Σελίδες

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ


Ο Γλάρος (Ρωσικά: Чайка) είναι θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ. Η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895. Στη σκηνή ανέβηκε για πρώτη φορά το 1896 στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης
 Μια παράσταση που δεν βρήκε ανταπόκριση και χαρακτηρίστηκε ως αποτυχημένη. Αντίθετα δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Από τότε "Ο Γλάρος" έχει παιχτεί αμέτρητες φορές σε όλο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηλύσια (έτος Α΄, τ. Α΄, 1906, σελ. 83-151) και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη, το 1932. Θεωρείται το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ, ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής.

Με τον "Γλάρο" εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχωφικής δραματουργίας, όπου τη θέση του ως τότε καθιερωμένου "κεντρικού ήρωα - ηρωίδας" παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία, με μοιρασμένη ανάμεσα τους τη δράση. Το ύφος του έργου είναι μικτό, μοιράζεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία. Ο ίδιος ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο του ως «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις».

Ο Τσέχωφ στον "Γλάρο" θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη, μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Γύρω τους περιστρέφονται οι άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της ζωής τους.

Anton Chekhov reads The Seagull with the Moscow Art Theatre company, 1899
«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ γράφτηκε το 1890. 
Ο Γλάρος μιλάει για τη ματαιωμένη ζωή, για τα λιμνάζοντα ύδατα μιας αδιάκοπης δραστηριότητας που επιστρατεύεται για να κρύψει τον τρόμο του κενού όταν η ζωή στερείται της καθαρότητας ενός απολύτως προσωπικού και ανεπανάληπτου λόγου για να την ζεις. Μιλάει, δηλαδή, για κανονικούς, καθημερινούς ανθρώπους…

Όπως και στα άλλα δράματα του Ρώσου συγγραφέα, η θεατρική ποίηση είναι στοιχείο κυρίαρχο που εμποτίζει την πλοκή, δομεί τα συμβάντα και χρωματίζει το εσωτερικό και εξωτερικό τοπίο των ηρώων.
Η αληθινή δράση του έργου γίνεται σ΄ έναν απόλυτα μυστικό χώρο, και τα γεγονότα είναι η απόληξη αφανών καθημερινών δραμάτων, και εξαντλητικών ματαιώσεων. 

Στο Γλάρο το μεταθεατρικό στοιχείο είναι παρόν από την έναρξη του έργου. Οι βασικοί ήρωες του έργου περιστρέφονται γύρω από τον κόσμο του θεάτρου.
Ο Τρέπλεφ, ο νεαρός γιος της ηθοποιού Αρκάντινα, αναζητά νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Γράφει και παρουσιάζει το θεατρικό του έργο στο υποστατικό του Σόριν, αδελφού της μητέρας του. Η Νίνα, η αγαπημένη του Τρέπλεφ, θα είναι η ηθοποιός που θα αναλάβει να δώσει υπόσταση στο ποιητικό δράμα του. 

Η παράσταση θα τελειώσει άδοξα. Οι θεατές του έργου, που ανάμεσα τους είναι η Αρκάντινα και ο εραστής της, ο γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν, φιλοξενούμενοι για λίγες μέρες στο υποστατικό, θα είναι ειρωνικοί και αμέτοχοι όχι μόνο στο θεατρικό αλλά και στο προσωπικό δράμα του Τρέπλεφ.
Οι περίπλοκες σχέσεις των ηρώων τους εγκλωβίζουν σ΄ ένα αναπόδραστο αδιέξοδο. Ο νεαρός Τρέπλεφ ζει έναν απελπισμένο έρωτα με τη Νίνα, που θαμπωμένη από τη γοητεία του Τριγκόριν θα αποφασίσει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και να τον ακολουθήσει στην πόλη.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλεφ έχει καταφέρει να γίνει ένας μέτριος συγγραφέας. Εξακολουθεί να ζει στο ίδιο μέρος, να δημοσιεύει διηγήματά του σε διάφορα περιοδικά, και να παρακολουθεί από μακριά την θλιβερή προσωπική ζωή και την αποτυχημένη καριέρα της Νίνας.
Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο υποστατικό την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, τσακισμένη και ανήμπορη, σαν τον νεκρό γλάρο που κάποτε της είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλεφ, θα γυρίσει και η Νίνα. Ερωμένη του Τριγκόριν με τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί που πέθανε, προδομένη από τον εραστή της που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά, επισκέπτεται τον Τρέπλεφ. Όταν πια φύγει, ένας πυροβολισμός θα ακουστεί από το δωμάτιο του. Ο γιος της Αρκάντινα, της διάσημης ηθοποιού, θα βάλει τέρμα στη ζωή του, τη στιγμή που στο διπλανό δωμάτιο η συντροφιά των ανυποψίαστων, θα παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι για να σκοτώσει την ώρα της.

ΠΗΓΗ http://www.theatro-technis.gr/o-glaros/
(Chekhov family and friends)
Anton Chekhov (1860-1904) (centre) reading his play 'The Seagull' to members of the Moscow Arts Theatre, including theatre director and actor Stanislavsky 

Anton Chekhov and his mother Eugenia Yakovlevna at their home in Yalta in 1901.(AP Photo) Photo: Associated Press
Περισότερες φωτογραφίες του Αντόν Τσέχωφ
 ΕΔΩ 
 Tolstoy , Maxim Gorky and Anton Chekhov
 Tolstoy , Maxim Gorky and Anton Chekhov
 Lydia (Lika) Mizinova & Anton Chekhov 1897.
 http://sites.duke.edu/unclevanya/dramturgy-blog/annie-and-anton/
 Anton chekhov olga knipper 641
 https://en.wikipedia.org/wiki/The_Seagull

Ο γλάρος (1957)
Σκηνή: Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
Έργο: Ο γλάρος
Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη
Σκηνοθεσία: Αλέξης Σολομός
 Βάσω Μανωλίδου (Νίνα Νικολάγιεβνα Ζαρέτσναγια).

 Βάσω Μανωλίδου (Νίνα Νικολάγιεβνα Ζαρέτσναγια), Κυβέλη (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα), Θάνος Κωτσόπουλος (Βόρις Αλεξέγιεβιτς Τριγκόριν).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=712&a=712

Ο γλάρος (1976)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 

Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης

Στέλιος Βόκοβιτς (Πέτρος Νικολάγιεβιτς Σόριν), Μαίρη Αρώνη (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=301&a=301

Ο γλάρος (1988)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 

Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

Γ. Δάνης (Πιοτρ Νικολάγιεβιτς Σόριν), Κώστας Μπάλλας (Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Μεντβεντένκο), Μιράντα Ζαφειροπούλου (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα), Ιωάννα Τσιριγκούλη (Νίνα Ζαρέτσναγια), Χρήστος Καλαβρούζος (Εβγκένι Σεργκέγιεβιτς Ντορν).
Χριστίνα Στόγια (Πωλίνα Αντρέγιεβνα), Χρήστος Καλαβρούζος (Εβγκένι Σεργκέγιεβιτς Ντορν).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=753&a=753

Το τραγούδι της λίμνης – Ελένη Καραίνδρου
 «Το τραγούδι της λίμνης», ένα τραγούδι που ακουγόταν στον «Γλάρο» του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο. Στην παράσταση που έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιανουαρίου 1988, πρωταγωνιστούσαν η Μιράντα Ζαφειροπούλου, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο Δημήτρης Λιγνάδης και πολλοί άλλοι κορυφαίοι ηθοποιοί του Εθνικού. Το τραγούδι ακουγόταν ανάμεσα στην Γ’ και Δ’ πράξη.
Στίχοι: Αρλέτα Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Μες στο νερό ψάρι χρυσό γλιστράς
και γω ψαράς με δίχτυ αδειανό,
θάλασσα εσύ και γω ο ναυαγός σου
στην αγκαλιά σου πεθαίνω και ζω.

Είσαι νοτιάς και γω πουλί χαμένο
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς
είσαι βοριάς παγώνεις τα φτερά μου
κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας.
Κρατάς εσύ τιμόνι και πανιά
και γω παιδί χαμένο, μοναχό
μάγισσα εσύ κι εγώ ακόλουθός σου
χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω..

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος -Ποιήματα



Από την «υποδοχή» του Νικηφόρου Βρεττάκου στην Ακαδημία Αθηνών.
Πηγή  φωτογραφίας
Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω, Νικηφόρος Βρεττάκος.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Ονειρευτήκαμε πολύ για ένα άλλο φως…»!

 Ο Ν. Βρεττάκος ο πνευματικός αυτός "μεταλλωρύχος" κατάφερε με μια ποίηση μεστή νοημάτων, αλλά και έντονου συναισθηματισμού ,δημιουργικής φαντασίας επεξεργασμένης τέχνης και μουσικότητας ν'ανασύρει μέσα από τη σκοτεινή στοά το φως και την αγάπη και να τη διαδόση στον κόσμο.

"Ο ρόλος μου είναι ρόλος μεταλλωρύχου. Ναι αισθάνομαι να είμαι κάτι σαν είδος μεταλλωρύχου.

Κι εποχή μας εχει γίνει κάτι σαν είδος στοάς σκοτεινής, φορτωμένης , επικίνδυνης. Ευχαριστώ τη μοίρα που μούδωσε αυτή τη ψυχή, αυτή τη μικρή σκαπάνη και υπάρχω χάρις σ'αυτή".
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με την ακάλυπτη από το χρόνο ποίηση του θα υπάρχει πάντα ανάμεσα μας.Το έργο του θα αποτελέσει ένα ανεξάντλητο ορυχείο ευαισθησίας και ανθρωπιάς για όλους όσοι προσπάθούν να αντισταθούν στη φθορά της εποχής μας. 

Από το ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ: Ἡμερολογιακές σημειώσεις, 1991

[Σημειώσεις του ποιητή]
Ὥρα 11 π.μ. 17-5-1962

Μιά “καλημέρα” ἀκόμη. Βρίσκομαι στό μέσο ἑνός κειμένου πού γράφω γιά ἕνα περιοδικό. Κατανίκησα τήν ἀκαμψία τοῦ ἑαυτοῦ μου, τήν περηφάνεια του, τήν ἐπιμονή του νά μή θέλει νά καταπιαστεῖ μ’ ἕνα ἀνιαρό, ἐπίκαιρο, ἀναγκαστικό θέμα, κι’ ἔπιασα νά τό γράφω. Θά μοῦ φάει ὅλο τό πρωΐ, ὅλο τό μεσημέρι, ὅλες τίς πολύτιμες ὧρες μου. Εὐτυχῶς πού βάζω κι’ ἐδῶ κάτι ἀπ’ τόν ἑαυτό μου καί ξεκουράζομαι γράφοντας.

Νά μερικές φράσεις π.χ. “Ὁ ἥλιος πέφτει στό πρόσωπό μου πού τόν ρουφᾶ διψασμένο, μέ πολλή λαιμαργία. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ λαιμαργία δέν χορτάστηκε σέ ὅλη μου τή ζωή καί φοβᾶμαι πώς ὅταν θά φεύγω ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θά φεύγω μέ τό παράπονο, πώς δέν χόρτασα αὐτόν τόν ἥλιο, δέν γιόμισα τήν ψυχή μου ὥς ἀπάνω, δέν ξεχείλισα, δέν κάηκα ἀπ’ τήν ευτυχία του…”.


Από το ΕΝΩΠΙΟ ΕΝΩΠΙΩ: Ημερολογιακές σημειώσεις 1962

Στιγμές από τη ζωή του ποιητή [4]

Από την «ΟΔΥΝΗ», 1969
Τέλειωσα το Δημοτικό με άριστα. Ο κ. Βουκίδης όμως, ένας πολύ σοβαρός και πολύ καλός δάσκαλος, μου έκοψε ένα δέκατο για να μάθω, όπως μου είπε, να μην τρέχω ξυπόλητος και χωρίς καπέλο τα μεσημέρια με τους ήλιους, πότε στον Πρίνο και πότε στους Μύλους. Μου είπαν, συμπλήρωσε, πως ανεβαίνεις πάνω στα ξένα δέντρα και κόβεις φρούτα, σα να ε...ίναι όλα τα δέντρα δικά σου, αλλά για το τελευταίο αυτό δεν είμαι βέβαιος, ούτε και θέλω να το πιστέψω, αλλοιώς θα σου έκοβα άλλο ένα δέκατο.
Πάντως, όλα ήταν αλήθεια και για το τελευταίο δεν είχε δίκιο που δεν ήθελε να το πιστέψει. Εγώ είχα την ιδέα πως τα δέντρα που φυτρώνουνε στη γη, φυτρώνουνε για όλους τους ανθρώπους, πως είναι κάτι σαν τους ωκεανούς, που, όπως έλεγε ο πατέρας μου, ανήκουνε σε όλες τις χώρες. Αυτό είναι άδικο για πολύν κόσμο, σκέφτηκα.

"Πάντως δεν ανήκουν" μου απάντησε ο πατέρας μου όταν τον ρώτησα. Τότε πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, δεν θάχουν δέντρα του είπα. Κι αυτός μου απάντησε: "Αν μπορείς, εσύ που το ξέρεις, να φυτεύεις δέντρα και να μοιράζεις τους καρπούς σ' αυτούς που δεν έχουν".
Ο ποιητής μας στέκεται πλάι στους καταφρονεμένους, τους δυστυχείς, τους παρίες της ζωής. Ισως νιώθει πως κι ο ίδιος είναι ένας απ' αυτούς. Ως παράδειγμα, παρατίθενται οι
«Τρεις άστεγοι»:

Μια χειμωνιά τρεις άστεγοι, που από τον πάγο σβήναν,
σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.
Κι ενώ πολύ διψούσανε καθόλου αυτοί δεν πίναν,
αλλά το χώμα κοίταζαν κι οι τρεις τους σκεφτικοί.
Κι ο ταβενιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,
γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή
να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε
γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.
Κι όταν σαν άχνιζεν η αυγή τον αποχαιρετήσαν
ένα κρασί τους πρόσφερε κι αυτός να ζεσταθούν,
ενώ από οίκτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.
Μα αυτοί κι οι τρεις περήφανοι δεν πήρανε να πιούν.
Πηγή 
http://www.poema.gr/afieromatext.php?id=158&pid=

Πιο συμβολικό και βαθύ στις υποδηλώσεις του είναι το όμορφο σονέτο
Ο Κύκνος:

Σάμπως να αιστάνθη τη ζωή του πιο πλατιά
κι άξιο το νου του κάτι πιο βαθύ να κλείσει,
κοίταξε πένθιμος κι ασάλευτος τη φύση
απ' άστρο σ' άστρο τριγυρνώντας τη ματιά.
Δεν ήταν πιότερον η μέρα απ' τη νυχτιά
του κόσμου τ' άφεγγο μυστήριο να φωτίσει.
Και την ολόλευκη ομορφιά του είχε μισήσει,
σαν σκοταδιού νάταν πυρή σταλαγματιά.
    
Την άνοιξη έκλεινε τα βλέφαρα σφιχτά
να δείξει τ' άμετρο το πένθος του στη φύση?
κι όταν εβάρυνεν επάνω στα νερά,
σαν νάχε κάπου το βαθύ μυστήριο αγγίσει
με τη λευκή τον ήλιο εσκέπασεν ουρά
κι αποκοιμήθηκε χωρίς να τραγουδήσει.
«Συνάντηση με τη θάλασσα» (1991)
Ριζική ανανέωση ποιητικών συμβόλων Επέκταση μυθολογίας του Θάλασσα: σύμβολο της διάρκειας της ανθρώπινης ζωής και της πορείας της μέσα από τον κόσμο των φαινομένων.


Άπλωνα, θάλασσα..
Άπλωνα, θάλασσα, τα χέρια παντού,
Ζητώντας απ' όλα βοήθεια κι αγάπη.
Όλα μου έδωσαν. Κ' εκτός από τον
ομιλούντα σου φλοίσβο και τον
ρυακίζοντα ουρανό, η ψυχή μου
πήρε απ' όλα, θησαύρισε
πράγματα. Κ' έγινε ομοίωση,
σώμα μικρό του παντός. Η φωνή του
φωνή μου, φως μου το φως του.
Η ψυχή μου, ο κόσμος που γίνεται
λόγος. Η ψυχή μου, ο λόγος
 που γίνεται κόσμος.


Από το "ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ", 1991
Κι ὅταν...
Κι ὅταν ἐγώ δέν θἄχω σῶμα
νά ἔρχομαι πλέον ἐδῶ,
θά συνεχίζεις ἐσύ ἀκόμη,
ἀκόμη κι ἀκόμη, ν’ ἀκούγεσαι,
θάλασσα. Ὅμως μπορεῖ
νά μέ ἀκοῦνε καί μένα
γιά κάμποσο ἀκόμη. Μπορεῖ
νά βρίσκουνε κι ἄλλα πράγματα
ἄγνωστα, πού τούς εἶχαν
διαφύγει, μέσα στίς λέξεις μου.
http://vrettacos.blogspot.gr/2009/06/blog-post_25.html

 Νικηφόρος Βρεττάκος, "Συνάντηση με τη Θάλασσα"
 Κι όταν εγώ δεν θάχω σώμα
να έρχομαι πλέον εδώ,
θα συνεχίζεις εσύ ακόμη,
ακόμη κι ακόμη ν'ακούγεσαι, θάλασσα.

Όμως μπορεί να σε ακούνε και μένα
για κάμποσο ακόμη. Μπορεί
να βρίσκουνε και άλλα πράγματα
άγνωστα που τους είχαν διαφύγει,
μέσα στις λέξεις μου.

Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου.  
Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε.
 Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Συνάντηση με τη θάλασσα
Ότι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα.
Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου
το ατέρμονο πέλαγος.
Το μήνυμα
μπορεί
μερικοί
να το έλαβαν κιόλας.

Από το Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ, 1990


Ἐρωταπόκριση
Ἡ ὀμορφιά δέν εἶναι σιωπή.
Γι’ αὐτό κ’ ἡ φωνή μου
δέν εἶναι μονόλογος.

Τῆς ροδιᾶς τό λουλούδι,
παραδείγματος χάρη,
εἶναι ἕνα ἀριστούργημα
πού
τό ἀπαγγέλλει ἡ μέρα.

Βλέπω, ἀκούω
φῶτα φωνῶν.


Γι’ αὐτό καί μέ βλέπετε
περπατώντας (ἀκόμη
καί μέσα στήν ἔρημο)
συχνά, νά ὑποκλίνομαι.

«Αν δεν είναι κατακλυσμός
από ουράνιες δυνάμεις

τι είναι τότε, λοιπόν,αυτά τα λουλούδια;»

..Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!..., Από το [Ο ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ],1983

...Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!...
Ἀνταπόκριση από τους τοπικούς πολέμους

Κοιτώντας τόν κόσμο μας, διεσταλμένα
ἀπ’ τόν τρόμο τά μάτια τῶν παιδιῶν
μεγαλώνουν ὁλοένα καί περισσότερο.
Οἱ λέξεις πού ἔμαθαν ἔγιναν
ὅλες τους μόνο μιά λέξη, ἕνα «Γιατί!»
Τά μάτια τους εἶναι μιά ἀνταπόκριση
πού χωρίς διακοπή μεταδίδεται
σέ ὅλους τούς κοιμώμενους λῆπτες
τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀπαντῆστε τους!
Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!
Ἀνάψτε ἕνα φῶς. Ἀπαντῆστε τους!

Ἐπισκέπτες, Από το [ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ], 1986

Ἐπισκέπτες
Θά προτιμοῦσα οἱ φίλοι μου πού ἔρχονται
ἀντί νά μοῦ φέρνουν, νά παίρνουν.

Κατεβαίνοντας ἔπειτα ὁ ἕνας τους
Πίσω ἀπ’ τόν ἄλλο ἀπό τοῦτον τό βράχο,
νά φεύγουν κρατώντας κι’ ἀπό ἕναν μικρό
ἀμφορέα μέ ἥλιο στό χέρι τους.


Από το "ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ' ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ", 1939
Ξημέρωμα στο Σούνιο
Εἶμαι ἕνα σύνθεμα ἀπὸ ξένο μεγαλεῖο!
Τὰ ὅσα θωρεῖς στὴν ὕπαρξή μου, εἶναι ὄλα ξένα.
Κάτι ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἀπ’ τον ἥλιο κι’ ἀπὸ Σένα,
Κάτι ἀπ’ τοῦ δάσους κι’ ἀπ’ τῆς νύχτας τὸ στοιχεῖο.

Κι’ ὅταν πεθάνω το στοιχεῖο του θὰ πάρει
Τὸ φῶς, ἡ θάλασσα, τὸ δάσος, τὸ φεγγάρι,
Καὶ δῶ στὴ θέση μου θὰ μείνει πιὰ ἡ σιγή!
Κι’ αὐτὴ ἡ ψυχὴ ποὺ μὲσ’ τὸ στῆθος μου ἔχω φέρει
Ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ ψηλὰ σὰν ἔπεσα τὰ μέρη,
Θἄχει σὲ στίχους σκορπιστεῖ πάνω στὴ Γῆ!

Τίς μέρες αὐτές, [Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957]

Τίς μέρες αὐτές
Τίς μέρες αὐτές
γιορτάζει τό χῶμα σου.
Στρατιές λουλουδιῶν
ἀνεβαίνουν νά βγοῦν
στό φῶς ἀπ’ τά βάθη σου.

Κλωστούλα – κλωστούλα
ὑφαίνεις τόν ἥλιο,
σκεπάζεις τή γῆ
μέ μπόλιες πολύχρωμες.

Κόψε μου, Πλούμιτσα,
ἕνα φουστάνι
γιατί ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
καί πρέπει στίς εἴκοσι
ἕξι να βγάλω
τό Ρόδο τό Ἀμάραντο
σεργιάνι στό σύμπαν.
ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984 
 Βραδινή ἐξομολόγηση

Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κ’ ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν
νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;

Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.

Από το ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ, 1976 [όπως δημοσιεύθηκσε στο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2ος τόμος]

Ἡ τιμή

Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆς μέ τίμησαν μέ τόν πόνο.
Τό ἔμαθα ἀργότερα, ὅταν κατάλαβα
πώς τό καλύτερο φῶς γίνεται ἀπ’ τό σκοτάδι·
μετά πού ξεχείλισε μέσα μου ἡ ποίηση
κι ἀρχίσαν ν’ ἀνάβουνε κεριά ἀπό χρόνο.

Από το ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2ος τόμος) και την ενότητα ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ

Τά χαρτιά μου
Γιόμισα τά συρτάρια μου ὄνειρα, τίς βαλίτσες, τά ράφια μου.
Ὅλα μου αὐτά τά χαρτιά ἦταν ὄνειρα
γιομάτα στοχασμούς τρυφερούς γιά τή γῆ.
Γιατί μπορεῖ νά εἰπεῖ κανένας πώς ἡ ποίηση εἶναι
μίμηση τοῦ ἥλιου. Ἀφέθηκα ὅλος· σχεδόν
ἀναλώθηκα ὅλος. Ἄς μή μάθω ποτέ
ἀπ’ τά ὄνειρα αὐτά κι ἀπ’ τά χαρτιά, τί ἀνέτειλε.

Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ὁ χρόνος τό ταξίδι και ἡ ἀπόσταση, 1961

Καί φεύγοντας ἔρχεσαι
Τώρα τό ξέρεις:τά βουνά δέ μποροῦνε νά μᾶς χωρίσουν. Καί φεύγοντας ἔρχεσαι. Καί φεύγοντας ἔρχομαι. Δέν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος ἔξω ἀπ’ το χῶρο μας. Κι ὁ ἄνεμος εἶναι ἡ ἁφή τῶν χεριῶν μας. Καθώς ταξιδεύουμε, ἐσύ στό βορρᾶ, ἐγώ πρός τό νότο, κοιτώντας τόν ἥλιο,ὁ καθένας μας ἔχει τόν ἄλλο στό πλάι του.

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961) του Νικηφόρου Βρεττάκου
 Έρωτας
Είναι τα χείλη μου μια πεταλούδα
που ζυγιάζεται ανάλαφρα κ’ είναι ένα κόκκινο
λουλούδι στα χείλη σου που
σαλεύει ανεπαίσθητα.
Τα χέρια μου
πέφτουνε πίσω στις πλάτες σου σαν
καταρράχτες νερού. Τα δικά σου το ίδιο.
Καρφιτσωθήκαν θαρρείς στον αέρα
τα έντομα, μείναν ακίνητα.
Στεκόμαστε ασάλευτοι μες σ’ ένα
όρθιο στεφάνι σιωπής. 
Το αγεράκι
που ως λίγο πιο πριν ακουγόνταν, ξεψύχησε.
Στα μαλλιά σου ένα αηδόνι προσμένει
να βγει το φεγγάρι.


Ο δρόμος του φεγγαριού
Στρωμένος με φύλλα μαλακού χρυσαφιού
που σαλεύανε λάμποντας πάνω στη θάλασσα,
σπατάλη αμύθητου φωτός ο δρόμος του φεγγαριού.
Μεσάνυχτα, Αύγουστος. Με μεγάλη πανσέληνο.
Αν σταματούσε το καράβι κι’ αν ο χρόνος
δε συνέχιζε ακόμη νάναι χρόνος
πετώντας τα κλειδιά που βάραιναν τις ζώνες μας
θα δρασκελούσαμε αλαφρά την κουπαστή και ξάφνου
πηδώντας μέσα στη θεϊκιά κοιλάδα, θα βαδίζαμε
τραβώντας ίσα για τον τέλειο χρόνο,
την τέλεια μουσική, την τέλεια ποίηση.
Χέρι με χέρι, χορευτά σχεδόν, μες απ’ ολόχρυσες
ριπές φωτός μες στη λαμπρή άπλα, θα προχωρούσαμε
όπως δυό κύκνοι με ψηλά πόδια
κάτω από τ’ άπειρο.
πηγές 

Περιμένοντας τη μουσική
Τη μουσική περιμένω να πλύνω τα χέρια μου, απ’ το
μελάνι της μέρας.  
Να πλύνω αυτούς τους αόρατους
θρόμβους του αίματος που έχω στο μέτωπο.
Το στήθος μου πλήγιασε σ’ αυτό το τραπέζι,
ριζωμένο σχεδόν, μ’ αυτές τις γωνιές του
μπασμένες στα κόκκαλα – Πληρωμή της αγίας
δωρεάς του ψωμιού, πληρωμή του νερού
που έχει στίψει το σύννεφο, πληρωμή του βουνού
και του ήλιου που βλέπω.
Τη μουσική περιμένω. Και τότε μου φαίνεται
Πως όλη τη μέρα που πέρασε ήμουνα
σε μιαν εκκλησία και μοίραζα άνθη.

Romel de la Torre/ Filipino Figurative painter

Από πού έρχεται η μουσική-Νικηφόρος Βρεττάκος

Από πού έρχεται η μουσική
Η μουσική έρχεται από σένα
όπως το νερό κατεβαίνει από το βουνό.
Καταμεσίς στην παλάμη σου αναβλύζει η πηγή
κι απ’ την κορφή του μετώπου σου. Το φως βγαίνει
απ’ τα μάτια σου
και φωτίζει τους ήχους. Τους κάνει να φαίνονται
όπως
φαίνονται τ’ άνθη
στα κλαδιά της μηλιάς. Σκεπασμένη απ’ τους ήχους
η καρδιά σου είναι κάτασπρη

Έξω απ’ την πόρτα μου
Με υψωμένα τα χέρια στο φως, σα ν’ αντλεί
νερό απ’ τα ουράνια η Μαρία.
Γνέθει στον ήλιο.
Μες στην καρδιά της
- του ανθρώπου η καρδιά είναι η πόρτα που ο Θεός -
- μπαινοβγαίνει στον κόσμο – θα ξύπνησαν φαίνεται
- πάλι και κλαίν’ τ’ ορφανά του πολέμου.
Θα κρύωσαν πάλι χωρίς πουκάμισα.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
«Ανθισμένο οροπέδιο»

Από το «ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ὁ πόνος καί ἡ συμπαράσταση, 1961
Το άγνωστο σπίτι
Το πρωί ξαναρώτησα. Δεν μου είπε κανείς.
Δεν ήξερα βλέπεις κ’ η θάλασσα. Κι όλο περίμενα.
Που να τρέξω, δεν ήξερα, που να σε βρω.
Κ’ εσύ δεν μπορούσες, αλλιώς, απ’ το χάραμα,
ψαλιδίσαν τις άκρες της στέγης μου τόσα
χελιδόνια, σπαθίσαν το φως στα παράθυρα,
ένα – δυό τους περάσανε μέσα σχεδόν
παρασέρνοντας μάλιστα και λίγες κλωστές –
αχτίνες μαζί τους’ σε κάποιο θα τους θάδινες
ένα σημείο, ή μια μικρή
φωνή σε πεντάγραμμο.
Και τότες εγώ,
θα φόραγα γρήγορα το πι’ όμορφο ρούχο του
κι αφού πρώτα θάπλενα με ήλιο τα χέρια μου,
θα ‘ρχόμουνα στ’ άσπρο κρεβάτι σου
να σου αλλάξω σεντόνι

Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Διάλογος μέ τόν κόσμο, 1961

Ποίηση Νικηφόρος Βρεττάκος - Μελοποίηση Τερψιχόρη Παπαστεφάνου - Τραγουδάει Η Χορωδία Τρικάλων

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Μοναξιά χιλιάδες φύλλα (Ποιήματα)


Αργύρης Χιόνης
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΞΗΜΕΡΩΣΕ, ΚΑΠΟΤΕ ΜΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ· από θηρίο της ερήμου ζώο
την έκανε οικόσιτο,κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιό απαλή ακόμα κι από γάτα.
Τώρα πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατα-
σπάραξε, κανείς δεν ξέρει.
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ "Μοναξιά"
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!

Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ-Κική Δημουλά

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
 Μοναξιά-
Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke)
Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από την θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει,
Από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
Πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί πάντα.
Κι από τον ουρανό, στην πόλη σα βροχή πέφτει.
Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
Τα σοκάκια όλα γυρίζουν ,
Κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα τίποτα ,
Χωρίζουν θλιμμένα κι απογοητευμένα κι ακόμη,
όταν οι άνθρωποι, που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεββάτι, κ’ οι δυό , να κοιμηθούνε: 
πάει, τότε η μοναξιά, όπου πάν κ’ οι ποταμοί….

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά-Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ-Ντίνος Χριστιανόπουλος

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

(1953)

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ--Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.
Ένας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης(απόσπασμα)
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ
LA SOLEDAD DEL MAR ES EL MEJOR EXILIO-
José Gutiérrez

…Και δεν είναι η θάλασσα σκοτεινός ορίζοντας, αλλά εξορία.
Μέσα της πραγματοποιούνται όλες μου οι επιθυμίες.
Πέρα μακριά, κάποιος με φαντάζεται
ξένο σε ξένη χώρα.
Δεν γνωρίζει αυτή τη μουσική:
της θάλασσας, το κελάρυσμά της
το δυναμωμένο απ’ τη βροχή ή εκείνους τους γλάρους
που αφήνουν μιαν αχτίδα φωτός
πάνω στον πυκνό αέρα της χειμωνιάτικης χαραυγής.
Η μοναξιά της θάλασσας δεν είναι απειλή
αλλά νησί όπου κατοικώ ανέμελος.

Μέσα της πραγματοποιούνται όλες μου οι επιθυμίες
και ο χρόνος δε συνωμοτεί ενάντια στον άνθρωπο.
Στην χειμωνιάτικο πρωινό κάποιος
με φαντάζεται ξένο,
και τι γλυκό που είναι να το ξέρω.

Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης
ΠΗΓΗ

Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια-Τάσος Λειβαδίτης
(απόσπασμα του έργου του)

...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιo βαθύ
απ' τον εαυτό της - η ζωή των άλλων.
...η μοναξιά είναι τόσο απέραντη
ώστε έρχονται δυο - δυο για να την υπομείνουν.
Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες
είναι τ' αυλάκια που κυλάει ο χρόνος
πέφτοντας αθόρυβα
στην αιωνιότητα.
...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά
τα πιo αληθινά πράγματα...

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μοναξιά

Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω...

Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!

Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!

Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο...

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,

κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο...

Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.

Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω...
Κατερίνα Γώγου
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
 GIOCONDA BELLI
Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής (En la doliente soledad del domingo)μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.
Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.
Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.
Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα.

Μοναξιά δεν υπάρχει-Νικηφόρος Βρεττάκος
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του.

Εκεί που ένα ανώνυμο έντομο
βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
μ’ ανοιγμένα τα μακάρια χειλάκια του
κοιμάται ένα βρέφος,
μοναξιά δεν υπάρχει.
 Ποια μοναξιά με τρομάζει...ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο, εκείνη που την νιώθεις μέσα στο πλήθος... γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου, δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου, δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου... απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές σε σπρώχνει για να περάσει...
ΜΙΚΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ-Γιάννης Ρίτσος
Στην γωνιά της αυλής,μέσα στα σαπουνόνερα,
κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν από το βάρος της ευωδιά τους.
Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα.
Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή.

Ένα πρόσωπο (Γιάννης Ρίτσος)

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.
Και δεν γνωρίζεις ποιο απ΄ τα δύο πείθει
Περισσότερο.
Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, 1990
Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. 
Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας.

Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. 
Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.


YVAN GOLL,ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Πόσοι και πόσοι μέσα στα νυχτερινά δωμάτια
Δεν τραβάνε με τα εύθραυστα χέρια τους
Τα μολυβένια να ισιώσουν σεντόνια;

Του εκκρεμούς το μάτι είναι τυφλό
Η μοναξιά
Κρέμεται απ’ το σπανιολέτο
Και το κλείστρο
Χτυπάει σα φτερούγα αγγέλου λαβωμένου

Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
Περιμένουν τον άνεμο
Το τέλος περιμένουν του κόσμου

Αχ, και να η αυγή
Στα χρώματα βαμμένη του βατόμουρου:
Την απότομη ξαναπαίρνει η ζωή τη γεύση του αίματος
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
«ΜΟΝΑΞΙΑ»:ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα 'ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα 'ναι βαρύ γι' αυτούς
και θα 'ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα 'ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ' αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα 'ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.
Φθινόπωρο 1956


 Κελάηδημα στη μοναξιά-Νικηφόρος Βρεττάκος
Όταν γίνεται κάθε νύχτα σιωπή, μου μιλάνε
τα χέρια σου.
 

  Ανεβαίνουν στους ώμους μου, όπως
τα πουλιά στο κλωνάρι – και κάθε φορά,
αλλάζουν φωνή. Μιλάνε με χρώματα.
Και κάθε φορά, μου λένε άλλα πράγματα. Κ’ έπειτα –
παίζουνε πάνω μου τα ράμφη τους σάμπως
να πίνουν νερό – απ’ τις δυό
γουβίτσες των ώμων μου.


Μια ερμηνεία της μοναξιάς-Νικηφόρος Βρεττάκος
Αναρωτιέται πως μπόρεσε κ’ έμεινε
τόσο μόνος στον κόσμο.
Σηκώνεται έπειτα
κι ανοίγει ένα – ένα τα παράθυρα. (Βλέπει
προς όλα τα σημεία το σπίτι):
Σύννεφα
           Σύννεφα
                       Σύννεφα –
Ίσως, λέει, να κατάλαβα τι θα ειπεί
μόνος. Σε μια γης που είναι όλη,
απ’ τη μι’ άκρη, ως την άλλη της
λασπωμένη, εσύ να διστάζεις
να ενδώσεις. Να μη θέλεις εσύ
να λερώσεις την Ύπαρξη.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ-Ορχάν Βελή Κανίκ, Ποιήματα, (Εισαγωγή-Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)
Δεν ξέρουν τίποτε.
Όσοι δεν έζησαν μονάχοι,
δεν ξέρουν πως παγώνει η σιωπή,
πώς είναι ν’ ανοίγεις κουβέντα
ολομόναχος, να βγαίνεις
στον καθρέφτη αργά τη νύχτα,
διψασμένος για…ψυχές.
Δεν ξέρουν τίποτε.
ΠΗΓΗ


Ένας λόγος για τη µοναξιά-Λένα Παππά
Διαβάστε /ΕΔΩ  https://pyroessa-artemusica.blogspot.gr/2016/10/blog-post.html

Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα- (Μαρία Λαμπράκη)

 'Ερχεται πάντα απρόσκλητη
στις πιο ακατάλληλες ώρες
 φοράει ένα κόκκινο φόρεμα
κόκκινο σκούρο σαν το  κρασί,  μπορντό.   
Καπνίζει πολύ,
το ουίκσκι της το θέλει σκέτο
 ακούει τους δίσκους μου
διαβάζει τα κείμενα μου.
Είναι όμορφη οφείλω να ομολογήσω
το ύφος της είναι μπλαζέ (απο άμυνα, λέει)
    Ετσι κι απόψε...
Τη βρήκα να με περιμένει στο σαλόνι.
-Τι θράσος, (είπα)
απο που μπήκες;
-'Ελα τώρα, που δεν με περίμενες (απάντησε)
Με κοίταξε ίσια στα μάτια, λέγοντας.
-Και τώρα οι δυό μας, κούκλα...
''Δύσκολη νύχτα με τη μοναξιά παρέα...''


Μοναξιά χιλιάδες φύλλα- 1992             
Στίχοι: 
Κώστας Τριπολίτης
Μουσική: 
Θάνος Μικρούτσικος

 Ερμηνεία : Γιώργος Νταλάρας
Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ’ όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να `σαι ο ίδιος σου πομπός

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινιέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό