Σελίδες

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Λένα Παππά (Ποιήματα)

Λένα Παππά, «Διάττοντες»
''Με ροκανίζουνε ρολόγια, μνήμες, γεγονότα
ολόκληρη μέσα στα όνειρα μονάχα.''


Η Λένα Παππά  γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία στο Παρίσι όπου παρακολούθησε στη Σορβόνη μαθήματα Μοντέρνας Τέχνης και πήρε το Diplome des Etudes Approfondies (D.E.A.).


Υπηρέτησε ως έφορος (διευθύντρια) βιβλιοθήκης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και βοηθός του καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης Παντελή Πρεβελάκη και από το 1980 μέχρι το 1990 άσκησε τα καθήκοντα της προϊσταμένης γραμματείας της Σχολής (γενικού γραμματέως).
Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ιδρυτικό μέλος της Δελφικής Ακαδημίας.

artist: Vicente Romero Redondo
 Λένα Παππά-Η μνήμη σου

 Ἡ μνήμη σου
διάττοντας φλογερός
ἄγριος κομήτης
αὐλακώνει τόν οὐρανό μου
πυροπολεῖ τίς νύχτες μου

Ἡ μνήμη σου
ξυπόλητο ζητιανάκι
κλαίει μπροστά
στήν κλειδωμένη μου πόρτα

Ἀγκάθι κάτω ἀπό τό πέλμα μου
λεμονανθός στά μαλλιά μου
δροσερό νερό στό ποτήρι μου
ἡ μνήμη σου

Θάνατος πού μέ ζεῖ
ζωή πού μέ πεθαίνει.

 Art by-Monika Helsegen
 Λένα Παππά-Δικαίωμα
 
Ὁ Ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡσάν ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε
μέ φῶς καί μέ θάνατον,
ἀκαταπαύστως.

Κάλβος

Ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε
Θεέ μου, ἀπ’ τή ζωή,
ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε,
νά μᾶς τό δώσεις∙
ἔχουμε τό δικαίωμα.

Τό ἔχουμε ἀκριβά,
προκαταβολικά, πληρώσει
μέ τό θάνατο.

 Από τη συλλογή Ψίθυροι, Άπαντα Α' τομ.σελ. 126.
 Από τη συλλογή Εἰς ἐπήκν, Άπαντα Β' τομ. σελ. 241
 Λένα Παππά
Ἐρωτικό


Εἶδα ὄνειρο ἤμουν μαζί σου πλάϊ στήν θάλασσα
ἡ ἥλιος ἔλιωνε τόν κόσμο
κι ἐσύ γελοῦσες φέγγοντας τίς φλέβες μου
ἅπλωνα τό χέρι ἐτσιδά καί σ’ἄγγιζα
ἠλεκτρισμένη
λάβα και μύρο χυνόμουν ὅλη κι ἔρρεα
πρός ἐσένα.

Μέ κοίταζες κι οἱ θάνατοί μου ὅλοι πέθαιναν
κι ὅλα τά πράγματα πού δέν μέ ξέραν
τραγουδοῦσαν τ’ ὄνομά μου
ριγοῦσα ἀπό τήν ἡδονή τῆς πεταλούδας πού φτερώνει
καί σκίζει τό κουκούλι της βγαίνοντας στῶν ἀνθῶν τό φῶς.


Κι ὅπως τά ὄνειρα δέν ἔχουν λογική
σέ πῆρα σάν μωρό στήν ἀγκαλιά καί σέ κανάκεψα
τόσο γλυκά πού κουλουριάστηκες στά σωθικά μου
κι ἔγινα ἡ εὐτυχισμένη σου μητέρα.


Τώρα πατώ στά νύχια μήν ξυπνήσω
τήν ἀπουσία σου
πουθενά δέν κοιτάζω μήν τυχόν καί φύγει
ὁ μαγεμένος ὕπνος ἀπ’ τά βλέφαρά μου
καί δῶ ἀδειανή, θανατωμένη τήν ζωή μου
καί παραλοΐσω. 

 Από τη συλλογή Σκιατραφῆ καί φωτόφιλα, Άπαντα Β' τομ. σελ. 480.
 Λένα Παππά
Ἀγῶνας

Από τη συλλογή -Εἰς ἐπήκοον, Άπαντα Β' τομ. σελ. 226.

Ποῦ νά βρῶ μιά μαγεία πιό καινούργια;
Πώλ Βαλερύ


Ἐγώ πόνος πεῖνα πενία
ἐγώ
ποδοπατημένο ρόδο
σφαγμένη χαρά
θηρίο στο δόκανο οὐρλιάζω
θέλω να βγῶ ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο.

Νά γεννηθῶ ἀλλοῦ, ἄλλοτε
ἄλλη
νά φύγω ἀπό μένα
ἀδολοφόνητη, ἀράγιστη νά ὀρθωθῶ καί νά μείνω

μέ τήν κορφή πάνω ἀπ’ τή λάσπη
τό βορβῶδες τοῦ σώματος, τόν θανάσιμο
ἐναγκαλισμό τῆς φθορᾶς

Ποῦ, πότε, πῶς; μήν μπορώντας σπαράζω
ἀκρωτηριασμένο κορμί
σκισμένος βράχος
τσεκουρωμένο δέντρο

Ὁ Θεός μου
πέτρινο ἄγαλμα στά βάθη
ἀνεξερεύνητων κήπων
νά χειρονομῶ παράφορα
πυρακτωμένη νά σέρνομαι μ’ ἀφήνει
ὁλομόναχη
στή μαύρη αἰωνιότητα κατάντικρυ.

Λένα Παππά
Στιγμιότυπο

Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος, Άπαντα Α' τομ., σελ. 239.


Κάθησε ἐκεῖ πρόσεχε μή χύσεις τό γάλα σου.

Μαμά γιατί τό γάλα εἶναι ἄσπρο
πότε θά μοῦ πάρεις ἕνα ποδήλατο
ποῦ πάει ὁ ἥλιος ὅταν δύσει
ποιός ἀνάβει τά ἄστρα
πεθαίνουν οἱ κοῦκλες;

Τί θά πεῖ φωτόνια
ὑπάρχει στ’ἀλήθεια ἡ φεγγαρόλουστη
τί εἶναι τά χάπια τῆς εὐτυχίας
ποῦ εἶναι τό τόπι μου
ποιός ἔμαθε τά πουλιά νά τραγουδοῦν
πότε παντρεύονται τά μερμήγκια
γιατί μετά τό καλοκαίρι ἔρχεται ὁ χειμώνας

τί θά πεῖ κρίσιμη ἡλικία
ποιός γέννησε τό Θεό
γιατί πεθαίνουμε
μιλᾶνε τά ψάρια;

Γιατί ἡ Κοκκινοσκουφίτσα πῆγε στό δάσος
ἀφοῦ ἤξερε πώς ἦταν ἐκεῖ ὁ λύκος
τί θά πεῖ βόμβα μεγατόννων
γερνᾶνε οἱ ἄγγελοι;
Γιατί νά μήν έχουμε καί μεῖς φτερά
πῶς γίνεται ἡ πλύση ἐγκεφάλου
τί χρειάζονται οἱ μῦγες
θά μέ ξεχάσεις ὅταν πεθάνεις;


Πότε θά πᾶμε ταξίδι στό φεγγάρι
σ’ ἀρέσουν τά ροδάκινα
ποῦ βρίσκεται τό ἀθάνατο νερό


Γιατί ἔκανες «ἄχ»
κάθε πότε γίνονται οἱ πόλεμοι
τίς φοβᾶσαι τίς κατσαρίδες
οἱ κουτοί πᾶνε στόν Παράδεισο
ποῦ εἶναι ὁ Παράδεισος
- γιατί δεν μοῦ ἀπαντᾶς;

Μαμά ὅταν μιλάει κανείς πολύ
τελειώνει κάποτε ἡ φωνή του;

 foto by Nadia M. on Flickr.
 Λένα Παππά
Παραμόνεψα


Παραμόνεψα τόν εαὐτό μου καί τόν βρῆκα
νά ἐκπυρσοκροτεῖ- ὅπλο φονικό-
μέ στόχο την καρδιά μου
μέ τρομερά σαγόνια να καταβροχθίζει τόν καιρό
νά σέρνεται μέσα στῆς προσευχῆς τή θλίψη
μέ ὑψωμένη τήν γροθιά νά φοβερίζει ἄγνωστους θεούς
μέ ἀπεγνωσμένη λύσσα καί νά κλαίει
γιά τόν χαμό μιᾶς πεταλούδας.

Κάποιες φορές φορώντας διάδημα ἀπ’ ἀστέρια
φτερά ν’ἀνοίγει σέ οὐρανούς ἀνείδωτα γλαυκούς
νά ὑπνοβατεῖ πάνω σέ ρόδα καί μαχαίρια ἀκονισμένα
στούς τάφους τῶν ἐρώτων του νά ὀλολύζει
καί νά χορεύει μές τά καταγώγια τῶν πόθων, τόν χορό
τῆς ἄνομης Σαλώμης

γεμάτος γύρη καί μοσκοβολιές νά γέρνει
σέ ἀνθισμένους κήπους τοῦ Μαΐου
καί μέ τό γυάλινο κλειδί τῆς μνήμης
νά προσπαθεῖ νά ξεκλειδώσει τό σεντούκι τῶν παραμυθιῶν.

Παραμόνεψα τον ἑαυτό μου καί τόν εἶδα
πίσω ἀπό τά τυφλά ὀνόματα, τίς μαῦρες λάμψεις
πίσω ἀπό τους πικρούς καθρέφτες τῆς ζωῆς
Ἄγνωστο, Φοβερό
νά μέ παραμονεύει.

 Από τη συλλογή Εἰς ἐπήκοον, Άπαντα Β' τομ. σελ. 240.http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/papa_ioulios.html
Ένας λόγος για τη μοναξιά, Λένα Παππά

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/enas-logos-gia-th-monaxia/#.U5NFhvuCpdg | Ithaque
O εαυτός μου
Μου έκαμε πολλά
Πικρά κι ανεπίτρεπτα
Λάθη βουνό.

Ξαφνικά κι ολοένα μού έφευγε κυνηγώντας τον
μόλις που τον πρόφταινα
στην άκρη-άκρη του γκρεμού
άλλοτε κρυμμένος
πίσω από μάσκες τερατώδεις με περιγελούσε
με διέσυρε, με ατίμασε
μες στους καθρέφτες όλους, κλέβοντας
τον χρόνο και τον πόθο μου
άσωτα για να τους σκορπίσει
στους κόκκινους ανέμους της παραφοράς.

Καρτερικά τον υπόμεινα μισώντας τον
τρυφερά τον κανάκεψα, συγχωρώντας τον
σε αγώνα ματωμένο τον προκάλεσα
τον στόλισα με όνειρα πολύτιμα
τον έσπρωξα στο πηγάδι
τον αγάπησα, τον καταράστηκα
κρυφά τις νύχτες έλπισα κι ευχήθηκα τον θάνατό του.

Στο τέλος, σέρνοντας ήρθε, δαρμένο σκυλί
και κούρνιασε δίπλα μου
ραγισμένος απ’ την ηλικία, γυρεύοντάς μου
να γεράσουμε μαζί
  "Τα Ποιήματα" Β’ – Λένα Παππά



Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Η ''θλίψη'' της Ποίησης

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν.

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr

Μικρά Έψιλον - Οδυσσέας Ελύτης
«Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά...»

Γ. Σεφέρης (απόσπασμα-Μυθιστόρημα)
Και τώρα; Ποιὸς θὰ σηκώσει τὴ θλίψη τούτη ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας;
Τάσος Λειβαδίτης - Αποσπάσματα
Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.

Τότε χτύπησαν την πόρτα.
Εγώ,αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα. 
Κι έτσι μια καινούρια θλίψη μπήκε στον κόσμο.
~Τάσος Λειβαδίτης~
Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει(απόσπασμα)
Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ 
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους..ποὺ ὁδηγοῦνε ἄγνωστο ποῦ…
~Τάσος Λειβαδίτης~
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου(αποσπάσματα) 
''κι η μουσική, σκέφτομαι,
είναι η θλίψη εκείνων
που δεν πρόφτασαν ν' αγαπήσουν...''
~Τάσος Λειβαδίτης~
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Είναι κάτι βράδια που μόνον ένας στεναγμός μας χωρίζει απ’ τον Παράδεισο
κι άλλοτε ανατέλλει η σελήνη απ΄το λόφο σα μεγάλη ευτυχία
περοπλανήσεις στη νύχτα κι οι γρίλιες απ΄όπου μισοείδαμε το εσώ-
ρουχο μιας γυναίκας που κοιμόταν
κι άξαφνα στη στροφή του δρόμου η θλίψη ενός φανοστάτη μας
πλημμύριζε με δάκρυα.
Κανείς δε μας περίμενε όταν γυρίσαμε
ΑΒΕΒΑΙΟ-Γιάννης Ρίτσος
Έκει που τελειώνει το χώμα , αρχίζει ο ουρανός -έλεγε-
εκεί που αρχίζει ο ουρανός αρχίζει η θλίψη .

Είταν μονάχος, δεν είταν λυπημένος,
μια και μπορούσε να κοιτάει τα σύννεφα ,
μια και τα σύννεφα είταν ρόδινα ,
μια και τ' βρισκε ωραία τα σύννεφα.

Ύστερα , ανάμεσα απ' τα δάκτυλα της νύχτας ,
ένα αστέρι τον κοίταζε κατάματα. Δεν τον πίστεψε .
(Βύρων Λεοντάρης, «Έως…», Νεφέλη) Απόσπασμα 

«… Μοιράζεται το φταίξιμο στο πάρε – δώσε των ανθρώπων

μα η λύπη είναι του καθενός, λύπη του άλλου,
ο πόνος που δώσαμε πίσω δεν παίρνεται.

Άλλο σημάδι πως υπήρξαμε δεν έχουμε
καθώς περνάμε τώρα στη μεγάλη θλίψη
και κλάμα αδάκρυτο τα μάτια μας ραγίζει.»
Οδυσσέας Ελύτης - ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(απόσπασμα).

Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό...
Οδυσσέας Ελύτης «Καλημέρα Θλίψη» [Μαρία Νεφέλη]
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Γεια σου θλίψη Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι...
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία

Από τη συλλογή, Η επιστροφή των πουλιών (1946)
του Νίκου Εγγονόπουλου
Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης
αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι ωραία έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό - ιταλικό μού φαίνεται - βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου- αφού το θέλεις -τη θλίψη τού πρασίνου βλέμματός σου
τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πληγμένη μέσα στα μακρυά μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου
Τα μάτια της Μαργαρίτας
Ν.Βρεττάκος
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τις νύχτες να κυλάνε μεγάλους ποταμούς σιωπής, όπως στα έξι μου χρόνια. 
Της θλίψης την αστροφεγγιά, βρήκα μέσα στα μάτια σου.

Τα Θολά Ποτάμια, Α , 192 Ν.Βρεττάκος
Έβρεχε η θλίψη σα νερό
μέσα στις πολιτείες!
Έβρεχε απελπισία
και ψήλωνε η λάσπη πάνω στης γης!
Και τα ποτάμια πλάταιναν! Και τα ποτάμια μάλωναν
Ποίημα του Ισραηλινού ποιητή Αμίρ Ορ
-ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-

Μετάφραση, Αναστάσης Βιστωνίτης

Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη. 
Αυτό που υπήρχε και το είδαμε έχει φύγει, 
πέρασε απ’ τα μάτια μας και χάθηκε 
και μ’ ένα ακόμα φθινόπωρο μας βάρυνε το στήθος.
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη, 
μα όταν οι εραστές παίρνουν ο καθείς τον δρόμο του 
φλέγεται η καρδιά χωρίς να καίγεται, 
ξεριζώνεται δίχως τις ρίζες της να χάνει, 
πολύ βαριά να την αντέξουμε.
Οι αποσκευές μου (Αλεξάνδρα Μπακονίκα)
Απανθρωπιές και τραγωδίες δεν μου είναι άγνωστες. Δια πυρός και σιδήρου τις έζησα. Αν με ψάξεις θα βρεις τα βαθιά τους σημάδια. Σκοτάδια, καταχνιές και θλίψεις τα κουβαλάω στις αποσκευές μου.
Έχω πιστοποιητικά, συστατικές επιστολές για δοκιμασίες που άντεξα. Παίρνω, λοιπόν, το δικαίωμα να στραφώ και να βιώσω τα φωτεινά και τα χαρούμενα. Το συναπάντημα, το βύθισμά μου στη χαρά –που τόσο σπάνια συμβαίνει– είναι δικαίωμα και κερδισμένος χρόνος. Δεν έχω ενοχές για τις εξάρσεις της χαράς.
(1994)Ελένη, Οδ. Ελύτης -απόσπασμα

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη 
Που δε βλέπει τίποτε 
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύ- 
 πημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο 
Γιατί έγινε κιόλας 
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος 
με τη βροχή δάκρυα και λόγια 
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
Ὁ σταχτὺς θάνατος
Μ. Λουντέμης
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί- 
θαρροῦσα ὡς τώρα... 
πῶς ὅλα τὰ πράματα βαδίζουν στὴ γῆ 
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα. 
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη. 
Ἡ Θλίψη χλωμή. 
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος 
Ο Θάνατος μαῦρος. 
Ἔτσι θαρροῦσα...
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου, 
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα. 
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα. 
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα. Ἔτσι νόμιζα.