Σελίδες

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η Ελένη των Μύθων και των Ποιητών





Ως σημαίνον σύμβολο η Ελένη, των επικών ή τραγικών μύθων, γίνεται διαχρονικά ένα ισχυρό σημείο αναφοράς και έμπενευσης για τους ποιητές. 

Συνώνυμο της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς, της προδοσίας, του ασυμβίβαστου, περιπαθούς και αδίστακτου έρωτα, αλλά και του ανώφελου θανάτου, η ποιητική μορφή της Ελένης άλλοτε γοητεύει κι άλλοτε προκαλεί και καταδικάζεται.

Μέσα από την αέναη διαδρομή της στους ποιητικούς μύθους, που κατασκευάζονται γύρω από την εικόνα της, δικαιώνεται ή κατακρίνεται, με σκοπό να προκαλέσει συγκίνηση ως τραγικό πρόσωπο ή για να χρησιμοποιηθεί ως εμβληματική φιγούρα που εκφράζει κάποια εποχή ή ακόμη για να σχηματοποιηθούν μέσα από την πολυσημία του συμβολισμού της κάποιες εκδοχές εσωτερικής ή εξωτερικής ζωής.

Helen Of Troy.1885 work of Gustave Moreau

Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973. 
Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα 
περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...» 



Πίνακας, Helen Of Troy 1898 Oil Painting Reproduction |Morgan, Evelyn De

Ο Δημήτρης Λιαντίνης, σε μάθημα του, προς τους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους του Μαράσλειου Διδασκαλείου, με θέμα '' Η Ωραία Ελένη, ως νοητική εποπτεία, απο τον Ομηρο, μέχρι τον Ελύτη'' αναφέρει:
 Ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ - της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη - ΤΗΣ.
Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; "κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα", "με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι", και άλλα μετά, "η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, "κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί " . "Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη"..
 Πλήρη αναφορά /εδώ

 Πλήρη αναφορά /εδώ 

   Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-Oδυσσέας Ελύτης

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ  (1974)

                                   ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ
Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί    σκισιματιά που
θα τραβούσε    πάνου ως κάτου     μες στου μέσα κόσμου τη μαυρί-
λα    κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες
στον Άδη σαν αηδονολαλιά

Πόρπη ασημένια Ελένη
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)
Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί    κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι    που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νσιά    του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες    παραδεισένια

Ελένη χώρα του Ήδυπνου
Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για
να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου
(Φώναζε στην αυλή
ψι-ψι  ψι-ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
ψι-ψι  ψι-ψι
την αστραπή τους τη χρυσή)


Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε    όμως    (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ»    κι ούτε τ' ακούει κανέ-
νας    μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης
γυρισμένη    έτσι κι εσένα

Σελήνη Ελένη αναβρυτή
Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες    τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί
και δεν αντέχει    κοίτα    στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαι-
μονολόγι

(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).

Πηγή φωτογραφίας artwork from beautifuldrawings.com

 Τάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου.
Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.

Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα.
Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.

Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή.

Η γέννηση του ποιήματος. Τάκης Σινόπουλος
Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152]

Πίνακας,
Helen of Troy.Dante Gabriel Rossetti

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΕΛΕΝΗ»

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου

την πηγή χυμένη εγώ,

το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου

και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·

γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου

θεόπλαστο ολοζωντανό

θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν

πόλεμο και χαλασμό.

Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο

νυχτανεβασμένο ίσκιο μου

σε γη και ώρα στοιχειωμένη

πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·

είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,

κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.

Helen of Troy,by dani-lachuk

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«ΕΛΕΝΗ» -Απόσπασμα
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’, 1955)
ΤΕΥΚΡΟΣ

ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

…………………………………………………….. ΕΛΕΝΗ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.
…………………………………………………….

ΑΓΓΕΛΟΣ:
Τι φής;
Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;


ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
 «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-
ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Πίνακας, Lord Frederic Leighton

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
 
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
 
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι
Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
 helen1.jpg (201025 bytes)
Γιάννης Ρίτσος, Ελένη
Η "Ελένη" (με άρθρο οριστικό) γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. 

 Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση ''Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου.'' 
Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος. 
Η πάντοτε επαρκώς πληροφορημένη Χρύσα Προκοπάκη στην πρώτη σημείωση της μελέτης της "Πορεία προς τη "Γκραγκάντα"" γράφει: "Πρότυπο για την ανάπλαση της μυθολογικής Ελένης στάθηκε η χαμένη μορφή της αδελφής" του Ρίτσου.
Πηγή και πληροφορίες /εδώ 
Ελένη, Γιάννης-Ρίτσος (απόσπασμα)
''Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.''
Agamemnon Helen Of Troy Venus convinces helen to hear
Angelica Kauffman, 1790
 Γ. Mανουσάκης, Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα
 Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.

Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.

Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.

Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.

Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της.

Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις;
Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα.

Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη.
Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.

Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
Painting by Walter Crane

Για την Ελένη - 1978
Στίχοι:  
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική:  
Μάνος Χατζιδάκις

 Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιόν αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω

και την πίκρα μου κεντώ
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjJ6tLTZRVK38wzk1Xkld6es2k43pfN4qQWSy-fRs9eLLlWQcav31WOX6sBN7Mkh9y-6rlqo_hEhi3cjpQRvhhXYhOz9IkCyXl9ceUf3YJglh63UUJpZ_pXYqhaYHj2fGjnYHX82IO1YsA/s1600/&+%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A3+%CE%A7%CE%91%CE%A4%CE%96%CE%99%CE%94%CE%91%CE%9A%CE%99%CE%A3+%CE%93%CE%B9%CE%B1+%CF%84%CE%B7%CE%BD+%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B7.jpg

Η Ελένη είναι ο μύθος για ένα κορίτσι του καιρού μας που έχει χαθεί.
Η Ελένη είναι ένα φάντασμα με τη μορφή ενός κοριτσιού, που κάθε τόσο φανερώνεται και χάνεται μες απ’ τις βροχές, μέσα από τα σύννεφα και μες από τον ήλιο.

Η Ελένη, όπως η Μελισσάνθη, η Μάγδα και η Μαριάνθη των ανέμων, ανήκει στην πολύ προσωπική μου μυθολογία.
Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές σαν είμαι μόνος σκέπτομαι την έννοια κορίτσι να μπλέκεται παράξενα στο μύθο μου και στη ζωή μου.
Ισως γιατί η ηλικία μ’ εμποδίζει να δοκιμάσω την απειρία μου σε απομακρυσμένες η καινούργιες εμπειρίες.
Κι έτσι θα μείνω μ’ ότι θυμάμαι απο τον έρωτα συγκεχυμένα και μισά.
Με μιαν Ελένη που κάπου στη Γη ή μες στην απέραντη οικουμένη έχει ταφεί.

Μάνος Χατζιδάκις

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Εσένα θέλω να ''διαφυλάξω''

Ηρθε η ώρα....
Το ταξίδι πρέπει να ετοιμάσω, το νιώθω σε λίγο θα ξεσπάσει η μπόρα.

Κι εγώ σαν άλλος ''Νώε'' στην ''Κιβωτό της νύχτας'',  πρέπει να περισώσω ό,τι αγάπησα,
ό,τι θέλω να κρατήσω ακέραια απ' αυτό τον κατακλυσμό.
Κι άρχισα να μαζεύω κουτάκια  πολύχρωμα, γεμάτα με μνήμες, μορφές, ανάσες, μυρωδιές, εικόνες.
Χιλιάδες κουτάκια....Πως να προφτάσω;
Μα, έκανα λάθος, κανένα δεν χωρούσε στην ''Κιβωτό της νύχτας''.
Η μορφή σου είχε καλύψει όλο το χώρο.
Τίποτα άλλο...

Κανένα άλλο....
Και, τότε κατάλαβα πως
Κι απ' αυτή την μπόρα

Εσένα θέλω να ''διαφυλάξω''. (Μαρία Λαμπράκη)
 


Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Η ποίηση της <Φωτιάς>

 «Ήταν η πρώτη φορά που η Τζούνκο ένιωσε “κάτι” κοιτώντας τις φλόγες μιας φωτιάς: “κάτι” βαθιά μέσα της, ένα “κουβάρι” από συναισθήματα, θα το 'λεγε, γιατί ήταν πολύ ακατέργαστο, πολύ βαρύ, πολύ πηγαίο για να πάρει μορφή στο μυαλό της. Διαπέρασε το κορμί της κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα που της έσφιγγε το στήθος. Για αρκετή ώρα αφότου χάθηκε, ένιωθε μια ανατριχίλα στα μπράτσα.
    “Πες μου κύριε Μιγιάκε, όταν βλέπεις τα σχήματα που παίρνει η φωτιά, δεν αισθάνεσαι κάπως παράξενα;”
    “Τι εννοείς;”
    “Δεν ξέρω. Είναι σαν να βλέπεις ξαφνικά πεντακάθαρα κάτι που για τον πολύ κόσμο περνάει απαρατήρητο στην καθημερινή ζωή. Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, δεν είμαι αρκετά έξυπνη, αλλά καθώς κοιτάζω τώρα τη φωτιά, νιώθω κάτι βαθύ, κάτι να με ηρεμεί”.
    Ο Μιγιάκε σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της. “Ξέρεις Τζουν”, είπε, “η φωτιά παίρνει όποιο σχήμα θέλει. Είν' ελεύθερη. Έτσι μπορεί να μοιάζει μ' οτιδήποτε, ανάλογα με το τι έχει μέσα τους αυτός που την κοιτάζει. Αν την κοιτάς και νιώθεις κάτι βαθύ, κάτι να σε ηρεμεί, είναι επειδή η φωτιά σού δείχνει το βαθύ και ήρεμο εαυτό που έχεις μέσα σου. Καταλαβαίνεις τις εννοώ;”».

Ἐρωτικὸ κάλεσμα-Μενέλαος Λουντέμης
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.

Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.

Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.

Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.



Η νύχτα στο νησί(απόσπασμα)
Pablo Neruda

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή
και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου

Pablo Neruda-(Απουσία-απόσπασμα)

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε

όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Κακή φωτιά
Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.
- See more at: http://e-kozani.blogspot.gr/2013/02/blog-post_6572.html#sthash.ySchDnet.dpuf
[Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα…], Οδυσσέα Ελύτη
 
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας

Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ΄ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ΄ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:


Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
                         λέγε μας τη ζωή.
 O. ΕΛΥΤΗΣ “Βάθος»
Αρχίσαμε μια λέξη που να μην χωράει τον ουρανό
αλλά να τυραννει την άνεση του άνεμου, καθώς ξεχύνεται
στις χτυπημένες από την αρμη της προσδοκίας στεριές 'η
πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες
απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος.
Ορκισμένη χωρά!

Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιοφρονης,
τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλα μας
ψηλά στον αέρα 'η στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε
για αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις,
γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας.

Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική,
πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε, γιατί δεν ξέραμε
πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε αλλά όνειρα πιο μεγάλα
που θαπρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους
ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσοτέρων Έρωτα!
 Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη (  Γιώργος Σεφέρης)
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
 Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
 Τέχνη-Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)
Ἔζησα τά πάθη σά μιὰ φωτιά,
τάδα ὕστερα νά μαραίνονται καί νά σβήνουν
καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα

γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα.
Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,

καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα.
Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,

καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς...

Συγχώρα με, αγάπη μου - Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας σ'ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά

 σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του,
ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πιά καθόλου ο ένας τον άλλον.
Eτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
Χρόνια της φωτιάς-Γιάννης Ρίτσος
Πίσω απ΄τις γρίλιες παίζονται δράματα σκοτεινά

αυτοί που οραματίστηκαν χάθηκαν τόσο νέοι.-
ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική…

 Γιάννης Ρίτσος- ''Ημερολόγιο μιας εβδομάδας'' του Πολυτεχνείου(απόσπασμα)
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
 κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
 ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
 πάνω απ΄τα τανκς  μέσα στους σκόρπιους  πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;

Θωμάς Γκόρπας - Ποίηση

Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.
Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ-Τάκης Σινόπουλος
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω.
Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ-Κική Δημουλά(απόσπασμα)

Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξία
νὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας
ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου
μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.
Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;
Ποιὰ πυροσβεστικὴ
ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα
σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα
θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο
σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία
σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.
Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ
δὲν ἔχω κάνει.
 Αργύρης Χιόνης
 "Χειμώνας πάλι
σβηστή η φωτιά του έρωτα
και η καρδιά μου κρύα".


Φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει-Τόλης Νικηφόρου
μ' αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου.  ήχος αχνός κι εκστατικός,  
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω, όπως όταν στο βάθος 
τ' ουρανού χαράζει κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν. μ' αρέσει 
αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου, θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα
χόρτα που έρπει και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα
της. δρόμος μακρύς κάτω απ' τα κάστρα κι είσαι η πλατεία με τις 

μουσικές στο τέρμα του     

Ποιητική συλλογή Τραβέρσο (1975)

ΜΟΥΣΩΝΑΣ-Νίκος Καββαδίας (απόσπασμα)
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.

Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.

Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
 Ινδικός Ωκεανός 1951
 Στη φωτιά ρίχνω όλα τα ταμένα
Όνειρα πάρτε με μαζί κι έμενα
Να χαθώ σε τραγούδια περασμένα
Κάπου εκεί όσα έχω χρεωμένα ζω.