Σελίδες

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Δώσ' μου τα χέρια σου/ να κρατήσω τη ζωή μου..

LA MEMORIA EN LAS MANOS
Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
(Pedro Salinas)


(Pedro Salinas)

Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Τάσος Λειβαδίτης, [Δως μου το χέρι σου]
«Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου»

Οδυσσέας Ελύτης-ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(1971)-Απόσπασμα.
Τα δυο μικρά ζώα
 τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες.

Οδυσσέας Ελύτης, Ελένη-(απόσπασμα)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρόςΚι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μαςΚι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σουΤο φως στον άσπιλο ουρανόΚι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσειςΛυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής. Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς.
 (Μιχάλης Γκανάς)



Μιχάλης Γκανάς

Όταν η νύχτα κυοφορεί τις μνήμες...


Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ' έχω. Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.


Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.


-Οκτάβιο Παζ, «Ψηλαφώντας»

“Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν
μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν
ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου
τα χέρια μου
άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Χέρια (Αργύρης Χιόνης)

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)




Τα τρύπια χέρια-Νικηφόρος Βρεττάκος 
Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα , είπες.
Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου.
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.

Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη....
Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ. 
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη......
.....................
Βαθιά στην καρδιά μου 
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ, 
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. 
Γιατ' είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα.

Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες 
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες
κομμένες

απ' το
λατομείο του ήλιου.
Απ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.


ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.


Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες*(απόσπασμα)
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου 
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
-Μαρία Πολυδούρη, «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ»
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
(Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Γράμματα)


Ρωτούσε για την ποιότητα-Κ-Π-Καβάφης (απόσπασμα)
Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια — αλλά

μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Επέστρεφε-Κ-Π-Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΤΙ (Mario Benedetti) 

Ακόμη
Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.
μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

-«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» 

(Ανδρέας Εμπειρίκος)

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Τα δάκρυα της Ποίησης

Χρήστος Μαλεβίτσης)

Το ποιο βαρύ πράγμα στο κόσμο είναι το ανθρώπινο δάκρυ.....Είναι η μόνη περίπτωση όπου η ψυχή του ανθρώπου γίνεται ύλη και σταζει σε μια σταγόνα

Σε προσέχω σαν δάκρυ – Ερωτικο Ποιημα – Ρηνιω Παπανικολα

Σε προσέχω σαν δάκρυ, μη χάσει το σχήμα του...
Μη χάσει το σχήμα του!

Αλάτισέ μου τους κήπους, την έχασα κι αυτή τη γεύση.
Ημέρωσε τα κίτρινα. Υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου. Εξαφανίζομαι.
Θα 'ρθω να κάτσω κοντά σου.
Θα τραγουδώ.
Θα σέπομαι.
Η καλή μέρα θρέφει το βράδυ της.
Η ανήμπορη απουσία τρώει τα σωθικά της.
Ο ήλιος, δήθεν δένει τις πληγές.
Όχι, μάτια μου.
Το χόρτο μας κοιτάει ματωμένο.
Θ' αποσυρθώ να τρελαθώ.

Λείπω. Δεν ξέρω που είμαι μα, δεν είμ' εδώ καιρό τώρα.
Όποιος με βρει, να τηλεφωνήσει και τα λοιπά.
Ποιός όμως θα ανακαλύψει το κορίτσι
πίσω απ' τις αγριομηλιές να κλαίει;

Εμείς οι δύο, θα ξεσκίσουμε τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού.
Καλύτερα να κοιτώ τα λουλούδια της κουρτίνας
να νταντελώνουν το ανύπαρκτο.
Κλείστε τις πληγές.
Θ' ανοίξουμε άλλες!

Γιατί με αναγκάζεις να σε φορτώνω ψέματα;
Γιατί κανείς δε σηκώνει μια αλήθεια με τα οστά της
να ησυχάσω;
Σαστίζεις απ' τη δύναμη της μνήμης.
Ή μπας και δεν είναι μνήμη αυτό
που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά μας
αλλά μια παντοτινή επιθυμία;

Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι
και να μου τραβήξεις μια απαλή, μακριά χαρακιά.
Όπου διαλέξεις!
Να κοκκινίζει σιγά το δέρμα
σα ν' ανθίζει γρατζουνιές από τριαντάφυλλα.
Να φύγει το πικρισμένο αίμα!
Όσο να βγει ένας κόμπος αίμα καθαρό
και να δω τι θα γίνει μετά.
Θα φανούν τα φώτα της πόλης μακριά;
Θ' αρχίσουν να σαλεύουν οι κορφές στις καστανιές;
Ή θα γίνουν όλα σαν μαύρη πέτρα;


«Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα: 

«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια»
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη»
«Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….(Βύρων Λεοντάρης)

Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόϊ της ανθρωπότητας…” (Γιάννης Ρίτσος) 
«Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)


Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία:
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»


Εκείνο-Τάσος Λειβαδίτης

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.


Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο.
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
 


Απο την ποιητική συλλογή  του "Ποιήματα" 1958-1964 
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας 
για να κλαίνε. 


Τάσος Λειβαδίτης - 1953
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορείκαι να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Τρία δάκρυα του θεού

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
  απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά μιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποι κι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουν τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά και μία μία ανοίγουν τα φτερά
  οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου
II

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου απλώνω το χέρι ξεριζώνω τα δέντρα και τους θάμνους του τους στύλους τους ηλεχτρικούς
  αυτά τα πονεμένα δόντια μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα; μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
  κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό βουνό 
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

Ἀφήγηση(Γεώργιος Σεφέρης)


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα



Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες

Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε

Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς


Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
 
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ

Ὑπόσχεση

(γραμμένη στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι,
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972.

 «Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
<<Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
Στίχοι του Νίκου Καρούζου:
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου/Ποτίζω με δάκρυα τη γη/μετά τόσους καιρούς/ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος/ζυγίζεται με τα δάκρυα
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.»

Μπόρις Βιαν, «Αν έβρεχε δάκρυα»
«Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει μια αγάπη/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν βαραίνουν οι καρδιές/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ για ένα σαραντάμερο/ δάκρυα πικρά/ θα πνίγανε τους πύργους.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει ένα παιδί/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν γελάνε οι κακοί/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ με γκρίζα κύματα και κρύα/ δάκρυα πικρά το παρελθόν θα τάραζαν.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ θα γίνονταν κατακλυσμός/ από τα δάκρυα τα πικρά/ των δικαστών και των ενόχων».
*(Οι παραπάνω στίχοι του ποιήματος “Αν έβρεχε δάκρυα” είναι από το βιβλίο “Μπορίς Βιαν, ποιήματα”, Εκδ. Γνώση, μετάφραση Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου)».


ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή(Κική Δημουλά)
Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα
από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα:
βροχή ή δάκρυα, 
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Tου χρόνου η Αιώρα

Η λίμνη λένε :''κι αν τους κύκλους κλείνει /η πέτρα μένει στο βυθό''/και πάντα θα υπάρχει μια μικρή ρωγμή /να γίνεται διάφανη όταν ο ''χρόνος'' σπάει τον όρκο της σιωπής /βγάζοντας στην επιφάνεια /τις πιο κρυφές μας επιθυμίες .

Πως να μπαλώσεις τη ρωγμή /όταν γίνεται διάφανη /κι όλα αντιφεγγίζουν απο το βυθό της ψυχής;


Oπως αναφέρει η Κ.Δημουλά:«Παντού ο


 χρόνος... Ο έρωτας, ο θάνατος και η ζωή


 είναι οι καθημερινοί βαρυποινίτες


έγκλειστοι του χρόνου. Τα κλειδιά τα


 κρατάει αυτός. Εγώ επειδή οφείλομαι


στην επανάληψη, την τιμώ με το να


 επιδίδομαι συνειδητά σ' αυτήν. Αλλωστε,


 το παρελθόν είναι ο μόνος σταθερός


χρόνος». 



Ισως τελικά ο χρόνος /να δώθηκε όλος στο νερό
Απέραντα σιωπηλός 
Απέραντα μοναχικός 
Γιατί εκεί μπορεί να κυλά /χωρίς να ρωτά /χωρίς να νοιάζεται (Μ-Λ)


Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή που θα βγάλει
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή
Κι όποιος είπε "και του χρόνου"
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ
.(Στίχος τραγουδιού-Φοίβος  Δεληβοριάς)

Στίχοι :Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική :Θάνος  Μικρούτσικος 
Ερμηνεία :Μαργαρίτα Ζορμπαλά 
Ο χρόνος είναι κυνηγός, 
που με ουράνιο τόξο
ό,τι πετάξει απ’ την ψυχή, 
ανθρώπου γέλιο ή προσευχή, 
το κυνηγάει για να βγει στο φως
για της ζωής τη δόξα.

Μα εμένα κι αν με βρουν τα βέλη, 
για δυο φιλιά απ’ άγριο μέλι
θα ξεκινήσω
κι αν είναι ο δρόμος θάνατός μου, 
κι ο έρωτας πιο δυνατός μου, 
μου φτάνει που έφτασα ως εκεί, 
θα συλλαβίσω.
Έλεγες – αύριο θα ναι ο κόσμος 

φωτεινός,


έλεγα – είναι με το μέρος μας ο χρόνος.


Δεν είν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός, 



τις συμπληγάδες του περνά καθένας 

μόνος.(Αλκης Αλκαίου)





Κάθε τέλος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας νέας αρχής.Το 2013 μετρά  ήδη τα πρώτα του εικοσιτετράωρα /σε λίγο θα σβήσουν τα ''φώτα'' της γιορτής και στον απόηχο όλων αυτών/ ας μείνουν να ακούγονται οι ευχές που ανταλλάξαμε για την καινούργια χρονιά.


Ευχές για ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα /αλλά, και με ΕΡΩΤΑ.

Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα  χρόνια όταν ο Ελύτης έγραφε:«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. 

Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία/ όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν/και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»

Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70/μπορούμε να φανταστούμε πως θα αισθανόταν σήμερα/ που  όλα έχουν υποταγεί στην πανταχού παρούσα/ και τα πάντα κυριαρχούσα αρχή/ του ωφελιμισμού;

Η ανθρωπότητα βρίσκεται ίσως στο πιο κρίσιμο σημείο της εξέλιξής της. Μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι καθοριστικό /για την από τούδε και στο εξής πορεία της. Ζούμε μια εποχή ''σεισμικών''δονήσεων.


Δίπλα μας/ μπρος στα μάτια μας/κάτω από τα πόδια μας/συντελούνται αλλαγές/που η τριβή με την πιεστική καθημερινότητα/  δεν μας αφήνει ίσως να δούμε καθαρά. Οι άξονες πάνω στους οποίους στηρίχτηκε και χτίστηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός τρίζουν/ ή γκρεμίζονται.

Οι τεκτονικές πλάκες του μετακινούνται. «Μα κι ο σεισμός βαθύτερη την χτίση θεμελιώνει».



Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Τολμάτε ρε, τολμάτε!-Χρόνης Μίσσιος

Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά τα  Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε Χρόνη γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα; Κι έτσι βγήκε.
Ήταν πολύ σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε». Δεκαεφτά χρονών παιδί ήμουν και καταδικασμένος για θάνατο, κι εγώ τους έγραφα... Τώρα, βέβαια, λέω για "τί";

Αποσπάσματα απ' τα βιβλία του: 

 Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση…

 Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”… 

(“ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ… ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
 Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνον σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του, αλλιώς γίνεται σκατό ανθρώπινο, το πιο άχρηστο και επικίνδυνο πράγμα δηλαδή, διότι και το σκατό των ζώων ακόμα είναι ευλογία θεού για τα λουλούδια και τα φυτά.
 Μόνο ο άνθρωπος, που τρώει και καταστρέφει τα πάντα, παράγει άχρηστα και επικίνδυνα πράγματα, και για τη φύση και για τη ζωή. 

 ("ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ... ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;... 
 Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν, να πούμε, σαν τους νομάρχες στις επιτροπές ασφαλείας που μας στέλνανε εξορία, απλώς γιατί δεν κάναμε ό,τι θέλαν αυτοί. 
Όταν λοιπόν πιάσανε το Χριστό και του τον πήγανε -πάντα οι κουφάλες την ίδια τακτική, να σε σπάσουνε, να τους πεις τι ωραίοι που είστε και τι καλά που τα κάνετε και ότι εγώ είμαι μαλάκας που θέλω να είμαι εγώ, κατάλαβες; Τα ίδια με την καθοδήγα μας.

 Τέλος, που λες, πάνε το Χριστό στον Πιλάτο, βασανισμένο και ταλαιπωρημένο από τους μπάτσους της εποχής, και του λέει η κουφάλα ο Πιλάτος: Έλα, ρε παιδάκι μου, τι θέλεις τώρα και τα σκαλίζεις, μια χαρά παιδί είσαι, νέος, ωραίος, έχεις μια τέχνη, σ’ αγαπάνε οι γυναίκες, μπορείς να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά και να πεθάνεις σε βαθιά γεράματα. 

Δε λυπάσαι τα νιάτα σου και την ομορφιά σου; κάνε μια δήλωση, βάλε μια υπογραφή να λες ότι είσαι μαλάκας, και να γυρίσεις σπιτάκι σου ωραία κι όμορφα.

 Δε λυπάσαι, ρε, τη μάνα σου που σπαράζει από το κλάμα; Καλά, δεν έχεις αισθήματα μέσα σου εσύ; Τι σόι άνθρωπος είσαι δηλαδή; Εμείς τι είμαστε; Εσύ βρέθηκες να φκιάξεις τον κόσμο; και τα τέτοια που λένε όλες οι κουφάλες της εξουσίας.

Και ο Χριστός τον κοίταγε με κείνα τα πανέμορφα, γεμάτα γλύκα και θανατερή κατανόηση μάτια του, σα να του ‘λεγε: Άσε μας, ρε Πιλατάκο, διότι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι… 


Ο Πιλάτος το ‘πιασε βέβαια, αλλά βολεμένος μέσα στην ιεραρχία, στα δαχτυλίδα του, τ’ αρώματά του και τα σκατά του είπε: Εγώ πάντως είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω και νίπτω τας χείρας μου. Όλες οι ασφάλειες όλου του κόσμου, καπιταλιστικές, σοσιαλιστικές και ουδετέρων, αυτή την κουφάλα αντέγραψαν… 

("ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ... ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
 «Ο Μανώλης Αναγνωστάκης μου έμαθε

γράμματα στη φυλακή, ήμασταν

θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» είχε πει

πριν από σχεδόν δυο χρόνια σε συνέντευξή

του στο Βήμα.


«Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νοιώσει την ένταση.

 Το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ ένα μοναχά εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία.

Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο τότε μοναχά οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». 


Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη»
http://ecoleft.files.wordpress.com/2011/03/mis.jpg
 Ο Χρόνης Μίσσιος καταδικάστηκε σε θάνατο το 1947 κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Παρακάτω διηγείται τις αναμνήσεις του από τις φυλακές της Κέρκυρας: Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια.
Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε.
Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο.

 Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα -μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. 

Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του -όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας- αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… 


Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγκάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο.
Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… 
Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις… Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου.

Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα.


Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ‘ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή


  Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα, και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το ‘κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Τέλος, χέσ’ τα. 
 
 Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα… Αλλά έτσι είναι πάντα, ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε τα πιο ουσιαστικά πράγματα, και το καταλαβαίνουμε μόνο σα χαθούμε.

 (ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ "...ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ" Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Εγώ, νιώθω πλούσιος επειδή συμμετείχα στα οράματα και στα ιδανικά της εποχής μου, έστω κι αν αυτά εξελίχτηκαν, όπως εξελίχτηκαν.

Γιατί δεν είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος ζωντανός και να μην συμμετέχεις στο γίγνεσθαι της εποχής σου! Τότε, δεν είσαι τίποτα, δεν είσαι πολίτης, είσαι υπήκοος, είσαι οπαδός, είσαι ένα «ζώον». 

 Και δυστυχώς, έχουμε γεμίσει από οπαδούς και υπηκόους αντί από πολίτες, διότι η λέξη πολίτης, σημαίνει ότι συμμετέχεις, ότι δρας, ότι σκέφτεσαι, ότι έχεις κριτική σκέψη, ότι έχεις φαντασία, ότι έχεις θέληση…