Σελίδες

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

To χιόνι στην ποίηση των Χριστουγέννων

Χριστούγεννα
(Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Χριστούγεννα του χωριού
(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς
(Ε. Νέγρη)
Το χιόνι πέφτει από ψηλά,
ξημέρωσε Πρωτοχρονιά,
και γέμισαν οι κλώνοι.
Ο Αι Βασίλης τη νυχτιά,
φέρνει τα δώρα στα παιδιά,
που τραγουδούν ακόμη.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
σε κάθε σπίτι και γωνιά,
για να χαρούνε όλοι.
Και με τη νέα τη χρονιά,
υγεία, αγάπη και χαρά,
να ‘ρθει στη χώρα όλη.
Χριστούγεννα
(Στέλιος Σπεράντσας)
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, π’ Αρχάγγελοι
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.
Χριστουγεννιάτικη ἱστορία – τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ
Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.
[Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα

Το ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του Τάσου Λειβαδίτη (1922 – 1988) ανήκει στη Συλλογή «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», που γράφτηκε στη Μακρόνησο, το 1950. Πρόκειται για ένα ποίημα βαθιά ανθρώπινο και απέραντα τρυφερό. Και μόνο στο άκουσμα της ευχής «Καλά Χριστούγεννα», η ψυχή του συντρόφου κατακλύζεται από θαλπωρή…

…Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Αντί-δωρο στην προσμονή

Οταν η νύχτα ακουμπάει στους ώμους της το πρώτο φως της αυγής/ έρχεσαι γυμνός  και απροκάλυπτος στη χώρα του ονείρου.
Κι αρχίζουν τότε οι αισθήσεις να θωπεύουν τη μνήμη / να βγαίνει στην επιφάνεια η επιθυμία.
'Εξαψη της στιγμής στραγγίζει σταγόνα/ σταγόνα το δάκρυ στο τάσι του 'Ερωτα/ για όσα δεν υπήρξαμε παρά μόνο σε επίπεδο φαντασίας.
Παραδοθήκαμε για λίγο στο ανεκπλήρωτο/ με άχραντες λέξεις κοινωνήσαμε το μυστήριο του πάθους και σβήσαμε τη δίψα του πόθου μας / με της αγάπης τ' ακριβό κρασί.
Αντί-δωρο στην προσμονή..
Μετά-γγιση στην απουσία..
(Μαρία Λαμπράκη)


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Φθινοπωρινά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου


ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
 «ΧΑΡΤΙΝΑ, Ι»: απόσπασμα

Φθινόπωρο
με το σκοινί δεμένο
στον κορμό της ελιάς·
η χαρτονένια προσωπίδα
δεν κρατάει το νερό -
τρέχει απ' τα μάτια.

Να πάρεις το μόνιππο.
Σαν βγεις απ' το δάσος
πρόσεξε
το μουσκεμένο άλογο
μπροστά στη Σφίγγα.

Τα στενά σιδερένια παπούτσια.
Δρόμος και δρόμος.
Η δόξα.
Ύστερα
οι τρύπιες παντούφλες στο τραπέζι
οι σημαίες στη ναφθαλίνη [...]
ΠΗΓΗ
Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)
 Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,

μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


-Γιάννης Ρίτσος, [Φθινοπωρινή θλίψη]
«Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι»
(Γ. Ρίτσος, Θερινό φροντιστήριο, Κέδρος)




Γιάννης Ρίτσος -Κίτρινο φθινόπωρο
Κίτρινο φθινόπωρο, κίτρινη η καρδιά μου
όσα χθες εφτέρωναν, τώρα πέφτουν χάμω.

Στο καφενεδάκι μας κίτρινη κι η γρίλια
στο ποτήρι ανέγγιχτη έλιωσε η βανίλια.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Τι να πούμε αγάπη μου, λόγια πια δε βρίσκω
νιώθω το κατόπι μας το μεγάλο ίσκιο.

Κίτρινο τ’ απόβραδο, κίτρινη ησυχία
μες στη μνήμη ακούγεται κίτρινη ρομβία.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Γιάννης Ρίτσος - «Η ραψωδία του γυμνού φωτός» IV (Φθινόπωρο)

 «Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.

Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.

Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.

Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;

Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»


 





Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
 Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
 
Γιάννης Ρίτσος - Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου
Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.

Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.

Κι όμως είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Γρηγόριος Ξενόπουλος: Φθινόπωρο


 Φθινόπωρο
Ο ουρανός σήμερα είναι ασυννέφιαστος, ολογάλανος και ο ήλιος λάμπει και θερμαίνει σαν καλοκαιριάτικος. Κοιτάζοντας έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα μπορούσα να γελαστώ και να νομίσω, πως ο ημεροδείκτης τρελάθηκε. Μα οι φωνές, που ακούω από το δρόμο, με πείθουν πάλι, πως είναι Οκτώβρης.

Ένας από δω φωνάζει:

-Κάστανα! Κάστανα ζεστά!
Κι άλλος από εκεί:
-Κούμαρα! Κούμαρα!

Έπειτα είναι η μυρωδιά του σπιτιού. Σήμερα μυρίζει ναφθαλίνη. Καταλαβαίνετε γιατί: έχουν βγη από τα μπαούλα τα χειμωνιάτικα ρούχα κι είναι απλωμένα εδώ κι εκεί να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν: Χοντρά κοστούμια, βαριά επανωφόρια, φανέλλες, χαλιά, μπερντέδες - η πανοπλία, που θα φορέσουν οι άνθρωποι στο σπίτι, για να πολεμήσουν με τον άγριο χειμώνα που έφτασε.

Όχι ο ημεροδείκτης μου ο καημένος δεν τρελάθηκε. Μόνο ο ουρανός σήμερα έχει τις ιδιοτροπίες του. Και αντί να φορή κι αυτός ή να ετοιμάζη τα χειμωνιάτικά του, τα φθινοπωρινά του τουλάχιστο, παρουσιάζεται ψιλοντυμένος με τα γαλάζια του.

Μα αλήθεια τόση τρέλα έχει σήμερα ο ουρανός; Πώς τον αφήνει ο γεροχειμώνας, πώς δεν του θυμίζει, πως θα κρυώσει με τα λινά;

Βγαίνω στο παράθυρο, για να ιδώ καλύτερα. Α. όχι! Ό,τι γίνεται στο σπίτι, γίνεται και στον ουρανό; Σύννεφα ατμοί, ομίχλες, να τα απλωμένα εκεί κάτω στους μακρινούς ορίζοντες. Λες πως ότι βγήκαν κι αυτά από τα ουράνια μπαούλα και κρεμάστηκαν στις άκρες, για να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη. Κι αύριο μεθαύριο ο ουρανός, θέλοντας και μη, θα τα φορέση και το γαλάζιο του φόρεμα θα σκεπαστή κι ο λαμπρός ήλιος θα κρυφτή.

Ωστόσο το θέαμα είναι ωραίο. Κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθή, πως η φθινοπωριάτικη φύση παρουσιάζει ένα σωρό ομορφιές. Το φως κάνει χίλια τρελοπαίχνιδα μ' εκείνα τα μακρινά σύννεφα, τους ατμούς, τις ομίχλες. Τα χρωματίζει με τρόπο, που θα 'φερνε σ' απελπισία οιοδήποτε ζωγράφο.

Και τα βουνά ολόγυρα, τι ζωηρά χρώματα που παίρνουν; Και τα δέντρα με τα κίτρινα ή κοκκινωπά φύλλα πόσο αλλιώτικα φαίνονται! Και η χλόη ακόμη η πράσινη, με πόσα χρυσάφια έχει στολιστή! Και το χώμα, το σχεδόν άσπρο χώμα του καλοκαιριού, πως έγινε βαθύτερο, ζωηρότερο! Κι όλο το τοπίο, πόλη μαζί και εξοχή, πώς φαίνεται σαν καθαρισμένο, σαν ξανανιωμένο! Γιατί και το φθινόπωρο για μια στιγμή παρουσιάζει το ξανάνιωμα της ανοίξεως. Με τη διαφορά, πως αυτό είναι σταθερό, ενώ εκείνο, το φθινοπώρου, είναι απατηλό, ψεύτικο.

Το φθινόπωρο είναι λιγάκι ύπουλο. Προσποιείται το καλοκαίρι, αλλά στο βάθος είναι πάντα χειμώνας. Ιδιοτροπίες σαν τις σημερινές τ' ουρανού, που βγήκε με τα λινά του, είναι πολύ επικίνδυνες.

Περιοδικό: Η διάπλασις των παίδων. 1920. 
 ΠΗΓΗ

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η μελαγχολία του Σεπτέμβρη στην Ποίηση

Σεπτέμβρης
Ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου έχει κάνει ήδη την είσοδό του στον ημερολογιακό κύκλο στην αλλαγή της  φύσης. Κι εσύ μάταια προσπαθείς να πιαστείς απο τ' απομεινάρια του Καλοκαιριου, θέλοντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως τίποτα δεν άλλαξε.
Κι όμως το ξέρεις,
η φύση διοικείται από νόμους και κανόνες που ισχύουν με νομοτελειακή κανονικότητα. 
Είναι κι ο Σεπτέμβρης που παίζει μαζί σου, με τις ηλιόλουστες μέρες του, τις υγρές  νύχτες-όχι απο την υγρασία των υψηλών θερμοκρασιών του Καλοκαιριου-αλλά απο κείνες τις πρώτες σταγόνες της βροχής, τις θεροκτόνες κατά τον ποιητή μας Οδ, Ελύτη ''Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Ο Φλωμπέρ αναφέρει ''Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις.''
Σε λίγο θα νυχτώνει απο νωρίς.
Το Φθινόπωρο θα στριμώξει τις αναμνήσεις μας απο άλλο ένα καλοκαίρι που έφυγε.
Καιρός ν' αναζητήσουμε το χέρι που θα πορευτούμε αντάμα σ' αυτή την αργόσυρτη μελαγχολία του  Σεπτέμβρη...

Καιρός να γίνεις ''τ΄άλλο  μου Φθινόπωρο''. (Μαρία Λαμπράκη)
ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ-Κική Δημουλά
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.


Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.


Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.


Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.


Χρίστος Λάσκαρης, «Πώς να παλέψει»
Πώς να παλέψει
Είναι μια θλίψη το φθινόπωρο
καθώς αδειάζουν οι ακρογιαλιές
και το νησί ερημώνει.
και μένει μόνη η ψυχή
με τ' άγριο πέλαγο.
Πώς να παλέψει με τις άδειες Κυριακές
την ερημιά των βράχων και της θάλασσας,
με τις κουρούνες που το δειλινό
στην αποβάθρα κρώζουν.
Φως του Σεπτέμβρη         
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
 Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει.

Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν
μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού
Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη.

Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλεους της νύχτας ξαναρχίζω.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-Γιάννης Τόλιας
Από το ανοιχτό παράθυρο
φυσάει μέσα ο Σεπτέμβριος
και σβήνει
το λυχναράκι
του Καλοκαιριού. 

Με τις πρώτες σταγόνες
ανοίγουν τις ομπρέλες τους
οι πυγολαμπίδες
και πλημμυρίζουν
τα μονοπάτια του κήπου. 

Στην ανεμόεσσα κόμη
της λύπης της
ακόμα και το δικό του χάδι
αποδημητικό.

Ανδρέας Εμπειρίκος - Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση

Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι
(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)
αναγαλλιάζουν οι ψυχές,
και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός
αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει
στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)


Μπόρα – Γιάννης Βαρβέρης

Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου. Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.

Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.    


 Στίχοι : Μάνος Τσιλιμίδης 
Μουσική : Σταμάτης Κραουνάκης
 Ερμηνεία : Βίκυ Μοσχολιού..
Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε
δεν ήμασταν εμείς.


Σεπτέμβριο το λέγανε
το κύμα που μας γνώρισε.
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε
κανένανε κανείς.


Χωριστά θα μας βρει
ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια 
και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά
ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια:
“Δυο καρδιές χωριστά'.


Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.


Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δεν φίλησε
κανένανε κανείς.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
με τις σταλαγματιές  του 'Ηλιου
στα  πυρωμένα αλώνια του μεσημεριού
και με την όψη στραμμένη  στο πέλαγος
ήταν που ο αγέρας
 χαράζοντας ίχνη πάνω στην βρεγμένη άμμο
αποτύπωσε τα βήματά σου για να σε βρω.

 
Εκεί που τα αλμυρίκια στο ξέβρασμα της θάλασσας
άφηναν  το τελευταίο μουρμουρητό του φλοίσβου
και οι αλατόπετρες  έκαιγαν το πάθος  του 'Ερωτα
στη λάβα του μεσημεριού.


Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
πάνω στο βράχο της υπομονής

ταξιδεύοντας όνειρα
σε ένα κάτασπρο φτερό του γλάρου

ήταν  που  τα μάτια σου
χάραξαν  πορεία  στο ακυβέρνητο

πλοίο της ζωή μου.
Τη νύχτα που ξέμπαρκοι
αναζητούσαμε τη πυξίδα

της καρδιάς  ''μακριά  του κόσμου τούτου
και του παντοτινού''.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
΄΄Ηταν γιατί κανείς δε θέλησα να μάθει
απο τι  αίμα γίνεται  το κόκκινο του δειλινού
την ώρα που ο ήλιος χάνεται  πίσω απο τα βουνά
κι η θάλασσα σβήνει τη δίψα του φιλιού σου
στην υγρή της αγκαλιά .
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
΄Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.
 Μαρία Λαμπράκη

Η έκφραση ''έφερα τη ζωή μου ως εδώ'' είναι δάνειο απο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Νίκου Εγγονόπουλου, «Ένα τραγούδι για το φεγγάρι»

«Τα παλαιά φεγγάρια, απάντησε, κομματιά-
ζονται και γίνονται αστραπαί. Δεν βλέπεις
ότι, οσάκις βροντά, πώς λάμπουν σαν σπαθιά;»
«Ο Νασρ-εδίν και τα ανέκδοτα αυτού»
τα πιο ωραία τραγούδια
είν' τα τραγούδια του φεγγαριού
υπάρχουν φυσικά
κι' άλλα τραγούδια
πολλά
κι' ωραία
—τί λέω: υπέροχα—
όμως τα πιο ωραία
πρέπει νάν το παραδεχτούμε
είν' τα τραγούδια
των φεγγαριών
όταν
tes seins ruissellent d' argent
φεγγάρια
σαν δε φοβήθηκες τις επαφές και τις θωπείες και τις ερωτήσεις νηρηΐδων
φωνάζοντας
μέσα στη νύχτα
ο πετεινός
δεν εννοεί ακριβώς τίποτε
ούτε τις πρόγνωσες καιρού που τ' αποδίδουν
ούτε τις
φώκες
που χορεύουν μέσα στης Δήλου τα σκοτάδια σαν ξωθιές
κι' από μακρυά κι' από κοντά
είναι σα φλόγες ψυχρές
και μειδιά
φεγγάρια
οι κόρες με τις κόρες των ματιών τους αραδιάζουν
τα παραδείσια κάλλη τους
φεγγάρια
κι' έτσι αραδιάζουν και στους τοίχους ποιητάς
κι' άλλος κρεμιέται κι' όλο μιλάει για στίχους
και στύβει την καρδιά του
σα σφουγγάρι
να τρέχουν τα αίματα μ' ανταύγειες
αργυρές φεγγάρια
η γιαγιά κλώθει το τριφύλλι
ο τρελός μετρά την καταιγίδα
καπνοί του στερεώματος
σαν στέμμα
κάποτε ζώσαν τη ζωή και τώρα
ρυμουλκά θανάτου
πώς σωπαίνουν
χλωμά των Επιτάφιων λουλούδια
σεις
φεγγάρια
θάρθω στα μουσικά τρισάγια της οργής σου
βουβός κι' άσκεπος
με χέρια να μετρούν τα χρόνια
να σου ραβδίσω μέσ' στα μάτια
σου
τα χιόνια
που λάμπουνε σπαρμένα ναφθαλίνη κι' άστρα
μακρές δεντροστοιχίες ορχουμένων
σε πουλημένης σου μνηστής τις κλάψες
να χορτάσω
τα άσπρα μούρα
που
κρεμούνε
στα μαλλιά σου
τα φεγγάρια
πίσω δε θα γυρίσει —το γνωρίζω—
αυτό το λίγο που έχει απομείνει
απ' τη ζωή
των φεγγαριών κοντά σου ρόδα ανέμων
ναρκισσευτής της καταχνιάς
τα σιντριβάνια
πώς ιριδίζουν
μουσικές χαμού και καταφρόνιας
ψηλά τα χέρια ας σηκωθούν
μέσ' στις παλάμες
να συγκεντρώσουμε τα νάματα
μιας ιδιαίτερης σοφίας
που δίνουν
σε όσους τα παρακαλούν με πάθος
τα φεγγάρια
ωρισμένως αυτό το τραγούδι προκαλεί θλίψη
σ' αυτόν που το διαβάζει
και σ' αυτόν όπου τ' ακούει
όμως απ' την αρχή δεν τόχαμε κρυμμένο:
αν είν' τα ωραιότερα τραγούδια
είν' φυσικά και τα πιο
γεμάτα πίκρα
τα τραγούδια που έχουν γραφή
για τα φεγγάρια
εξαίρεση —σημειώσατε— σε τούτο τον κανόνα
είν' τα τραγούδια που έχουν γραφή κοντά
σε καταρράχτες
κι' άλλα πάνω σε καταποντιζόμενο
καράβι
—ενώ η σειρήνα σεγκοντάρει αναμαλλιάρα—
κι' άλλα που ετραγούδησε
κόρη
με άρπα
κάτω από μαδημένο άγαλμα παληάς θεάς
που να το
λούζουν
τα φεγγάρια
κλείσε τις γρίλλιες κι' αφουγκράσου όξω ποιος περνάει
τα βήματα που ηχούν
είν' το φεγγάρι
π' ανατέλλει
σκέψου τη θάλασσα κι' αποκοιμήσου
σκέψου τον έρωτα και ξύπνα
λύσε της τα μαλλιά
και να τα περεχάς
φεγγάρια
τα φεγγάρια πίσω από τα δέντρα
σαν τρίλλιες πιάνου μάς θυμίζουν την Ελλάδα
με τα σουραύλια τα λιμάνια της τους θρύλλους
η Γενοβέφα τον Ερωτόκριτο
για εραστή χαίρεται τώρα
του Πλάτωνα η στάμνα
—ως την πήγαινε στη βρύση—
του ξέφυγ' απ' τα χέρια και κοίτεται συντρίμμια
(μέσ' στις οξυές της ρεματιάς
αμνοί εξιλαστήριοι οι αντάρτες)
ροδόσταμα και σπέρμα γίνοντ'
ένα
σαν λούζουν
την Ελλάδα
τα φεγγάρια
κοιμάσαι και τα βλέφαρα
και τα βυζιά σου ερεθίζουν
τους επιδέξιους τοξευτές στις πολεμίστρες
βρεθήκαμε πάλι εδώ
στον κάμπο
στο Εξαμίλι
η χέρα μου είναι της πλύσης σου η σκάφη
κι' από πολύ κοντά τώρα ακούω
το σπαραγμό που δέρνεται μέσα στα στήθια σου
το ρέκασμά σου
ερωτική τρυγόνα
ενώ
απάνω στα σφουγγάρια
λάμπουν
τα
φεγγάρια
πάνω στις στέγες καπνοδόχες
πρωϊνές «κυράδες»
όλο νωχέλεια και μεγαλόπρεπη σαγήνη
προσμένουν τα περάσματα πουλιών του φθινοπώρου
—πολλά πουλιά κοπάδια
που φκιάνουν πάνω στον ουρανό σαν ένα γράμμα:
το γράμμα που ο καθείς προσμένει—
πάνω στις καπνοδόχες είν'
δυο περιστέρια
κάτω απ' τις καπνοδόχες
είναι δυο περιστέρια-χέρια
που ρίχνουνε λουλούδια άσπρα
—ίσως νάν' καμέλιες
γαρδένιες—
πάνω στα χνάρια τα εδικά σας
μαγικά
φεγγάρια
καβάλλα τ' άτι καβαλλάρη κι' άη Γιώργη
μέσ' στο ντουλάπι θάβρης τα κοσμήματα
όπου θα φέρης
για να σωθούν οι κρίνοι των παρθένων
όμως
όταν περνάς στις λίμνες
να φωνάζης
λόγι' αγάπης
στα νερά που
καθρεφτίζονται
φεγγάρια
χαίτες θεοί βαρούνε τις καμπάνες
μέσα στους κήπους που φωτίζουν
τα φεγγάρια
μυριόστομη απειλή οι κάλυκες της αμαρτίας
ρυπαρά παλάτια των τύψεων οι αγκινάρες
την πόρτα σου χτυπώ
έλα ν' ανοίξης
τ' άφταστο κάλλος σου
να δείξης
στα φεγγάρια
στα φρύδια σου εκρεμαστήκαν τα φεγγάρια
δύουνε τα φεγγάρια και πύρινη
ρομφαία
πίσω απ' το λόφο ιχνηλάτης
ο νέος Δίας
για στύψε την καρδιά σου:
θα χυθή ιδρώτας
ο ιερός ιδρώτας του δουλευτή τ' αδικοσκοτωμένου
και της μαχαίρας το λεπίδι
είναι φεγγάρι
η σκλαβιά —σωστά— πίκρες οπόχει
ελάτε όλοι και κάντε
το σταυρό σας
(ένας σταυρός ποτέ
δεν πάει χαμένος)
κυττάξτε
αλλά κυττάχτε γρήγορα:
δύει το φεγγάρι
[Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Β', Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 150-156]
ΠΗΓΗ