Σελίδες

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Απόσπασμα από γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι

"Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί. Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν... Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο... 

 Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι..

Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα.
Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε.

Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους..
Young Chekhov (left) with brother Nikolai in 1882-Wikipedia
Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. 

Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια. 

Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόοστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα... 


Δεν είναι ματαιόδοξοι . Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.
Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. 

 Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο. 
Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. 
Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. 

Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά. Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές.. 


 Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν... Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία.. Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί".

Άντον Τσέχωφ, «Το στοίχημα»

Χτύπησεν η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε τ' αφτί του ν' αφουγκραστεί. Στο σπίτι, όλοι κοιμόντουσαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω από τα παράθυρα που κάνανε τα παγωμένα από το κρύο δέντρα, να γέρνουν ακατάπαυστα από 'δω κι από κει. Προσπαθώντας να μη βγάλει μήτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της φυλακής, που επί δεκαπέντε χρόνια δεν άνοιξε ποτέ, φόρεσε το παλτό του και βγήκεν από το σπίτι.

Έξω ήτανε σκοτεινιά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουή, δυνατός, υγρός αγέρας. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όρασή του, αλλά δεν έβλεπε μήτε γη, μήτε τα λευκά αγάλματα, μήτε τα δέντρα, μήτε τη πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο-τρεις φορές τον φύλακα. Απάντηση καμμιά. Ήτανε φανερό πως είχε πάει να καλυφθεί από τη κακοκαιρία και τώρα θα κοιμότανε κάπου στη κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.

«Αν έχω το κουράγιο να κάμω αυτό που σκοπεύω», σκέφτηκεν ο γέρος, «οι υποψίες θα πέσουνε πρώτα απ' όλα στον φύλακα». Και ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και τη πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ' ένα μικρό δωμάτιο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. 
Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου, ήταν άθικτες. Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από τη ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.


Μες στο δωμάτιο φώτιζεν αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθότανε κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνον η ράχη του, τα μαλλιά και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία. Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δε κουνήθηκε διόλου.

 Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τονε δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο, μήτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά τις σφραγίδες από τη πόρτα κι έβαλε το κλειδί στη κλειδωνιά. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος κι η πόρτα άνοιξε. Ο τραπεζίτης περίμενε πως θ' ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, μα περάσανε δυο-τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πριν. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.

Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Ήτανε σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακρυά σγουρά μαλλιά όπως οι γυναίκες και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπό του ήτανε κίτρινο μ' απόχρωση χωματένια, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή και το χέρι που κρατούσε το μαλλιαρό κεφάλι ήτανε τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες ένιωθες φρίκη. 

Τα μαλλιά του λάμπανε σαν ασήμι και κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανείς δε θα πίστευε πως ήταν μόνο σαράντα ετών. Κοιμόταν... Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που 'χε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.

«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκεν ο τραπεζίτης. «Κοιμάται και στα όνειρά του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτό τον μισοπεθαμένο, να τονε πετάξω στο κρεβάτι και να τονε πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα κι η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δε πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά για να δούμε τί γράφει εδώ...» Άπλωσε το χέρι, πήρε από το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:

«Αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι, παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους ξανά. Προτού όμως αφήσω τούτο το δωμάτιο και προτού δω τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπρος στον Θεό που με βλέπει, σας δηλώνω πως περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία κι όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.

Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια πως δεν είδα γη κι ανθρώπους, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες... Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ' επισκέπτονταν τα βράδια σα πανάλαφρο νέφος και μου 'λεγαν ψιθυριστά, θαυμάσια παραμύθια, που μεθούσανε το νου μου. 

Μες από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ' όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο ν' ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. 

Από κει ψηλά, έβλεπα πώς λάμπαν οι αστραπές, όταν πάνω από το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα νέφη. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδάνε και τους βοσκούς να παίζουνε τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά εξαίσιων διαβόλων που 'ρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για τον Θεό... Ριχνόμουν μες στην απύθμενην άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολάκερα βασίλεια...

Τα βιβλία σας μου δώσανε σοφία. Όλα τούτα που για αιώνες δημιουργούσεν η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη, στριμωχτήκαν μες στο νου μου, σ' ένα μικρό σβώλο. Ξέρω πως είμαι πιο γνωστικός απ' όλους σας. Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είν' όλα εφήμερα, ασήμαντα, πλασματικά κι απατηλά. 

Είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από προσώπου γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια, που 'ναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.

Έχετε χάσει τα λογικά σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια για ομορφιά. Θα σας έκανεν έκπληξη αν σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγαλώνανε ξαφνικά αντί καρποί, βατράχια και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα αρχίζανε ν' αναδίδουν μυρωδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι λοιπόν, με σας που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.

Για να σας αποδείξω στη πράξη τη περιφρόνησή μου σε κάτι με τ' οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δυο εκατομμύρια που κάποτε ονειρευόμουνα σα να 'ταν ο παράδεισος και που τώρα καταφρονώ. Για ν' αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα φύγω από δω πέντε ώρες πριν από τον προσυμφωνημένο χρόνο και με τον τρόπον αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».

Αφού τα διάβασεν αυτά ο τραπεζίτης, άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενον αυτόν άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από τη πτέρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνεση για τον εαυτό του, όπως τώρα δα.
 Όταν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δε τον αφήναν να κοιμηθεί για πολλήν ώρα.

Την άλλη μέρα το πρωί, τρέξανε χλωμοί οι φύλακες και του ανακοινώσανε πως ο άνθρωπος που 'μενε στη πτέρυγα, βγήκεν από το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγεν αμέσως στη πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. 
Για να μη προκληθούνε περιττές διαδόσεις, πήρε από το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση κι επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μες στο χρηματοκιβώτιο.

[πηγή: Άντον Τσέχωφ, Διηγήματα και Μονόπρακτα. Μια επιλογή, μετάφραση Βασίλης Ντινόπουλος, Γιώργος Τσακνιάς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 48-53]

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

''Ο 'Ερωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος


 ''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
     Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
   Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
     ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
     Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».

     Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
     Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. 

Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
     Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
     Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.  
 Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

     Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν. 
   
 Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.   
      ― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... 
Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
     Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. 
Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

     Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
     ― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
     Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
     ― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.

     Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. 
     Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
     ― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
     Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. 

N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

     Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
     Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
  Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
     Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
     ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
     Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
     Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
     ― Ποιος είναι;
     Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
     Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
     ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.

     Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
     O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
     «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
     Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
     ― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
     Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
     Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
     «Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
     Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
     Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.

     Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989) 
(Πρωτοδημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1896, στην εφημερίδα "Ακρόπολις"   

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Ζωή Καρέλλη- Παραμονή της Γέννησης

Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης

1ο


Στον όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον έκσταση, θαυμασμό και χαρά.

«Εν ανθρώποις ευδοκία».
Βγαίνουν οι άνθρωποι,
λαλούν οι άνθρωποι στην παγερή έναστρη νύχτα
που λάμπει ιώδης και μαύρη,
κρυστάλλινη, διαυγής, διάφανη, άυλη.

Οι άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και μιλούν, γελούν κι απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν ν' ακούσουν και δεν ακούν
τη φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι, κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι γελαστοί.

Αύριο είναι γιορτή,
αύριο είναι διασκέδαση,
αύριο είναι ανάπαψη.
Οι άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν, περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν ό,τι έμαθαν να βλέπουν.

Από τη συλλογή Πορεία (1940)


 Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης

2ο

Δάκρυα εμποδίστε μου το βλέμμα.
Δάκρυα κλείστε μου τα μάτια.
Δάκρυα σκοτίστε μου το κοίταγμα.


Ψυχή χτυπημένη,
νικημένη απ' τον ίδιον εαυτό μου,
ψυχή μου αφανισμένη απ' το βάρος,
του ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος,
δεν έχεις φωνή, ψυχή μου, ν' ακουστεί,
για ν' ακούσεις στης νύχτας το φέγγος
υπερούσια λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες
συνοδεία αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν τοίμασες,

συνοδεία μέσ' τη νύχτα για σένα δεν τοίμασες.


Σωπαίνεις και δεν ακούς
τη φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα,
κινούνται τάστρα, το φέγγος κινείται
ιώδες και μαύρο, γαλάζιο,
κινούνται τακίνητα πάντα ακόμα,
ψυχή μονάχη, δίχως φωνή
παραμένεις, δίχως ακοή περιμένεις ακόμα
δεν έχεις φωνή να φωνάξεις
τον εαυτό σου στους άλλους
ανάμεσα να χαθείς, να βρεθείς
να μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.




3ο

Γέλια και μιλήματα,
φωνές γλυκές παιδιάτικες,
ψιλές φωνές γυναικείες
και βαριές αντρικές.
Ακούν όλοι∙ εκκλησία
τους κλείνει η έκκληση,
καλούν το παιδί
που υπάρχει υπέροχο,
την ασώματη υπερέχουσα ύλη

που το γεννά απείραχτη,
άφθαρτη, αειπάρθενη, διαρκής
παρθένος στους αιώνες των αιώνων.

 Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης

4ο


Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.

Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.

Από τη συλλογή Πορεία (1940)



Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία και ο συμβολισμός του Χριστουγεννιάτικου δέντρου


Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι το πιο διαδεδομένο έθιμο σε όλο τον κόσμο και ο στολισμός του ταυτίζεται με το πνεύμα των ημερών.
Από την αρχαιότητα υπήρχε σε όλες τις θρησκείες η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ως σύμβολο
Ο Άγγλος ιερομόναχος Άγιος Βονιφάτιος ήταν αυτός που καθιέρωσε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ως σύμβολο τον 8ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση για να εξαλείψει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.

tudor christmasΗ παράδοση θέλει το ιδρυτή του Προτεσταντισμού Μαρτίνο Λούθηρο να είναι αυτός ο οποίος καθιέρωσε το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ενώ το 1882 στην Νέα Υόρκη στολίστηκε το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο από ένα συνάδελφο του Τόμας Έντισον.

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα
Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου το έφεραν στην χώρα μας οι Βαυαροί και στην Ελλάδα για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα Ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην Ελλάδα ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης ή Σκαρκάνζαλος κυρίως στα χωριά της Βορείου Ελλάδος.
Κάθε Χριστούγεννα έβαζαν ένα μεγάλο κούτσουρο από άγρια κερασιά, πεύκο ή ελιά στο τζάκι όπου θα έκαιγε για όλο το 12ήμερο των γιορτών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Σύμφωνα με την παράδοση φέρνει καλοτυχία και κυρίως προστατεύει το σπίτι από τους καλικάντζαρους που μπαίνουν από τις καμινάδες και κλέβουν ή κάνουν ζημιές στο νοικοκυριό.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο της αρχαιότητας
Η ιδέα για το στολισμό ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί. Στην αρχαία Ελλάδα παρόμοιο έθιμο υπήρχε, μόνο που το φυτό δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.
Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν κλάδος αγριελιάς (κότινος)
στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ., εκτός του μήλου και του αχλαδιού).

Αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας κατά το επόμενο και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Το διάστημα 22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , μέσω της οποίας μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψει ελαιοδένδρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που ευδοκιμούσαν σε κάθε τόπο.
ΠΗΓΗ
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhbaa8Yo737p6jILmiUHmB3lTSdLFh93W8uF8uYz9brw95lAcfsNPld4JGnZ6X_KLkvmArnIQUtci02xCDZzxvVAux0REL9qRYajTUDwz2yefAfdfRcYlAdgQvX1PhtTSJ4pYOS1WCWS0M/s1600/%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF+%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF+54.jpgΤο Βυζαντινό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Τo Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης»,

όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των
Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον
καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός
διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και
τα άνθη εποχής (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
To Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης»,όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνονκαθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία».
Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι!!!… (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).
Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί (π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).
Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί).
Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες κατάγονταν.
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου «Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).
Ομοίως και τα κάλανδα
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού«Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
- See more at: http://www.pronews.gr/portal/item/%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%8C-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B5-%CE%B7-%CE%B2%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7#sthash.l2LUXTx2.dpuf

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της
βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με
τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της
τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε
«Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία».

Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι(π.χ.
εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ).
Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί
(π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).
Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι
Χριστιανοί (Ρωμιοί).
Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας
Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο
μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους
μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες
κατάγονταν.
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους
στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι
αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα
κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν
ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση
και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου
«Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).

Ομοίως και τα κάλανδα
«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης
οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…»
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι.
Τζέτζης γράφων:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων
ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Στολισμένο Χριστουγεννιάτικο καράβι: Tο Ελληνικό έθιμο
Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού. Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου, αλλά κανένας δεν δείχνει να το έχει ξεχάσει.

Το ελληνικό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, που τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικό νου κατασκεύαζαν τα παιχνίδια τους. Αποτελούσε, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια
Πριν από 50 χρόνια, δηλαδή έως και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, συναντούσαμε

το καραβάκι σε πολλά ελληνικά σπίτια και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.


Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. 
Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.
Σε ορισμένες περιοχές (κυρίως στα νησιά) εξακολουθούν να στολίζουν «καραβάκια», ενώ τα τελευταία χρόνια γίνεται μια αξιέπαινη προσπάθεια ορισμένων Δήμων της χώρας, να επαναφέρουν το έθιμο στην αρχική του μορφή, στολίζοντας στις πλατείες τους καραβάκια αντί για έλατα.
Ωστόσο, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για μια καινούρια ανθοφορία, για ένα καλύτερο μέλλον.