Σελίδες

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Η Ποίηση της Μουσικής

 Simon Vouet Parnassus - Apollo
Σεμνή κατά πάντα η μουσική θεών εύρημα ούσα.
Πλούταρχος, 47-120 μ.Χ.
...εἶδος γὰρ καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν εὐλαβητέον ὡς ἐν ὅλῳ κινδυνεύοντα·
 οὐδαμοῦ γὰρ κινοῦνται μουσικῆς τρόποι ἄνευ πολιτικῶν νόμων τῶν μεγίστων, ὥς φησί τε Δάμων καὶ ἐγὼ πείθομαι.
Πλάτων
(ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Δ. 424 c)
"Η Μουσική είναι ένα ηθικό δίκαιο. 
Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στο νου, πτήση στη φαντασία και γοητεία και ευθυμία στη ζωή και τα πάντα"
      (Σωκράτης)
Music, the harmony of life: paintings by Raff BoyadjianΝίκος Γκάτσος - Ἀμοργός (απόσπασμα)  Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα.

Αrt of Boris Indrikov
William Shakespeare«Ο άνθρωπος που δεν έχει τη μουσική μέσα του,
που δεν συγκινείται από τη γλυκιά μελωδία των ήχων,
είναι ικανός για προδοσίες, κακές πράξεις, καταστροφές».
allegory-of-music-francois-bouche

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ-Γ.Σεφέρης(απόσπασμα)

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
   ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
   που σιγά-σιγά,βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
   από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
   ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
 Κάιρο, 20 lουνίου '42
paintings, by Raff Boyadjian 

Στοχασμοί, Oscar Wilde
Κι ότι είναι αληθινό για τη μουσική ειν' αληθινό και για όλες τις τέχνες.

Η ομορφιά έχει τόσες σημασίες όσες διαθέσεις έχει η ψυχή.
Είναι το σύμβολο των συμβόλων.
Η ομορφιά φανερώνει το καθετί, γιατί δεν εκφράζει τίποτε.
Όταν μας φανερώνει τον εαυτό της, μας δείχνει όλον τον φλογόθωρο κόσμο.
Mέσα στη Μουσική-Γιώργος Σαραντάρης.

Μέσα στη μουσική υπάρχει χώρος
Να κοιμηθεί ο άνεμος
Μαζί του συνταξιδεύουμε κι εμείς
Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος
Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια
Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική
Αλλά μέσα στο θάνατο
Κι ο δρόμος δεν έχει τέλος.
(«Μέσα στη Μουσική»)
(Χαλίλ Γκιμπράν, Η φωνή του δασκάλου)
"Θεϊκή μουσική
Κόρη της ψυχής του Έρωτα
Δοχείο της πίκρας και της Αγάπης...
Καρπέ της θλίψης
Ανθί της ευτυχίας, Μπουμπούκι της χαράς...
Ω μουσική!
Εσύ μας δίδαξες να βλέπουμε με τ’ αφτιά μας
Και ν’ ακούμε με τις καρδιές μας.
Ω μουσική
Στα βάθη σου αφήνουμε τις καρδιές
Και τις ψυχές μας
Αrt of Boris Indrikov
 “Ακούω τη μουσική κι είναι της θάλασσας σκοπός.
Της θάλασσας του φθινοπώρου.
Γεμάτη από βαθιές νότες και κύματα γοργά.
Κάτι σαν αναστεναγμός.
Το νόημα σε σονάτα φθινοπώρου.”(Paul Celan)
Δημήτρης Λιαντίνης - "Γκέμμα"(απόσπασμα)
"Της γυναίκας το σώμα είναι το μουσικό όργανο. 
Η αρρενωπία του άντρα είναι ο οργανοπαίχτης.
Όσο πιο έμορφη είναι η εικόνα του θηλυκού, να την ειπείς στο μισοφώς αλάβαστρο,
 να την ειπείς δέρμα δορκάδας τρελαμένο στα μύρα του άνεμου, 
να την ειπείς αστέρι της βροχής που στάζει αχτίνες, όσο πιο έμορφη είναι η όψη του θηλυκού, 
σώμα και πρόσωπο και νόηση ένα, τόσο πιο σπάνιο και ακριβό είναι το μουσικό όργανο που ζητά να το παίξει ο καλλιτέχνης του. 
Βιολί στραντιβάριους είναι της γυναίκας το σώμα.
Λουδοβίκος Μπετόβεν είναι ο βιολιστής του.
Και η πράξη του έρωτα, το μουσικό γινόμενο που ακούγεται,
είναι η Σονάτα Κreutzer. 
Η ενάτη σονάτα."
The young man plays the piano, Gustave Caillebotte

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΘΑ ῾ΡΘΩ ΑΥΡΙΟ-Κική Δημουλά(απόσπασμα)
Στὸ διπλανὸ σπίτι κάποιος μαθαίνει πιάνο.
Ἀρχάριος ἀκόμα, νοερὰ τὸν διδάσκω
τὴ μουσικὴ ἀξία τοῦ ἐπαναλαμβανόμενου.

Ἔπαιζα κι ἐγὼ κάποτε πλῆκτρα
ἀλλὰ μόνο μεταξὺ στενοτάτων κύκλων.
Σὲ τίποτα βαφτίσια ἀνησυχίας
κανένα γάμο βιαστικὰ ἐγκύου πάλι
ἐλπίδας μὲ πολύφερνο ἴσως
καὶ σὲ πανηγύρια πολιούχων χωρισμῶν.

 Μιὰ μουσικὴ ποὺ ὅσο παίζεται
ἀμελεῖς ν᾿ ἀκοῦς ὅπως δὲν ἀκοῦς τὸ ψωμὶ
ὅταν ζυμώνει κάθε μέρα τὴν προϋπόθεσή σου
ὅπως οὐδέποτε προσέχεις
τὴ μέρα ὅταν φεύγοντας κάθε φορὰ σοῦ λέει
δὲν ξέρω ἂν θά ῾ρθω αὔριο.
Δὲν τὴν ἀκοῦς καὶ παραλείπεις
νὰ πεῖς μισὸ εὐχαριστῶ
σ᾿ αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ ᾖρθε καὶ αὔριο ὡστόσο
παρὰ τὴ βάσιμή της ἐπιφύλαξη ποὺ διέτρεχες.


painting by Melozzo da Forli

Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα-Ν.Βρεττάκος

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. 
Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί- Νικηφόρος Βρεττάκος
Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκειτίποτε:
Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.

painter, Augustus Edwin John 

Μουσική (Λορέντζος Μαβίλης)

Εις την γλυκιά της νύκτας ήσυχη ερημία,
ενώ λαμποκοπούν τ’ αστέρια μαγεμένα,
τ’ αέρι παίρνει απ’ τους ανθούς την ευωδία
και τα νερά κρυφομιλούν ερωτεμένα.

Τότ’ αγκαλιάζω αν αγροικώ την αρμονία
όπου τ’ αηδόνια χύνουν, στα κλαριά κρυμμένα,
ή κι αν ερωτική μου ψάλλει μελωδία
μέσα εις βαρκούλ’ αηδονολάλητη παρθένα.
Κι ευτύχημ’ άλλ’ ο νους μου δεν επιθυμάει
παρ’ όλην την ζωήν μου να την ναναρίζει
τέτοι’ αρμονία που τα πάθη όλα νικάει.
Εις την ψυχήν η Μουσική φτερά χαρίζει,
ώστ’ ημπορεί μακράν του κόσμου να πετάει
κι εις ύψη αιθέρι’ από ηδονή να λαχταρίζει
Γυμνό σώμα (Γιάννης Ρίτσος) -απόσπασμα
Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.

Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;
music girl by Daniel Maclise 


Oδυσσέας  Ελύτης, Από την ενότητα Οι κλεψύδρες του αγνώστου]
στ’Στον Ανδρέα Εμπειρίκο (απόσπασμα)
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’ αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της 
αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα -κόκκινο παιχνίδι κλαδεμένο απ’ τον 
ίλιγγο

Ζωγράφος, Βασίλης Βαγιάννης
( Τρελό κορίτσι, του W. B. Yeats, μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος)
«Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
Και κρύβεται σ`ενός ατμόπλοιου τ`αμπάρι
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.
Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~

Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».

«Η μουσική στην   ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη»Κάποτε τα βράδια, ιδιαίτερα όταν βρέχει, ο νούς μου ταξιδεύει – πιο συχνά στα παιδικά μου χρόνια.
Και τότε ξεπροβάλλει ο καθηγητής του βιολιού.

Φορούσε μια ξεθωριασμένη ρεντικότα και μια περούκα μαδημένη – γελούσαμε μαζί του.
Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό -
μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα,
σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική 
δεν είναι πάθος η όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός
αλλά μια άλλη δικαιοσύνη.

Женские образы,художник Andrius Kovelinas  (Τάσος Λειβαδίτης.)
Πίναμε όλη νύχτα,
"ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;", τον ρώτησα,
"δεν είναι μουσική", μου λέει.
"Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου.""
Περιμένοντας τὸ βράδυ
Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – 
 Ζήσαμε με χαμένα όνειρα. Και σκοτωμένη μουσική. Το τραγούδι είναι το τέλος. Αφού όλα άρχισαν μες στη σιωπή.


 (Τάσος Λειβαδίτης.)"κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
με ένα αστρο ή ενα γιασεμί...
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών..."

Ίνα πληρωθή το ρηθέν…
 Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων / στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί: / ο γέρος με το φλάουτο / ένας τρελός χωρίς ηλικία / ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό / εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό''

(“Ιστορική σύγχυση')-Τάσος Λειβαδίτης
“θα τα πεις όλα' φώναξε κάποιος κι άρχισα να τους διηγούμαι για τη μητέρα μου: το καλοκαίρι τα βράδια τραγουδούσε την “Παλόμα' μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο, ο παππούς τη συνόδευε με την κιθάρα, το φεγγάρι τους φώτιζε σα νά ‘ταν αιώνιοι' 
Works Mark Keller Art

(“Ο μουσικός)Τάσος Λειβαδίτης 

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, 
και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, 
“το ακούς;' μου λέει, “ναι, του λέω, πάντα το άκουγα', ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι'

Works Mark Keller Art 

(“Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο')-Τάσος Λειβαδίτης

“Κι αυτό το τραίνο που ήρθε από μια μακρινή πόλη, σταμάτησε στον έρημο σταθμό / δεν κατέβηκε κανείς παρά μόνο κάποιος μουσικός μ’ ένα φαρδύ ανεμοδαρμένο καπέλο / άνοιξε τη θήκη του βιολιού κι άρχισε να παίζει μια παράξενη μουσική / σα νά ‘θελε να μάς πείσει ότι όλα είναι δυνατά κι ότι δεν τελειώνει πουθενά ο κόσμος'
Art , Марк Келлер (Mark Keller)
Περιπλανήσεις- (Τάσος Λειβαδίτης)

 '' άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο να παίζει / κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα νά ‘ρχονταν απ’ το βάθος ενός ονείρου / ή μιας άλλης ζωής / πού πήγαινα; τί γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;''


Έξαλλου δε ζητήσαμε τη νίκη... μονάχα λίγη μουσική...(Τάσος Λειβαδίτης).

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''

Τα δέντρα είναι τ' αναλόγια που τα πουλιά ακουμπάνε τα φλύαρα
αναγνώσματά τους
οι δρόμοι προς την ηδονή τη νύχτα χάνονται στο άπειρο - ως ας
μην ξαναγυρίζαμε -
αλλά το πρωί βγάζω το καπέλο μου στην καθημερινότητα που
ξαναγράφει απ' την αρχή την Ιλιάδα".




Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου εκδίδονται μετά τον θάνατο του Ποιητή το 1990. 
Στα πρώτα του χρόνια, ο Λειβαδίτης, μέσα από την ποίησή του, αναφερόταν στις συνθήκες των στρατοπέδων, στην εξορία του, στις λύσεις που μπορούν να δωθούν για τα ανθρώπινα-κοινωνικά ζητήματα.
 Με τα Χειρόγραφα του Φθνιποπώρου ολοκληρώνει την αλλαγή της ποιητικής του κατεύθυνσης, στρέφεται στα υπαρξιακά ζητήματα (αν και έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα να το πράττει), στις στοχαστικές ερωτήσεις, στο όνειρο που είναι η μόνη διέξοδος, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί η λύπη, η ανάμνηση της ευτυχίας κάποιου περαστικού έρωτα, η ματαιότητα για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο θάνατος.
  Η φθορά συνταξιδιώτης του χρόνου.

Επιλογή ποιημάτων του Τάσου Λειβαδίτη, απο τη συλλογή'' τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου'' 
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Ένιωθα ξένος σ’ αυτήν την πόλη παρ’ όλο που η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων.
 Γι’ αυτό όταν η Ελένη γδυνόταν κι έβγαζε τις φουρκέτες απ’ τα μαλλιά της, τα μαλλιά της έπεφταν ασυγκράτητα και σκέπαζαν όλα τα αινίγματα. 
Με κόπο έβρισκα ύστερα το δρόμο της επιστροφής. 
Και πάντα στο δρόμο ο τυφλός με το φλάουτο: έπαιζε μια σιγανή μουσική που έκανε τα πουλιά να κατεβαίνουν και να τσιμπολογούνε τα μικρά στίγματα που αφήνουν οι αιώνες πάνω στα μάρμαρα.
ΔΑΚΡΥΑ
Δρόμοι προς τις μεγάλες ηδονές που βγαίνουν έξω απ’ το χρόνο περιπέτειες των αδέξιων ερωτικών χεριών, μες στο σκοτάδι, η αιωνιότητα ενός αγγίγματος ‒
τελικά οι ιστορίες μας έμειναν μισοτελειωμένες σαν μια παιδικότητα.

Κάποτε θα κλάψω τόσο πολύ που θα εξευμενίσω όλα τα ρόδα. 
 Τάσος Λειβαδίτης ''Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''
 Σ’ εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις νύχτες εξεγέρσεων
ψάχνουν για ένα φεγγάρι παιδικό.
Σ’ αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός.
Σ’ εκείνους που τους ξέχασαν,
στη γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει.
Στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε,
στις θάλασσες που δεν θα ταξιδέψουμε.
Στα μονοπάτια που περπατήσαμε ερωτευμένοι κι ίσως να μην ξαναγυρίσαμε από τότε.
Στη Μοίρα, στην ωραία νεότητα.
Στους διαβάτες (κι εγώ πού πήγαινα; κι ήταν τόσα πολλά αυτά που ζήτησα; Μα τώρα είναι αργά - ώρα να φεύγω)
Στα αποδημητικά πουλιά.
Στις ατμομηχανές που κουράστηκαν κι έγειραν το πλευρό να κοιμηθούνε.
Στις καλαμποκιές όταν τις λούζει το φεγγάρι.
Στην αλληλογραφία ενός αγγέλου μ’ ένα παιδί.
Σ’ εκείνους που άργησαν,
σ’ αυτούς που δε θα ξανάρθουν.

Φθινόπωρο

...καθένας μας έχει μια μυστική περιουσία από ξεχασμένες ταπεινώσεις.
  «Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
 «Φθινοπωρινό σούρουπο».
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.
 ...κι είδα κάποιους να περιμένουν
στους σιδηροδρομικούς σταθμούς,
όχι για το ταξίδι,
αλλά για τ' όνειρο, ενώ οι στάλες
της βροχής γράφουν μια μεγάλη
επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει;
Τι γράφει;
Θ' απαντήσεις;.... 
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΥΩΔΙΑ -Από τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν αριθμό τηλεφώνου
έστω για ν' ακούσεις μια φωνή,
ζητάς ένα όνομα, "λάθος" σου απαντάνε.

Όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε
και τα λόγια που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε...

Παιδί κρυβόμουν πίσω απ΄ τον κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα
- γι' αυτό σας λέω, μη ζητάμε περισσότερα.

Κι αργότερα, άντρας πια, καθόμουν πίσω απ' τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της πόλης.
Έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών

- τι θ' απομείνει λοιπόν, τι θ' απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
Ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός θα τις σβήνει σιγά σιγά.

Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον.

Γιατί; Τι φταίει;
Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιον λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο αίνιγμα ίσως, ή μια τιμωρία;

Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
- ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου...

Τα ωραία χρυσάνθεμα.
Εκείνη τη νύχτα ήμουν κρυμμένος πίσω από την ντουλάπα,
αλλά γιατί να προβαίνω σε αποκαλύψεις, οι καιροί ήταν δύσκολοι:
   επαναστάσεις, διαψεύσεις
κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα που θυμάσαι ότι τα ξαναέζησες - σε
   ποιό όνειρο τάχα ή σε ποιάν άλλη ζωή,
μικρές κάμαρες που περπάτησα πάνω κάτω όλη την απεραντοσύνη
άδειοι μοναχικοί δρόμοι όπου έζησα τις πιο ωραίες μου περιπέτειες
κι όταν κάποτε έρθει η ώρα ν’ απολογηθώ, θα ‘χω μάρτυρες όλους
τους περαστικούς που στάθηκα αμήχανος μπροστά τους
μην έχοντας τι να πω. 

 Λοιπόν, τι απέγιναν τα ωραία χρυσάνθεμα;
Πού πήγαν οι παλιές μέρες;

Ώρα του λυκόφωτος
Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου

κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική
αγνότητα -
ω παλιέ φίλε που έφυγες, ξέρω ότι θα σε συναντήσω σε κάποιο
όνειρο ή άξαφνα στο δρόμο όταν όλα θα' χουν χαθεί,
γυναίκες που αγαπήσαμε ενώ έξω απ' τα παράθυρα δυνάμωνε  η 
βροχή
κι ύστερα πιασμένοι απ' το χέρι περάσαμε τη γέφυρα, με τα μαλλιά
σας βρεγμένα να λαμπυρίζουν στο ηλιοβασίλεμα -
ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που δίναμε  τη ζωή μας
μ' εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ' άρρωστα παιδιά που όταν
αναρρώσουν δεν τους χωράνε τα παιδικά τους ρούχα
και στο σχολειό τα κοροϊδεύουν - και γεμίζουν τα τετράδια τους με
ποιήματα
για να μη χαθούν.
Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο.

Ω, λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα

δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.
Εκμυστήρευσεις # Τάσος Λειβαδίτης
   Μια νύχτα καθώς κοιταζόμουν στον καθρέφτη τρόμαξα, "κι αν δω μέσα τον άλλον;" σκέφτηκα, γιατί είναι αλήθεια πως υπήρχε μια συγκεχυμένη ιστορία γύρω απ' το άτομό μου, λέγαν πολλά, τι να πρωτοπιστέψεις;

 Και συχνά ισχυρίζονταν ότι παραμιλάω ενώ απλώς κουβέντιαζα μ' αυτόν που κρύβεται μες στις σκιές.
   Τέλος τα χρόνια πέρασαν, εγώ χάθηκα σε δύσκολους δρόμους, κοιμήθηκα σε βρώμικα δωμάτια και το πρωί άπλωσα τα σεντόνια στο παράθυρο σε μια παράδοση άνευ όρων. 

Και θυμάμαι παιδί που εκμυστηρευόμουν τα βράδια στη μητέρα πως στο σχολειό, στο ίδιο θρανίο, καθόμουν μ' έναν άγγελο.
   Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο.
Τάσος Λειβαδίτης, "Ποίηση - Τόμος Τρίτος - Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"

Παλιό τραγούδι στο δρόμο (από τα ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Τα κάγκελα του κήπου υγρά απ’ τη βροχή σαν τους φτωχούς που τους αφήνουν απ’ έξω
αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα –
σαν ήμασταν παιδιά κρυβόμασταν κάτω απ’ τη σκάλα κι όταν βγαίναμε είχαμε αφήσει εκεί ένα βασιλικό πεπρωμένο
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
και αργότερα νέοι αγκαλιάσαμε το πρώτο δένδρο και του διηγηθήκαμε τα περασμένα
άχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μιαν ανάμνηση συγκινητική
κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να προχωρούν οι λεπτοδείκτες στα ρολόγια.
Ώσπου μια νύχτα ένας διαβάτης περνάει στο δρόμο τραγουδώντας. 
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό; Δε θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία όσων ονειρεύτηκες τρέμει μες στο τραγούδι. 
Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σα μαγεμένος.

Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου το τραγούδι σβήνει.

 Όλα χάνονται. Ησυχία.
Και τώρα τι θα κάνεις; 
Το πουλί με τις αλήθειες (από τα ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1990)
Η λήθη σκέπασε το παρελθόν, το άγνωστο πολιορκεί το σπίτι
φαντάσματα πραγμάτων που αγαπήσαμε και χάθηκαν
και τώρα μόνον οι αράχνες γνωρίζουν τη συνέχεια – αλλά η νοσταλγία για το άγνωστο μας έχει κερδίσει από παιδιά κι η μοναξιά
μας είχε υποσχεθεί τις μακρινές αποστάσεις. 
 Ω το παιδί που υπήρξαμε μ’ εκείνο το τεράστιο λαιμοδέτη
για μια τόσο σύντομη παιδικότητα. 
Κι η Μαρία που το βραδινό αεράκι παράσερνε τις κορδέλες του καπέλου της
σε άλλους αστερισμούς – ποτέ δεν τη φτάσαμε.
 Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
 Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και την αθανασία σε μερικά κονιάκ.
Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντικρινό δένδρο και κάτι σφύριξε. Ω! αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το νόημα του κόσμου.
ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ

Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε

οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς,
 επιστολές που δε στάλθηκαν

το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ’ το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό οικοτροφείο,

από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.

Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

«ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ»
Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.
Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. 
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)

και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου 1988 όταν ο Τάσος Λειβαδίτης μας αποχαιρέτισε για πάντα.
Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Ετσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.

Το όνειρο

Τελικά τους έκλεισα την πόρτα «τι να την κάνω εγώ την πραγματικό-
τητα, τους λέω-εγώ έχω τ΄»όνειρο»
ίσως γι΄ αυτό αγαπώ τα νεκροταφεία, γιατί βάζουν τέλος στις λε-
πτομέρειες.
Ένα τραγούδι λυπημένο τη νύχτα είναι πάντα ένας αποχαιρετι-
σμός.
 Τ Α Σ Ο Σ   Λ Ε Ι Β Α Δ Ι Τ Η Σ

Τ Α   Χ Ε Ι Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Α   Τ Ο Υ   Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο Υ
Γ

Τι έχει σημασία για μένα; αναρωτιόμουν
συχνά. Δεν ήξερα. Όμως ήξερα ότι απ’ τη στιγμή
που θα το μάθαινα, δε θα ’χε πια καμιά σημασία.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος
      των δρόμων ‒
όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις.

ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ
Φυσικά προσπαθούσε να κρύψει το σακατεμένο χέρι του
έτσι κρατούσε πάντα μια σημαία.

ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ Β
Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα.
Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σα ν’ ακούω τη Διεθνή. 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ένα τραγούδι κοιμάται πάνω στην άρπα ώσπου να το ξυπνήσει
      ένας πόνος ξένος
κι ω ταξιδιώτη, που γυρίζοντας απ’ τον Ωκεανό, θα ναυαγήσεις
      ανάμεσα στα ρόδα ενός κήπου.

ΜΙΚΡΗ ΙΛΙΑΔΑ
Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ' όνειρο.
Και το πρωί «καλημέρα» λες, «καλημέρα» σού λένε.
                                                         Κι η σφαγή συνεχίζεται.

ΡΟΔΟΔΑΦΝΕΣ
Βραδιάζει. Μια ρομβία ακούγεται να παίζει πίσω απ’ τα δέντρα.
Δυο ζητιάνοι στέκονται έξω απ’ την πόρτα του δειλινού.
Κοιτάω τις ροδοδάφνες και κλαίω...

ΓΑΜΗΛΙΟ ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου το στεναγμό του Θεού
η Μεγάλη Άρκτος περπατούσε αθόρυβα αφήνοντας ασημένια ίχνη στο δρόμο.
Τα βράδια είναι συνήθως λυπημένα σαν ένα ταξίδι που τελείωσε.
Οι δόξες δεν έχουν καμιά σημασία κάτω απ’ τις μηλιές.
ΠΡΟΠΑΝΤΟΣ ΗΣΥΧΙΑ!
Όπως όλοι γνώρισα κι εγώ πολλούς ανθρώπους ‒μόνο την ωραία
      Ερριέτα δεν πρόλαβα
μόλις την είχαν ξεχάσει‒ από τότε βιάζομαι, θέλω να μάθω, τι;
      δεν ξέρω.
Όμως τις νύχτες φοβάμαι και περπατάω στις μύτες των ποδιών
να μην ξυπνήσουν τα παλιά ρολόγια.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ο κόσμος ερήμωσε, σε ποιον ν’ απευθυνθείς; Όλοι πού θα μπορούσαμε
      να ’χουμε μια μικρή αλληλογραφία μαζί τους πέθαναν.
Και πρώτοι εμείς.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και
      πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ό κόσμος.
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΩΝ 12
Καμιά φορά το σφύριγμα ενός τραίνου μες στη νύχτα έχει κάτι
      απ’ την αιώνια αναχώρηση ‒
ω μη μιλάτε‒ ίσως να μην ξημερώσει πια.

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ
Συλλογιέμαι τα τραίνα πού τρέχουν προς το τίποτα
τη θάλασσα που αιώνια επιστρέφει...


Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
ΜΑΤΑΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Κάθομαι μερικές φορές και σκέφτομαι: να μπορούσα, λέει, να ξαναγυρίσω
      στο παρελθόν
να τακτοποιήσω μερικά πράγματα, ν’ αποτελειώσω κάποια άλλα.
      Όμως τί σημασία θα ’χε;

Είμαι κουρασμένος άπό τόσους χωρισμούς, τόσα πρωινά, τόσα απογεύματα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ
Συχνά γύρω σου υπάρχει κάτι τόσο ωραίο κι ακαθόριστο που βγάζεις το σακάκι σου και το πετάς απ’ τη γέφυρα ή κρεμάς το καπέλο σου στο φανοστάτη σαν την πιο ειλικρινή χειρονομία του αιώνα.
Μα μόνο όταν σε ταπεινώνουν ακοής το στεναγμό του Θεού.

ΤΟ ΠΛΟΙΟ
Μια γυναίκα σταμάτησε στην προβλήτα. Φοράει μαύρα. Είναι
      αβάσταχτα όμορφη. Το δειλινό βιολετί.
Ω που έζησα με την αλλόκοτη αίσθηση: ότι ξέχασα όλες τις αποσκευές μου
      σ’ ένα πλοίο
που ήδη σφύριξε και αναχωρεί...
Ιανουάριος
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει;
      Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε
      τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Απρίλιος
Οι μέρες τρελαίνουν τα πουλιά, οι νύχτες αναποδογυρίζουν τα κορίτσια
ώσπου ανεβαίνει ή σελήνη κατακόκκινη σαν την ανάμνηση μιας ηλικίας
      πού δε θα ξανάρθει.

Ιούλιος
Τα βράδια έρχονται συνήθως σα μια ευτυχία ή σαν ένα ποτάμι δάκρυα
κι οι εραστές, υστέρα απ’ το μεγαλείο μιας ώρας που έζησαν κάτω απ’ τα δέντρα,
      επιστρέφουν, σχεδόν τυφλοί, στην πόλη.

Σεπτέμβριος
Ένα παιδί προχωράει στο δρόμο, στους ώμους του, γεμάτη μικρά
      ανεκπλήρωτα, βαραίνει η σχολική του τσάντα.
Κάθομαι πίσω απ’ το τζάμι και κοιτάω τη βροχή να παρασέρνει
      τους έρωτες του καλοκαιριού.

ΕΝΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
«Δεν μπορώ να κρεμαστώ, έλεγε με παράπονο ‒η μεγάλη πυρκαγιά του δειλινού
μου καίει το σκοινί.»

ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ
Πόσοι δε χάθηκαν στην έρημο ή μες στο συνωστισμό, στη θάλασσα
      ή σε κάποια άκρη της γης
κι άλλοι που χάθηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και δεν τους
      αναζήτησε κανείς.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος δε
      βρήκε τίποτα να τούς πάρει.
Κι όπως και χτες βγήκε κι απόψε ανυποψίαστο το φεγγάρι.

ΠΟΙΗΤΕΣ
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.

Ο ΚΗΠΟΣ
«Έζησα θλιμμένα γιατί ο άκαρδος πατέρας μου δεν είχε ούτε στοργή, ούτε όνειρα», μου έλεγε η μακρινή θεία του κήπου. Κι αυτή θα ήταν όλη η ιστορία της αν ένα ανθισμένο κλαδί δεν άγγιζε τα γκρίζα μαλλιά της.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Στον πικρό γυρισμό μου (από πού άραγε;) συχνά καθόμουν σ’ ένα καφενείο, απ’ αυτά των ταπεινών θλίψεων με τα μακρόσυρτα δειλινά στα τζάμια.
Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν ποτέ τον δρόμο.

ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
Ο ποιητής μοιάζει συνήθως με κάποιον που τον κυνηγούν ανελέητα στο δρόμο, εκείνος όμως προφταίνει να μπει εγκαίρως στο σπίτι του, κι εκεί, λαχανιασμένος, αλλά απερίσπαστος αρχίζει να τινάζει τα παλιά προγονικά χαλιά.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς
      δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε
κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη
      βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα
μας έχουν ξεχάσει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κι όπως είμαι πάντα άτυχος, κάθε φορά που αποφάσιζα ν’ αλλάξω ζωή κάποια καθυστέρηση, μια αναβολή, ένα όνειρο ‒πέρασαν τα χρόνια, Ύστερα δε θυμάμαι τίποτα. Κι η λάμπα είχε σβήσει μια αιωνιότητα πριν.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ
«Θα ξανάρθουμε;» ρώτησα. Ο άλλος κάτι είπε, αλλά δεν έφτασε
      ως έμενα ‒όμως ένιωσα μέσα μου κάτι αλλόκοτο και γλυκό.
      Φυσούσε λίγο. Βράδυ.
Κι ίσως ολόκληρη η ποίηση να είναι αυτή η απάντηση που δεν
      ακούστηκε και τη συμπλήρωνε ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή
      ερημιά του φεγγαριού.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ένα πουλί κάθισε πάνω στα κάγκελα του κήπου, κάτι είπε στην κοπέλα της βεράντας, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Βούιζε ο κόσμος από τα τζιτζίκια.
Και τότε σκέφτηκα πως αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος.

ΥΜΕΝΑΙΟΣ
Άνθρωποι πού περιφέρονται ολομόναχοι μες στη λήθη και μόνο προς
      το βράδυ πηγαίνουν στο ταχυδρομείο της Μεγάλης Άρκτου.
Κανείς δεν ξέρει με ποιον αλληλογραφούν. Όμως σε λίγο βγαίνει
      η σελήνη κι ένα ρόδο φέγγει σα μια μικρή μνηστή.
Κάθε νύχτα είναι ένα γαμήλιο ταξίδι.
ΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Στο δρόμο συναντάμε γέρους τους λιποτάκτες των παλιών πολέμων,
εν’ ανοιξιάτικο καπέλο στον καναπέ απ’ αυτά που φορούν τα νεαρά κορίτσια.
Καθένας έχει ένα μεγάλο μυστικό και θα φύγουμε χωρίς να το μάθει
ούτε αυτός, ούτε άλλος κανένας.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Μεγάλα ηλιοβασιλέματα του άφησαν τόση λάμψη στα μάτια, που η γλώσσα τού είναι άχρηστη.

ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα τώρα κλαίνε
κι οι άλλοι που πόθησαν το θάνατο φοβούνται
κι εκείνοι που μερίμνησαν δεν έχουν
αλλά αυτοί που ταπεινώθηκαν γνωρίζουν
κι εκείνοι που κρατήθηκαν μακριά θα ξεκινήσουν
σαν τις ωραίες εποχές να ξαναρθούνε.


ΜΑΘΗΤΕΙΑ

Αλλά όταν τέλος μας διώξουν πού θα πάμε; Και θα μας αναγνωρίσει
      κανείς στο δρόμο;
Τα βράδια έχουμε ανάγκη από μια φιλική λέξη ή λίγη λήθη.
Τα’ άστρα ήταν το πρώτο μας αναγνωστικό.

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Οι νεκροί τέλειωσαν με τις προσδοκίες ή τα όνειρα
οι σιωπές των εραστών μεγάλες σαν αιωνιότητες
το θαύμα είναι η παιδική ηλικία της δικαιοσύνης
κι ή ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα
για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως
      αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα ν’ αντέξω το βάρος σου.

Θεέ μου, μ’ αυτή την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.
Πώς να σε σώσω...

ΠΟΡΕΙΑ
Κάποτε μια νύχτα κρατούσα ένα κλεφτοφάναρο: ξενυχτούσαμε έναν
      ετοιμοθάνατο σύντροφο που τα ασυνάρτητα λόγια του μας θύμιζαν
      όλα τα τρελά όνειρα μιας εποχής.
Όταν ξημέρωσε τον θάψαμε βιαστικά και συνεχίσαμε την πορεία μας
      προς το Αρχαγγέσκ ή τις Συρακούσες. Δεν καλοθυμάμαι.

ΔΑΚΡΥΑ

Δρόμοι προς τις μεγάλες ηδονές που βγαίνουν έξω απ’ το χρόνο
περιπέτειες των αδέξιων ερωτικών χεριών, μες στο σκοτάδι,
      η αιωνιότητα ενός αγγίγματος ‒
τελικά οι ιστορίες μας έμειναν μισοτελειωμένες σαν μια παιδικότητα.
Κάποτε θα κλάψω τόσο πολύ που θα εξευμενίσω όλα τα ρόδα.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν
      κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.

Ω, ΘΛΙΨΗ…
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν ο ίδιος εγώ νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω, θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ TOΥ ΠΟΙΗΤΗ
Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου ‒ δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.