Σελίδες

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Ένας λόγος για τη µοναξιά-Λένα Παππά


   Ήσυχο βράδυ Κυριακής  µε το ανοιχτό βιβλίο,  τα σκόρπια χαρτιά στην παραµέσα κάµαρα τα παιδιά γελάνε.  Αυτό το γέλιο ξαφνικά  µε αναστατώνει πλούσιο,  πηγαίο,  ξέγνοιαστο, σα σπάνιο ρόδο. Αν τη γράψω κάπου,  π.χ.  σ’ ένα ηµερολόγιο,  αυτή τη  µικρή στιγµή να τη θυµάµαι - όχι,  δεν θέλω να τη γράψω.


Κάποια  µέρα ξαναδιαβάζοντάς το θα λυπηθώ,  γιατί ο καιρός περνάει και τα παιδιά δεν θα είναι τότε πια παιδιά  - όχι δεν θέλω να γράψω τίποτε πουθενά, σκέφτοµαι και τροµάζω µ’ αυτά που σκέφτοµαι και λέω πως είναι η µοναξιά που µε κάνει να τα βλέπω όλα µ’ αυτή τη σκληρή µατιά,
όλα υπονοµευµένα µε φθορά, όλα πατιναρισµένα µε θάνατο, είναι,  λέω, η µοναξιά που καταλύει σιγά σιγά τις καλές µου δυνάµεις, αυτή η φάουσα που δίχως να θέλω µε σκέπασε σαν σφικτός κισσός, αµέσως µόλις συνειδητοποίησα την ύπαρξή µου, η λάµια που κουβαλάω στο αίµα µου µέσα η αχόρταγη, ο σκοτεινός µου έρωτας, η άσπρη στέπα που µέσα της χάνοµαι, η άλλη όψη της µοίρας µου. 


  Υπάρχουν πολλών ειδών µοναξιές:
 H µοναξιά του χρυσόψαρου στη γυάλα είναι η φοβισµένη µοναξιά.

Του πουλιού στο κλουβί είναι η βασανισµένη µοναξιά.

Του φονιά µέσα στο µυστικό του η επικίνδυνη µοναξιά.

 Του καλόγερου στη σκήτη του η ευδαιµονική  µοναξιά.

Του άρρωστου πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, του µελλοθάνατου στο κελί του,  η εναγώνια  µοναξιά.

Του ενός  µέσα στο πλήθος το αδιάφορο η απελπισµένη  µοναξιά,  του ποιητή  µέσα στα όνειρά του η γόνιµη µοναξιά.

Μα η µοναξιά του ανθρώπου µπροστά στο αίνιγµα της ύπαρξής του είναι η κορυφαία, η πιο τραγική κι αγιάτρευτη µοναξιά. 


 Αφόντας αποκόπηκε ο λώρος που τον έδενε µε τη µητέρα και πετάχτηκε έξω απ’την αµνιακή του ευδαιµονία ο άνθρωπος,  στον ορθάνοιχτο ξένο κόσµο, µονάχος ζει κι επιβιώνει ανάµεσα σε πλήθος άλλους  µόνους,  και πάσχει και πεθαίνει µόνος, παρ’ όλα τα φώτα και τους φίλους και τους συγγενείς, δίχως να υπάρχει αγάπη, πλούτος, δόξα ικανή να εξαγοράσει αυτή τη µοίρα.
  Κι εκείνοι που ποτέ τους δεν προβληµατίζονται, έρχεται κάποια στιγµή που µένουν άναυδοι µόλις το πικρό της ρίγος τους αγγίξει, αθέλητα, γιατί για όλους έρχεται κάποτε αυτή η στιγµή, όσο κι αν την αποφεύγουν. 

Μονάχα τα παιδιά την αγνοούν µη έχοντας ακόµα δοκιµάσει το  µήλο που εξαιτίας του χάσαµε τον Παράδεισο το µήλο ήταν η Γνώση, κι η Γνώση είναι η Αλήθεια, η Αλήθεια Ελευθερία κι η Ελευθερία Μοναξιά...
   Αν µπορούσα να τη ζωγραφίσω, θα’φτιαχνα µόνο δυο  µεγάλα µαγνητικά µάτια, που σου κατακυριεύουν την όραση, καθώς το φίδι το πουλί.
Είναι αναγκαία η µοναξιά, λέει ο Ρίλκε⋅ κάποτε πρέπει να αποσύρεται κανείς στον εαυτό του, µακριά από τους αλαλαγµούς του πλήθους.
Αυτή είναι η εσωτερική µοναξιά, η πιο αληθινή, η πιο µαρτυρική, που δεν γιατρεύεται και δεν παρηγοριέται µε τίποτα.

 Όµως κι η πιο σωτήρια, η πιο κερδοφόρα. Μέσα της βρίσκω τον βαθύν εαυτό µου, τον συλλαµβάνω, τον γνωρίζω, τον ελέγχω, τον παρατηρώ, νιώθω σαν το δέντρο που σκύβει και βλέπει τις ρίζες του. Το κέρδος µου πάντα ήτανε που µου άνοιγε τα σκοτεινά, τα αλλόκοτα και τα δαιδαλώδη, ενώ απάνω µου φυσούσε ο άνεµος των άλλων κόσµων. 


Κάθε φορά µε γκρεµίζει για να µε ξαναχτίσει απ’την αρχή, µε θεµέλια βαθύτερα. Χωρίς αυτήν τι θα ήµουν -ένα πάνω- κάτω, µια σκέτη αναπνοή, ένας εαυτός χωρίς αντίκρισµα. Μέσα της σαν σε αγκαλιά  µητέρας ξαναβρίσκοµαι µαζεύοντας τα σκόρπια κοµµάτια µου που η ορµή της ζωής σφεντόνισε στους πέντε ανέµους γίνοµαι πάλι ολόκληρη να µπορώ να υπάρχω.

   Η µοναξιά είναι στάση ψυχής και προφητεία και επανάσταση, ανησυχία και δαπάνη ζωής, πυρακτωµένη αγωνία του όντος, πικρότατη σοφία και καηµός αβάσταχτος.
Η οικογένεια, η κοινωνία, ο έρωτας προσπαθούν ν’απαλύνουν το άλγος της γνωριµίας της. Μόλις όµως τη συνειδητοποιήσει κανείς, µένει απαρηγόρητος σ’όλη του τη ζωή.

Είναι ο γύπας που τρώει τα σωθικά  µας, ο φοβερός καθρέφτης, το πικρό πουκάµισο του Νέσσο, το κενό κέλυφος κάτω απ’τα δάχτυλα της δίψας μας. Αγοήτευτη, αµάραντη, µακρόσυρτη τυραννία, απάνθρωπη µητέρα, σκοτεινή γοητεία, το άλλο εγώ µας, ο πλούτος κι η πληγή µας η µυστική, κοινή µας µοίρα, η λυδία λίθος που δοκιµάζει το µέταλλό µας, πολύτιµη συντρόφισσα και λίθος  µέγας χαρά σε κείνον που σαν άλλος άγγελος τετραφτέρουγος τον αποκυλά και βγαίνει έξω αναστηµένος. 
 Όλα τα θαυµαστά γίνονται µες στη µοναξιά: το µπουµπούκι, το κουκούλι, το έργο το πνευµατικό, κι ο Θεός, τον κόσµο που τον έπλασε µονάχος, έπειτα από αιώνες µοναξιάς αβάσταχτης.

Μοναξιά δεν σηµαίνει  µόνο απόσυρση από τα εγκόσµια, αποµόνωση και περισυλλογή, ούτε φυγή, άρνηση, απραξία, που συνοδεύονται από έπαρση και χαλαρότητα και αθυµία. Σηµαίνει καµίνευµα σε υψηλές πνευµατικές, µεταφυσικές θερµοκρασίες, σηµαίνει  µόχθο Σισύφου στο κακοτράχαλο βουνό του αινίγµατος...
Λένα Παππά

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις» - Δημήτρης Λιαντίνης

Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή.

Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παίζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το παίζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ’ Αποδέλοιπο, που λέει ο Μυριβήλης.

Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις.

Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω, κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς νά 'σαι αναστενάρης;»

Ο έρωτας είναι γνώση.

Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου.

Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου.

Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος… Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. …

Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.

Δ. Λιαντίνης - "Γκέμμα".



Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Για σένα πάω πάσο...

Δεν έχω τίποτα να χάσω...
Αυτό είπες, καθώς τραβούσες την τελευταία ρουφηξιά απ' το τσιγάρο,
που καιγόταν αμέριμνο στα χείλη σου.

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, ανάμεσα μας
Εσύ ποντάρεις στο τίποτα 
Εγώ τα παίζω όλα για όλα
Η μαγκιά είναι να μη φοβάσαι πως θα χάσεις τη σιγουριά σου, τα κεκτημένα σου.
Να τα παίζεις όλα για όλα
Τι νομίζεις είναι ο Ερωτας, μάτια μου;
Παιχνίδι με στημένα φύλλα και κρυφούς άσσους στο μανίκι;
αχνίδι με στημένα φύλλα και κρυφούς άσσους στο μανίκ
Εγω τα ποντάρω όλα
Στο κόκκινο ;
Το μαύρο;
Τι σημασία έχει ;
Μπορεί να μείνω στον άσσο και ταπί
Δείχνω τα φύλλα μου απ' την αρχή...


Παίξε αν σου βαστά
μα,
να τα παίξεις όλα για όλα...

Μπορείς;
Μα τι λέω;
Πάντα κλειστά είχες τα χαρτιά σου.
Δως μου λοιπόν το δικό σου τίποτα
Να σου δώσω το δικό μου, όλα
Κι αν κάποτε σου τελειώσουν τα φύλλα
Μην ψάξεις να με βρεις
Θα τα έχω ξεπουλήσει όλα για όλα
Για ένα μπάρκο στο πουθενά 

 
Ετσι γουσταρει η ψυχή μου να αρμενίζει
Χωρίς ναυαγοσωστικά και δίχτυ ασφαλείας
Θεωρίες και ιδεολογίες...
Απόψε παίζω το τελευταίο μου χαρτί
Πες έστω για μια φορά
                                    Για σένα πάω πάσο...
(Μαρία Λαμπράκη)


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες-(Μαρία Λαμπράκη)

Οταν η νύχτα γίνεται δοξάρι
στα σώματα των Εραστών

 Ο Ερωτας παίζει στα δάχτυλα
την πιο ωραία μουσική
Ηρθε κάποτε απροσδόκητα
με την αλήθεια του
να ομορφήνει τα παραμύθια της
'Ανοιξε την αγκαλιά του
κι οι γλυκόπικροι ανθοί της μοναξιάς
σκορπίστηκαν σαν τα πουλιά.
Θ' αλλάξουμε σώματα κάποτε
 απο Ερωτα  πεθαίνοντας πρώτα...  
Γιατί πληγώνουν τα δέντρα;
Τόσες πολλές καρδιές 

χαραγμένες πάνω τους...
Αναρωτιέμαι

Τι γυρεύουν τα μαχαίρια
στα χέρια των Ερωτευμένων;
Σε χρυσή βελόνα πέρασε το νήμα της η νύχτα
Παρτο (είπε) στ' όνειρο

να ράψεις τις πληγές του κόσμου....
Ανύποπτες ώρες αργοκυλούν στους λεπτοδείχτες
και πάνω τους ασθμαίνοντας οι επιθυμίες...
Για όσα δεν είπαμε,
εκείνα που ίσως...
Θυμάμαι ακόμα τα λόγια σου
Μην έρχεσαι μαζί μου (είπες)

ο έρωτας είναι γυαλί 

που κόβει βαθιά
Χμ, κανείς δεν σου είπε πως
χρόνια τώρα περπατώ με τα πόδια γυμνά

πάνω στα σπασμένα γυαλιά
του Ερωτά σου;
Ακόμα και η πιο όμορφη νύχτα
κρύβει μέσα της
μια υποψία μελαγχολίας...
Σαν να κλαίει κάπου μακριά

 ένα μοναχικό σαξόφωνο
 Οταν τραγουδάς τη νύχτα
χαμηλώνει το φεγγάρι
και ξαγρυπνά μαζί σου.
Γλυκόπικροι στοχασμοί
λέξεις και αισθήματα
Συνωμοσία στην αυγή...
Χάδι στην καινούργια μέρα...
Γύρισε ανάποδα την κλεψύδρα του ο χρόνος
Η νύχτα φωνάζει τ' όνομά σου
Απο τις στάχτες της μνήμης / θα σε ανασύρω
εκεί αφήνει πάντα /το υστερόγραφό του/ ο
Ερωτας
Για να θυμίζει πως/όλα ξεκίνησαν απο μια Φωτιά...
Στην ανάδυση του φεγγαριού
λύγισε ο μίσχος των ματιών σου
Ενα φιλί σου έστειλα
με την θάλασσα την αφροστολισμένη
κι άνθισαν τα νυχτολούλουδα
του Ερωτα...
Αν σταματούσε ο χρόνος
 στις θάλλασες του Ερωτα
θα κολυμούσαμε για πάντα στα νερά του.
Κι έτσι όπως δυο κύκνοι 
κάτω απο το φως του φεγγαριού,
τραβώντας ίσια για το νησί του ονείρου
θα δρασκελούσαμε  το φράγμα του χρόνου,
φωτίζοντας με ολόχρυσες ανταύγειες το Απειρο.
Κείμενα, Μαρία Λαμπράκη