοβερό, αλλά κάπως πιο…
ΕΓΩ:            Πιο εύκολο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι ακριβώς. Πιο ευδιάκριτο θάλεγα.
ΕΓΩ:            Σαν τι;
ΚΙΕΓΩ:        Το φόβο.
ΕΓΩ:            Φόβο για τι πράγμα;
ΚΙΕΓΩ:        Να, βλέπεις; Το ότι μπορείς να καθορίσεις τι φοβάσαι είναι σπουδαίο πλεονέκτημα.
                      Υπάρχουν δύο μεγάλοι φόβοι, ίσως και τρεις.
ΕΓΩ:            Δηλαδή;
ΚΙΕΓΩ:        Πρώτος: Να φοβάσαι για τον εαυτό σου, μην εσύ πάθεις κάτι. Είτε γιατί περιμένεις το
                      αποτέλεσμα μιας ιατρικής εξέτασης ή γιατί έχεις αναλάβει μια επικίνδυνη αποστολή
                      ή και γιατί είσαι μόνος στο σπίτι.
ΕΓΩ:            Ο δεύτερος;
ΚΙΕΓΩ:        Ο δεύτερος είναι να τρέμεις για κάποιον άλλο, έναν πολύ αγαπημένο: έρωτα, παιδί,
                      σύντροφο. Φόβος, αγωνία για το αν θα γυρίσει το βράδυ ή αν του ’τυχε κάτι στο δρόμο.
ΕΓΩ:            Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος μπορεί να είναι ο τρίτος.
ΚΙΕΓΩ:        Ο τρίτος είναι ο πιο σπάνιος. Μπορώ να τον φανταστώ, αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ
                      να τον νιώθω.
ΕΓΩ:            Και είναι τι;
ΚΙΕΓΩ:        Πιστεύω πως σε καταλαμβάνει όταν έχεις τόσο πλατύ νου, τόσο μεγάλους ορίζοντες,
                      τέτοια οικουμενική προσωπικότητα (ίσως και τέτοια ασήμαντη προσωπική ζωή)
                      που να φοβάσαι για το μέλλον της χώρας σου, της φυλής σου, της επιστήμης σου,
                     για το μέλλον του κόσμου.
ΕΓΩ:            Κι αυτός ο φόβος είναι σπάνιες, ε;
ΚΙΕΓΩ:        Και βέβαια είναι σπάνιος. Είμαστε όλοι τόσο σφιχτά φασκιωμένοι με τις πάνες της
                      καθημερινότητας, με τα προσωπικά μας περιστατικά κι είναι και τόσο απαιτητική η ζωή,
                      τόσο σπάνια απλόχερη…
Πού να μείνει χώρος για ν’ ανησυχήσουμε για το μέλλον του
                      κόσμου! Τώρα εσύ με κάνεις και λέω κοινοτοπίες.
ΕΓΩ:            Εσύ δεν είπες πως η αλήθεια δεν είναι ποτέ κοινοτοπία;
ΚΙΕΓΩ:        Και γι’ αυτό αμφιβάλλω τώρα… Ίσως να παίζει ρόλο και το ποιος και πώς την εκφράζει.
ΕΓΩ:            Να δούμε τι άλλο θα εφεύρεις για ν’ αποφύγεις το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Να, προχτές ξανάδα, τυχαία, έναν παλιό μου έρωτα.
ΕΓΩ:            Άντε πάλι.   
ΚΙΕΓΩ:        Είχε ένα πρόσωπο τόσο ασυνήθιστο και τόσο συνηθισμένο μαζί… Γυαλάκια,
                      μπλε ματάκια, χαμηλή φωνή. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να λέει κάτι το αξιομνημόνευτο
                      κι όμως κάτι περιείχε αυτό το ον. Μείγμα σοφίας και απελπισίας; Φλαμανδός ήταν.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει από πού ήταν;
ΚΙΕΓΩ:        Πως δεν έχει! Ξέρεις τι μεγάλη γοητεία είναι ν’
                   
ανακαλύπτεις μια ξένη κουλτούρα μιαν άλλη φύση μες απ’ ένα συγκεκριμένο σώμα; Παλιά, όταν ήμουν ερωτευμένη –σχεδόν
                      πάντα με ξένο– αισθανόμουνα και λίγο εξερευνήτρια.

ΕΓΩ:            Λοιπόν, ήρθε θαρρώ η ώρα να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα το περιέγραψα.
ΕΓΩ:            Τι;
ΚΙΕΓΩ:        Μα, ναι. Φαντάσου όλα όσα είπα, για τη συγκομιδή, το φόβο, τους φόβους, τους ανεξήγητους έρωτες, φαντάσου…
ΕΓΩ:            Εγώ να φανταστώ; Αφού εσύ περιγράφεις.
ΚΙΕΓΩ:        Φαντάσου, λέω, όλ’ αυτά να λείπουν. Να λείπουν σαν εμπειρία, ακόμη και σαν ανάμνηση εμπειρίας.
ΕΓΩ:            Τόσο απλό.
ΚΙΕΓΩ:        Και κάτι ακόμη πιο απλό. Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις, ένα οποιοδήποτε απ’ αυτά που έζησες.
 
                                                  ΑΥΛΑΙΑ
         
                           Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ     
                                                                                 14/3/07     

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

To Τίποτα του 'Ερωτα

Nύχτα....
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλοροεί / ψιθύρους;
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις...
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί...
-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα; 
Μείνε εδω. (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα...
Εδώ κοιμάται ο Ερωτας...
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια...
Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα / γεννιέται /ο Ερωτας...
(Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ- (Φώτης Κόντογλου)

Τα μικρασιατικά Θεοφάνεια από τον Φώτη Κόντογλου
Αϊβαλι 1920
«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.
Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Αϊβαλιώτης Καπετάνιος , έργο Φωτίου Κόντογλου 1955
Αϊβαλιώτης Καπετάνιος , έργο Φωτίου Κόντογλου 1955
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.
Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους.

Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
 Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.
Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.
Φώτης Κόντογλου
Ο Μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου.
 Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.
Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!
 
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.
Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
 Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
ΠΗΓΗ