Σελίδες

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

«Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του  στο σανατόριο της Πάρνηθας  τρία έργα: «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937), «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1938, αφιερωμένο στο Βασίλη Ρώτα),  «Εαρινή Συμφωνία» (1938)
https://rosetabooks.wordpress.com

Το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1937, με ήρωες ένα νέο αγόρι και ένα νέο κορίτσι, είναι ένας ύμνος στην ομορφιά, στην αγάπη και στον αγώνα του ανθρώπου για υψηλότερα ιδανικά.

Πάρνηθα 1937
Σὰ νἄρθε φέτος ή Ἄνοιξη κλαμένη. //  Ἥλιος πολύςδέν ἠταν πουθενά γιὰ νὰ ζεστά­νουμε τὰ χέρια μας. /Μέσα μας ἕνα σπουργί­τι κρύωνε. /  Πεθυμήσαμετ' ἀγαθά μάτια τῶν μοσχαριῶν γιὰ νὰ κοιτάξουμε τὴ γῆ,τὸν ούρανό καὶ τὴν καρδιά μας...

 -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμέ­νου παιδιοῦ. / Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά.../ Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... /Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. //


Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. /  Τὸ δέρμα του ἦταν ρό­δινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπα­ροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια.

Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμα­στε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι. / Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... 



 Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... / 
Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή!

// Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων. [] // Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. /  Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ...
- - - -Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο.
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... / Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση !..
 - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία... / Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. /  Στὴ δεξιά:  ἕνας ἄγγελος, [] ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο./ Στὴν ἄλλη:πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! /  Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα,  τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα...  Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους.
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε.  Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων.  Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.//  Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό...  // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα;
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. // Πά­νου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. //  Ὁ ἥλιος πρό­βαλε χαρούμενος  / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας...
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στά­θηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!..
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!..
...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τρα­πέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπα­λωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λου­λάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. / Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !..
 ΣΑ ΝΑ' ΡΘΕ φέτος η Άνοιξη κλαμένη.
Κάτου απ' τις λεύκες μένει σιωπηλή και δεν κοιτάζει τα παιδιά που παίζουν.
Λεπτό φλουρί από φως πρασινωπό γλιστράει στο πρόσωπό της κι ακόμη δεν μπορεί να μας χαμογελάσει.
Όμως τα βράδια ένας γρύλλος τραγουδάει ανάμεσα στα σκονισμένα μου βιβλία, και μια πυγολαμπίδα ανάβει το φανάρι της πάνου από τα χαρτιά μου, να γράφω αγρούς με γαλανά λουλούδια και καλαμιές όπου περνούν κοπάδια τρυγονιών.
Θυμάμαι τη βρυσούλα του χωριού γιομάτη πολυτρίχια, όταν δοκίμαζα στις μικρές τρύπες του καλαμιού να σφυρίξω το πρώτο σιγαλό τραγούδι της μεγάλης καλοκαιριάτικης νύχτας.
Κι απόψε μια πυγολαμπίδα φωτίζει τ' ανοιχτό βιβλίο ενός κρίνου κ' ένας γρύλλος διαβάζει το ποιηματάκι του μικρού Χριστού που αποκοιμήθηκε στο πράσινο χορτάρι.
Κ' εγώ θα πω το τραγούδι της πυγολαμπίδας.

(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)


Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Η ποίηση του Έρωτα


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ(απόσπασμα)
Και εσύ  έρωταεκατόφυλλο   πορφυρό  μου   ρόδο  που  γεννήθηκες  μέσα από   τις  φλόγες, σαν   έκαιγαν  οι άπιστοι μια νύχτα δίχως  σελήνη την Άγια Τράπεζα όπου  φύλαγαν οι  θνητοίτα μυστικά της καρδιάς τους, γίνε το κάλεσμα της μούσας  και η ηχώ που ταξιδεύειστα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου όταν  ο  σκοτεινός καβαλάρης θα  καλπάζει  στην πολιτεία των άστρωνκαι  το αίμα  πέταλα φωτιάς  θα σκορπάστις φλέβες   του φεγγαριούτην άγια εκείνη  στιγμή  που η μια ψυχή  ψάχνει την άλλη την ώρα  που   ρέει ο πόθος
σαν κρασί  σε χρυσοκέντητο   βενετσιάνικο   ποτήρι.


Τάσος Λειβαδίτης, Έρωτας (απόσπασμα)
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού


Λένα Παππά
Ἐρωτικό

Εἶδα ὄνειρο ἤμουν μαζί σου πλάϊ στήν θάλασσα
ἡ ἥλιος ἔλιωνε τόν κόσμο
κι ἐσύ γελοῦσες φέγγοντας τίς φλέβες μου
ἅπλωνα τό χέρι ἐτσιδά καί σ’ἄγγιζα
ἠλεκτρισμένη
λάβα και μύρο χυνόμουν ὅλη κι ἔρρεα
πρός ἐσένα.
Μέ κοίταζες κι οἱ θάνατοί μου ὅλοι πέθαιναν
κι ὅλα τά πράγματα πού δέν μέ ξέραν
τραγουδοῦσαν τ’ ὄνομά μου
ριγοῦσα ἀπό τήν ἡδονή τῆς πεταλούδας πού φτερώνει
καί σκίζει τό κουκούλι της βγαίνοντας στῶν ἀνθῶν τό φῶς.
Κι ὅπως τά ὄνειρα δέν ἔχουν λογική
σέ πῆρα σάν μωρό στήν ἀγκαλιά καί σέ κανάκεψα
τόσο γλυκά πού κουλουριάστηκες στά σωθικά μου
κι ἔγινα ἡ εὐτυχισμένη σου μητέρα.

Τώρα πατώ στά νύχια μήν ξυπνήσω
τήν ἀπουσία σου
πουθενά δέν κοιτάζω μήν τυχόν καί φύγει
ὁ μαγεμένος ὕπνος ἀπ’ τά βλέφαρά μου
καί δῶ ἀδειανή, θανατωμένη τήν ζωή μου
καί παραλοΐσω. 

Από τη συλλογή Σκιατραφῆ καί φωτόφιλα, Άπαντα Β' τομ. σελ. 480.
(Απόσπασμα από το ποίημα  «Ο έρωτας σαν το κύμα»  του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς)
Ο έρωτας σαν το κύμα

φέρνει και παίρνει 
κεραυνοβόλος και αργόστροφος
ήρεμος σαν τη φαντασία 
όταν βάζει σε τάξη τις λέξεις

Λάμπει όταν σκοτεινιάζει 
Κενός και ξεχειλίζει αντιθέσεις
τέρας με φτερά αγγέλου
Πάντα όταν φεύγει ..ξανάρχεται 
Μας αιφνιδιάζει σαν ξεχάσουμε τα αισθήματα 
Έρχεται …

Αναρχικός και ατομικιστής 
Πιστός και άθεος 
Μας κυνηγάει έναν έναν 
Μας δολοφονεί ..με τα παγωμένα του χέρια
Και δηλώνει
 Δολοφόνος και αθώος.. μαζί 

Κική   ΔημουλάΠὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες
οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν.
Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του
κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες...


ΕΡΩΤΑΣ- Ντίνος  Χριστιανόπουλος

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –

ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.



Με την πρώτη σταγόνα της βροχής -Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα)
 Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως. Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας. Κι όταν σε πήρε το φιλί. Γυναίκα.
Απο το ποίημα Ατθίδα, Σαπφώ
Ο Έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη, σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει. Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα, δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Υπενθυμίσεις του Έρωτα ~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Αν σ' έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ' την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν' αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ' τις προδομένες προσδοκίες σου
τ' αναπάντητα όνειρά σου.

Έρωτας τάχα...  (Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά
 άλλως Μυρτιώτισσα)

Έρωτας τάχα να είν’ αυτό  

που έτσι με κάνει να ποθώ  
τη συντροφιά σου,  
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ 
 τα φωτισμένα για να ιδώ  
παράθυρά σου;  

Έρωτας να ειν’ η σιωπή  

που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει  
σφιχτά το στόμα,  
που κι όταν μείνω μοναχή,  
στέκω βουβή κι εκστατική  
ώρες ακόμα;  

Έρωτας να είναι ή συφορά,  

με κάποιου αγγέλου τα φτερά  
που έχει φορέσει,  
κι έρχεται ακόμη μια φορά  
με τέτοια δώρα τρυφερά  
να με πλανέσει;  
Μα ό,τι και να’ναι το ποθώ,  
και καλώς να’ ρθει το κακό  
που είν’ από σένα.  
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,  
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ  
τ’ αγαπημένα…


Βιτσέντζος Κορνάρος
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει,  
και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!  
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,  
κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!  
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,  
και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.  
Kαι δε θωρεί πλιό στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει,  
και με μαγνιά τα μάτια τση, κι αράχνην τα κουκλώνει.  
Kαι να ξανοίξει δεν μπορεί, εις το καλό να πάγει,  
μα εις τό τη βλάφτει προθυμά, γιατί η καρδιά τση εσφάγη. 




Ανδρέας Τσιάκος
Ο έρωτας είμαι
Aπ' το πουθενά πλησιάζει, συστήνεται σαν πόνος και ενοικιάζει το καλύτερο δωμάτιο του εγκεφάλου μου, -σκόνη είναι παγιδευμένη στη γωνία, κύκνος και θάνατος αργός, έχει τη γεύση κάποιου γλυκού, 
μη με ρωτάς τι γλυκό, έχω ξεχάσει αυτή την αίσθηση, λειτουργώ μόνο με το συναίσθημα-, αφήνει προκαταβολή δυο νοίκια μπροστά, δεν έχει οικογένεια μόνο μια τσάντα αλλαξιές για τα σαββατοκύριακα, φορά μαύρα κάτι θα πενθεί νομίζω δεν είμαι σίγουρος, 
κρατά στα χέρια του ρίζες, μια γλάστρα πλαστική και ένα ξύλινο παράθυρο δίχως τζάμια, δεν μιλά, ωραία λέω, ήσυχος φαίνεται, του δίνω τα κλειδιά, τον ξανακοιτώ, 
κάποιον μου θυμίζει, δεν βαριέσαι λέω, λάθος θα κάνω, αποκλείεται να 'ναι αυτός που πιστεύω, παίρνει τα κλειδιά λίγο βιαστικά, ανοίγει την πόρτα, πριν μπει στο δωμάτιο τον ακούω να ψιθυρίζει,
 κάτι σαν τραγούδι έμοιαζε, σκέφτηκα τι είδους πόνος είναι αυτός που τραγουδά, αλλά πάλι το τραγούδι είναι κι αυτό ένας πόνος , 
ένα μοναχικό παιχνίδι στην τράπουλα του χρόνου, το τραγούδι  απαλύνει τον πόνο, στην έσχατη περίπτωση σε συμφιλιώνει με τον πόνο,
 για δες τώρα μήπως θέλει να γίνουμε φίλοι και μου το λέει έτσι γιατί ντρέπεται,
αλλά θα τρελαθώ, πόνος και να ντρέπεται δεν υπάρχει, κάνω μια κίνηση να του μιλήσω, γυρίζει σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου λέει: 
- «...ο έρωτας είμαι...»!

Δεκέμβρης 1903 (Κ.Π .Καβάφης ) Kι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω
αν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στη ψυχή μου, 
ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες στο μυαλό μου, 
ημέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου
τις λέξεις και τις φράσεις μου πλάθουν και χρωματίζουν
σ’ όποιο θέμα κι άν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέγω 

Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα-Μενέλαος ΛουντέμηςΜιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,

ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας

ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.

«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»

Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,

ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.

Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».


Πάντα απ' τον έρωτα περνούσα, 
σα να περνάω απ' την φωτιά..

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

"Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"(Jorge Luis Borges)

Είναι γνωστό πως οι καθρέφτες, οι λαβύρινθοι κι οι τίγρεις στοιχειώνουν τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) κι έτσι τα συναντάμε πολύ συχνά στα κείμενά του. 
Ο καθρέφτης είναι για τον Μπόρχες αντικείμενο σπουδαίο και μαγικό και στο διήγημα "Ο Καθρέφτης κι η Μάσκα" "El espejo y la máscara"
 Ο βασιλιάς ανταμείβει τον βάρδο για το καταπληκτικό του έργο με έναν καθρέφτη.
Είναι επίσης ιερός έτσι που να μπορεί να βρεθεί μέσα σ’ έναν όρκο: ''Εκείνες τις νύχτες ορκίστηκα στον θεό που βλέπει με δύο πρόσωπα και σ’ όλους τους θεούς τού πυρετού και των καθρεφτών να πλέξω έναν λαβύρινθο γύρω από άνθρωπο που φυλάκισε τον αδερφό μου.''

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Καθρέφτης και η Μάσκα
El espejo y la máscara - Jorge Luis Borges

Μετά τη μάχη του Κλόνταρφ, όπου νικήθηκαν οι Νορβηγοί, ο Βασιλιάς της Ιρλανδίας μιλούσε με τον αυλικό του ποιητή. «Τα μεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δε μπουν μέσα σε λέξεις», είπε ο βασιλιάς.
«Θέλω να ψάλλεις τη νίκη μου και το εγκώμιό μου. Θα 'μαι ο Αινείας και θα 'σαι ο Βιργίλιός μου. Θεωρείς τον εαυτό σου ικανό γι' αυτή την αποστολή  που θα χαρίσει την αθανασία και στους δυο μας;»
«Μάλιστα, Κύριέ μου», είπε ο βάρδος. «Είμαι ο Όλλαν. Δώδεκα χειμώνες παιδεύτηκα στους κανόνες της προσωδίας. Ξέρω απέξω τους τρακόσους εξήντα μύθους που 'ναι η βάση της αληθινής ποίησης.(…) 
Οι νόμοι μου επιτρέπουν να χρησιμοποιώ μ' απλοχεριά τις πιο παλιές λέξεις της γλώσσας μας και τις πιο περίπλοκες μεταφορές. Έχω καταχτήσει τα μυστικά του γραψίματος που προστατεύουνε την τέχνη μας απ' τα μυωπικά μάτια του όχλου. Μπορώ να εγκωμιάσω έρωτες, ζωοκλοπές, ταξίδια και πολέμους.

(…) Έχω κάποια γνώση μιας αμερόληπτης αστρολογίας, μαθηματικών, κανονικού δικαίου και των ιδιοτήτων των φυτών. Νίκησα τους ανταγωνιστές μου σε δημόσιους διαγωνισμούς. Είμαι δεξιοτέχνης της σάτιρας, που προκαλεί δερματικές παθήσεις, περιλαμβανομένης και της λέπρας. Ξέρω να χειρίζομαι το σπαθί, καθώς απέδειξα στη μάχη σας. Ένα μονάχα πράμα δεν ξέρω -πώς να σας ευχαριστήσω για το δώρο που μου κάνατε».


Ο βασιλιάς, που βαριόταν εύκολα τις μακρηγορίες, ιδιαίτερα των άλλων, είπε με ανακούφιση: «Τα ξέρω όλ' αυτά, πολύ καλά. Άκουσα πως τελευταία τραγούδησε τ' αηδόνι στην Αγγλία. 
Όταν περάσουν τα χιόνια κι οι βροχές, και τ' αηδόνι επιστρέψει στον τόπο μας απ' τις νότιες χώρες, θα ψάλλεις τα εγκώμιά σου μπροστά στην Αυλή και στη Σχολή των Βάρδων.
Σου παραχωρώ έναν ολόκληρο χρόνο. Κοίτα να εξευγενίσεις κάθε λέξη και κάθε γράμμα, και να τους δώσεις μιαν αστραφτερή λαμπρότητα. Η ανταμοιβή, καθώς ξέρεις, δε θα 'ναι ανάξια ούτε των βασιλικών μου συνηθειών ούτε των άγρυπνων νυχτών της έμπνευσής σου».

«Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή απ' το να βλέπω τη μεγαλειότητά σας;» είπε ο ποιητής που ήταν ταυτόχρονα και αυλικός. Υποκλίθηκε κι αποχώρησε,  έχοντας κιόλα στο μυαλό του τη φευγαλέα μορφή κάνα-δυο στίχων.

Σαν κύλησε ο χρόνος - κι ήταν μια κακή χρονιά, όλο επιδημίες κι εξεγέρσεις - ο ποιητής παρουσίασε τον πανηγυρικό του. Τον απάγγειλε αργά και με αυτοπεποίθηση, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο χειρόγραφο. 
Με μια κίνηση του κεφαλιού του, ο βασιλιάς έδειξε την επιδοκιμασία του. Τον μιμήθηκαν όλοι, ακόμα κι αυτοί που συνωστίζονταν στις πόρτες και δεν μπόρεσαν ν' ακούσουν ούτε μια λέξη. 

Στο τέλος μίλησε ο βασιλιάς.
«Δεκτός ο μόχθος σου,» είπε. «Είναι άλλη μια νίκη. Έχεις δώσει στην κάθε λέξη τ' αληθινό της νόημα, και στο κάθε ουσιαστικό το επίθετο που 'διναν οι παλιοί μας ποιητές. 
Σ' όλο τον πανηγυρικό σου δεν υπάρχει ούτε μια εικόνα που να μην ήτανε γνωστή στους κλασικούς. Ο πόλεμος είναι τ' όμορφο σύμπλεγμα των ανδρών, και το αίμα είναι τον νερό του σπαθιού.

Η θάλασσα έχει τους θεούς της και τα σύννεφα προλέγουνε τον μέλλον. 
Χειρίστηκες με μαστοριά τη ρίμα, την παρήχηση, τη συνήχηση, τη διάρκεια των φθόγγων, τα τεχνάσματα της έμπειρης ρητορικής και τη σοφή ποικιλία των μέτρων.
Αν όλη η λογοτεχνία της Ιρλανδίας ήταν να χαθεί -ο μη γένοιτο- θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, χωρίς απώλειες, από την κλασική ωδή σου. Τριάντα γραφιάδες θα την αντιγράψουν, ο καθένας δώδεκα φορές».

Έγινε για λίγο σιωπή, κι ύστερα συνέχισε: «Όλα είναι καλά κι ωστόσο τίποτα δεν έγινε. Το αίμα δεν τρέχει γρηγορότερα στις φλέβες μας. Τα χέρια μας δεν απλώθηκαν ν' αρπάξουνε τον τόξο. Κανένας δε χλόμιασε. 
Κανένας δεν έβγαλε μια πολεμική κραυγή, κανένας δεν πρόταξε τα στήθια του ενάντια στους εχθρούς. 

Πριν περάσει ένας χρόνος, ποιητή, θα 'χουμε την ευχαρίστηση να επικροτήσουμε μιαν άλλη ωδή σου. Στο μεταξύ, σαν ένα δείγμα της επιδοκιμασίας μας, πάρε αυτόν τον ασημένιο καθρέφτη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».
Τ' αστέρια τ' ουρανού συνέχιζαν τη λαμπερή πορεία τους. Γι' άλλη μια φορά τραγούδησε τ' αηδόνι στα δάση των Σαξόνων, κι ο ποιητής ήρθε ξανά με το χειρόγραφό του που, αυτή τη φορά, ήταν μικρότερο απ' το προηγούμενο. 
Δεν το απάγγειλε από μνήμης, αλλά το διάβασε, μ' ολοφάνερη διστακτικότητα, παραλείποντας εδώ κι εκεί ορισμένα αποσπάσματα, σα να μην τα καταλάβαινε κι ο ίδιος, ή, σα να φοβόταν μην τα βεβηλώσει. 
Ήταν παράξενη ωδή. Δεν ήταν η περιγραφή της μάχης - ήταν η μάχη. Μέσα στη χαώδη πολεμική της ατμόσφαιρα, συγκρούονταν μεταξύ τους ο Θεός που είναι Τρεις και είναι Ένας, οι ειδωλολατρικές θεότητες, κι εκείνες που θα εξαπέλυαν πόλεμο εκατοντάδες χρόνια αργότερα. 
Η μορφή δεν ήτανε λιγότερο παράδοξη. Ένα ουσιαστικό στον ενικό, συντάσσονταν μ' ένα ρήμα στον πληθυντικό. Οι προθέσεις δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή χρήση. Η τραχύτητα εναλλασσόταν με τη γλυκύτητα. Οι μεταφορές ήταν αυθαίρετες, ή τουλάχιστον, έτσι μοιάζαν.
Μια φιλντισένια κασετίνα θα 'ναι ο χώρος όπου θα φυλάγεται τον μοναδικό της αντίτυπο. Από την πένα που 'βγαλε ένα τόσο περίφημο έργο, μπορούμε να περιμένουμε κάτι ακόμα πιο υψηλό». 
Και πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο: «Φιγούρες είμαστε σε κάποιο μύθο, και, καλό 'ναι να θυμόμαστε ότι στους μύθους πρωτοστατεί ο αριθμός τρία».Ο βασιλιάς, αντάλλαξε λίγα λόγια με τους λόγιους που ήταν μαζεμένοι γύρω του, κι είπε στο βάρδο: «Η πρώτη σου ωδή, καθώς ήμουνα σε θέση να πω, ήταν μια προσφυέστατη επιτομή όλων των μέχρι τώρα ασμάτων της Ιρλανδίας. 
Η σημερινή σου ωδή τα ξεπερνάει, κι ίσως εκμηδενίζει ό,τι προηγήθηκε. Καταπλήσσει, θαμπώνει, προξενεί το δέος και τον θαυμασμό. 
Οι αγράμματοι δε θα την καταλάβουν· αντάξιοί της είναι μόνο οι μορφωμένοι, οι λιγοστοί.

«Τα τρία δώρα του μάγου, τα τρίστιχα, και η αδιαφιλονίκητη Αγία Τριάδα,» πήρε το θάρρος να μουρμουρίσει ο βάρδος.


«Σαν δείγμα της επιδοκιμασίας μας», συνέχισε ο βασιλιάς, «πάρε αυτή τη χρυσή μάσκα».
«Κατάλαβα», είπε ο βάρδος, «κι υποβάλλω τις ευχαριστίες μου».

Η επέτειος ξαναγύρισε. Οι φρουροί του παλατιού πρόσεξαν πως ο ποιητής δεν κρατούσε χειρόγραφο. Ο βασιλιάς τον κοιτούσε κατάπληκτος· ο βάρδος, ήταν άλλος άνθρωπος. 
Κάτι άλλο, κι όχι ο χρόνος είχε αυλακώσει τον πρόσωπό του κι είχε μεταμορφώσει τα χαρακτηριστικά του.
Τα μάτια του έδειχναν σα ν' ατενίζανε μακριά στο βάθος ή σα να ήτανε τυφλός. Παρακάλεσε να του επιτρέψουνε δυο λόγια με τον βασιλιά. Οι υποτακτικοί αδειάσανε την αίθουσα.

«Δεν έγραψες την ωδή;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Ναι», απάντησε ο βάρδος θλιμμένα, «που να μ' είχε εμποδίσει ο Κύριος και Χριστός μας!»
«Μπορείς να την επαναλάβεις;»
«Δεν τολμώ».
«Θα σου δώσω εγώ το θάρρος που σου λείπει», είπε ο βασιλιάς. Ο βάρδος απάγγειλε το ποίημα - που ήταν όλο κι όλο ένας στίχος. Μην τολμώντας να τον επαναλάβουν δυνατά, ο ποιητής κι ο βασιλιάς, τον απολάμβαναν σα να 'ταν μια μυστική προσευχή ή μια βλαστήμια.
Ο βασιλιάς ήταν τόσο έντρομος και τόσο συντριμμένος όσο κι ο βάρδος. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάχλωμοι.

«Στα νιάτα μου», είπε ο βασιλιάς, «αρμένισα κατά τη δύση. Σ' ένα νησί είδα ασημένια κυνηγόσκυλα να θανατώνουν χρυσαφιά αγριογούρουνα. Σ' ένα άλλο, χορτάσαμε την πείνα μας με τ' άρωμα μαγικών μήλων. 
Σ' ένα τρίτο, είδα τοίχους από φωτιά. Στο πιο μακρινό νησί, ένα θολωτό και κρεμαστό ποτάμι διέσχιζε τον ουρανό, και στα νερά του έπλεαν ψάρια και βάρκες. 
Όλα αυτά είναι θαύματα, το δίχως άλλο, δεν συγκρίνονται όμως με τον ποίημά σου που, κατά κάποιο τρόπο, τα περιλαμβάνει όλα. Ποια μαγγανεία σου τον ενέπνευσε;»
«Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να 'χα διαπράξει  κάποιο αμάρτημα - που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί».


«Ένα αμάρτημα που τώρα μοιραζόμαστε οι δυο μας», είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις γνωρίσει την Ομορφιά, που 'ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου 'δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα· ιδού το τρίτο δώρο που θα 'ναι και το τελευταίο».
Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα στιλέτο.
Για τον ποιητή, ξέρουμε πως αυτοκτόνησε μόλις βγήκε απ' το παλάτι· για τον βασιλιά, πως είν' ένας ζητιάνος που περιπλανιέται σ' όλη την Ιρλανδία — που 'ταν κάποτε το βασίλειό του — και πως δεν επανέλαβε ποτέ το ποίημα.