Σελίδες

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος ''Τα ερωτικά ''

Είπε:
Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. 

Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.
«Με το κόκκινο του αίματος / είμαι. / Είμαι για σένα. / Τ' όνομά σου μονάχα / πάλι και πάλι - / βαθειά ερημιά μου, / ο αρχάγγελος, / το ποιήμα. / Αλλη κατοικία δεν έχω. / Κατοικώ στο σώμα σου». 

«Τα Ερωτικά», κυκλοφόρησαν το 1981 σ' ένα καλαίσθητο λεύκωμα (από τον «Κέδρο»), σχεδιασμένο από τον ίδιο τον ποιητή, με τον υπέροχο γραφικό του χαρακτήρα, δίπλα στο τυπωμένο, στολισμένα με αισθησιακά σκίτσα. 
https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/236x/72/37/1c/72371cc7310b1ba98162731ba72f84a8.jpg
''Tα Ερωτικά'' του Γιάννη Ρίτσου (αποσπάσματα)

Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον

Ι.

Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια.

Διακοφτὸ 18.11.80
 ΙΙ.
Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη

μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.

Ἀθήνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα

ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου.

Ἀθήνα 19.11.80
Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον ( Γιάννης Ρίτσος)
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηζε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ό διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη —
ο κόσμος είναι κύκλος.

 Αθήνα, 12.11.80
 “…Αίμα το δείλι,/ αίμα η νύχτα,/ αίμα τα τριαντάφυλλα.

Εσύ – το αίμα μου…/Σε μικρούς στίχους/ μεγάλα πράγματα κρύβονται

ανείπωτα./ Εσύ το ξέρεις.”  (Γ. Ρίτσος, Γυμνό σώμα)
Πεινάνε τα μάτια

πεινάνε τ' αυτιά τα ρουθούνια

το στόμα η γλώσσα

πεινάει το σώμα

οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει

τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες

τη μορφή τ' άλλο σώμα

τα ματόκλαδα ένα ένα

αγάλματα τρέχουν τις νύχτες

άνθρωποι με σημαίες

φανοστάτες

το σώμα αμετάπειστο ψάχνει

τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας

πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει

μέσα στο θάνατο

ακούει τις σταλαματιές της βρύσης

μες στον μαρμάρινο λουτρώνα

με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες

μουσκεμένες.

Αθήνα 16.ΙΙ.80

Το σώμα σου στην αμμουδιά

η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου

η άμμος στα χέρια μου

στη γλώσσα μου

να σε ανακαλύπτω

πίσω απ' το λεπτότατο εμπόδιο

κι’ η άμμος να πέφτει απ' τα μαλλιά μας

να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής

κ’  εμείς

ωραίοι φρεσκολουσμένοι

απ’  τα δικά μας νερά αναδυμένοι

στο φώς και στο σώμα

τούτης της Γής.

Αθήνα, 23.11.80

Από την Εαρινή Συμφωνία
Δε μας νοιάζει
τι θα αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο σκοτάδι

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας
περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο
Ένα σπουργίτι λέει
στον ουρανό
Σώπα
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος του κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ενα άστρο έπεσε
Είδες;
Σιωπή
Κλείσε τα μάτια. 
Από το "Ελάχιστο Χρονικό του Έρωτα"
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.

Τις δυό καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους,
τις έκαναν σκάλες γιά τα δωμάτια τους. Οταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυό καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυό μικρά ικριώματα
στο χείλος μιάς πράσινης μοναξιάς στο φεγγάρι.
 Από το «Γυμνό σώμα»
 Κείνη η καρέκλα.
Πάντα.
Εκεί που καθόσουν.
Αμετακίνητη.
Έλεγες:
είμαι εσύ, εσύ, εσύ.
Κι εγώ;
Εσύ
κ’ ήρθες.
Χιλιάδες φορές
ξανάπα τ’ όνομά σου.
Δεν σε είπα.
Τ’ όνομά σου ανεξάντλητο.

Υποσχόμενη μέρα.
Κ’ ήρθες.
Φωτιά και καπνός.
Καπνός και νύχτα.
Το κρεβάτι καίγεται.
Από φωτιά τα φτερά μας.
Δεν καίγονται.
Κοιμήσου στο στήθος μου, έλεγες
K’ εγώ διανυχτέρευα στο στήθος σου

Ψηλά που μ’ ανεβάζουν τα φιλιά σου
Χάνομαι Κράτα με Τώρα
O ουρανός είναι η γη μου
Η πλατειά γη μου
Eίναι ο ουρανός
Μέσα στο σώμα σου Γεννιέμαι και πεθαίνω Και γεννιέμαι…

Αποσπάσματα από το "Γυμνό σώμα"
Όταν συναντηθούμε πάλι

θάμαστε οι ίδιοι;
Και βέβαια
υπάρχουν κι άλλα χρώματα
κι άλλα τοπία.
Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.
Και ξυπνώ.
Τώρα
προς ποιά πλευρά του ορίζοντα

τα μαλλιά σου ανεμίζουν;

Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

Art, chris dellorco Γυμνὸ σῶμα

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο

Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.

Διαστολὴ τοῦ σώματος.

Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν

στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι

ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει

βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.
Ἀθήνα 24.9.80

 Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)
 Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω.

 Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.

Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. 

Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. 11. 81

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)
“Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω από τα παράθυρα.
Κλειδιά στο τραπέζι. Στο πάτωμα χάμω βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με παράξενα κοστούμια ενός θιάσου που κάποτε θριάμβευσε κι αργότερα διελύθη.

Η ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε κάποτε πάνω στη σκηνή.

 Όταν λείπεις, έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες, γυναίκες φωνάζουν, κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα, σφυρίζουν οι σειρήνες, περνούν τ’ασθενοφόρα, σταματούν οι νοσοκόμοι στ’ άσπρα μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο, μαζεύουν κι εμένα, με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο χωρίς κρεβάτια κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’το επικίνδυνο άσπρο.

Μια νοσοκόμα έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο συντριβάνι, σκύβει και μαζεύει κάτι λευκά λουλούδια που τα’ριξε ο αέρας απ’ τις ακακίες

 Και να που ανοίγει πάλι η πόρτα, μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι-μυρίζουν τα ώριμα αχλάδια. Κοιμάσαι;-λέει η φωνή σου.

 Κοιμάσαι μόνος; Δε με περιμένεις; Ανοίγω τα μάτια. Κι είναι εδώ το σπίτι. Κι είμαι εδώ. Κι οι δυό πολυθρόνες. Κόκκινες πολυθρόνες. Και τα σπίρτα στο τραπέζι.
 Ω κατάλευκο φως, ω κόκκινο αίμα, αγάπη, αγάπη.” 
[...]

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)

Κ' οι λέξεις
φλέβες είναι
μέσα τους
αίμα τρέχει
όταν σμίγουν οι λέξεις
το δέρμα του χαρτιού
ανάβει κόκκινο
όπως
την ώρα του έρωτα

το δέρμα του άντρα
και της γυναίκας.


[...]
"Ανάβω σπίρτα, κόβω τα νύχια μου, τρυπάω τα σεντόνια Λείπεις. 

Είχες πει: αγαπώ τα μαλλιά σου. Τα μαλλιά μου μεγάλωσαν, μ'έκρυψαν. Υποσχεμένος μήνας.

 Υποσχεμένη μέρα. Θα'ρθω είπες. Περιμένω στην πόρτα. Η πόρτα είναι γεμάτη σφραγίδες.

 Αυτά τα ελάχιστα για μας τους δυό, πόσο μεγάλα για μένα. Όλα. Όχι τσιμέντο. Άδειο διαπερασμένο από΄να σιδεροδοκό.

Τα ρούχα σου ζεστά απ'το σώμα σου, σε ποιά καρέκλα; Πού είναι ριγμένα; Ο καφές, το τσιγάρο η αναμονή, η αναμονή, το τσιγάρο.

Τα μάτια μου είναι πιο γαλάζια. Περιμένοντάς σε, ξέχασα να παρατηρώ, ξέχασα να παρατηρούμαι. Το όνειρο με κρατάει στο να σου χέρι γερμένο στον ώμο σου.

Το σώμα σου αόρατο. Απλό. Δυό πουλιά στις μασκάλες σου. Ένας σταυρός στο στήθος σου. Θάνατος. Τίποτα. Όχι. Όχι.

 Η ανάμνηση του σώματος δεν είναι σώμα. Σφίγγω συμπυκνωμένο αέρα..."
    Αθήνα 16.11.81


 Ολόκληρον με πήρες. Ο θάνατος πια δε θάχει τίποτα να πάρει.
Μέσα στο σώμα σου αναπνέω.  

Χίλια αγόρια έχω σπείρει στον ιδρωμένο αγρό σου˙
χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,
κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας, υψώνουν το κεφάλι,
κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια την Ακρόπολη, τους ψηλούς φανοστάτες,
ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα.
Τα πράσινα, κόκκινα σήματα τους φέρνουν
σε μια δυσάρεστην αμηχανία.
Κι αυτός ο τροχονόμος
κουνάει τα χέρια του σαν για να κόψει έναν αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα
ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι.
Στρέφουν τη ράχη
σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε.
 Κι έξαφνα,
τινάζουν πάλι τη χαίτη και καλπάζουν προς τη θάλασσα.

 Στο λευκότερο απ’ όλα

καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω.
 Στα στήθη σου

χιαστί ζωσμένα δυο κλωνάρια κισσού. 
Ένα σαλιγκάρι

ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη.
Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες

μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς.
 Ξημερώνει.

Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό χύνεται λείο

πάνω στο δέρμα σου.

Είμαι μέσα σου. Φωνάζω από μέσα. Σε φωνάζω

εδώ που συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας κι ο ουρανός κυλάει

μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί του 

τα θνητά πλάσματα και πράγματα – αγριόπαπιες, παράθυρα, βουβάλια,

τα θερινά σαντάλια σου, τόνα βραχιόλι σου, έναν αχινό, δυο περιστέρια,

στον ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι αζήτητης αθανασίας.
      Αθήνα, 17.11.81

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

 Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη. Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

 
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Ἀθήνα 18.11.80

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Η Ποίηση των κοχυλιών

Αν μελετήσει κανείς το ρόλο που έπαιξε και παίζει το κοχύλι στη ζωή του ανθρώπου, θα διαπιστώσει εύκολα ότι αυτό υπήρξε κοντά του σε κάθε στιγμή της πορείας του, από τη μακρινή αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Το όστρακο πέρασε κυρίως σαν σύμβολο ομορφιάς στην αρχαία Ελλάδα, σαν υλικό επεξεργασίας στη ρωμαϊκή εποχή, σαν θρησκευτικό σύμβολο στη βυζαντινή αυτοκρατορία, σαν οικονομική μονάδα στην προ-κολομβιανή περίοδο στην Αμερική και την Αφρική, σαν αντικείμενο Τέχνης και Αρχιτεκτονικής στην Αναγέννηση, (συμπεριλαμβανομένων και των εποχών Baroque και Rococo) και τέλος σαν βασιλικό και αριστοκρατικό προνόμιο στη βικτωριανή εποχή.

Το κοχύλι βρέθηκε να παίζει ουσιαστικούς ρόλους στην ιστορία, στην οικονομία, στην αρχιτεκτονική, στις καλές τέχνες, στη θρησκεία, στη μουσική και το χορό, στη διακόσμηση, στη διαφήμιση, καθώς και στη μαγειρική.

 IΣTOPIA και Κοχύλι

Η επιστημονική μελέτη των οστράκων ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα τον 4ο π.X. αιώνα από τις εργασίες του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. O Αριστοτέλης, πρωτοπόρος ζωολόγος, φιλόσοφος και φυσιοδίφης, στην "περί ζώων ιστορία" περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια το διαχωρισμό των μαλακίων σε "μαλακόστρακα" και "οστρακόδερμα".
 THE SEA-BORN VENUS
By Paul Fischer
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, αναδύθηκε από τη θάλασσα μέσα από ένα κτένι κοντά στις ακτές της Κύπρου.
Τον 15ο π.X. αιώνα στην Τύρο και τη Σιδώνα, ένα είδος οστράκου χρησίμευε για την πορφυρή βαφή των ενδυμάτων και αργότερα των χιτώνων των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Oι Τύριοι το ονόμασαν Murex purpura και η οικογένεια των oστράκων αυτών ονομάσθηκε Muricidae. Κατά τον Πλίνιο Γάιο η διαδικασία αφορούσε το βράσιμο κατακερματισμένων οστράκων και την εκχύλιση του χρώματος, σε συγκεκριμένους χώρους, τα "Πορφυρεία". Για ένα γραμμάριο βαφής χρειάζονταν 10.000 πορφύρες. 
MOYΣIKH - XOPOΣ και Κοχύλι 
 Πολλοί πρωτόγονοι λαοί της Αφρικής, ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιούν μικρά όστρακα σε ζωνοειδείς περιτυλίξεις του σώματός τους για ιεροτελεστίες και χορούς. Μέσα στους αιώνες το όστρακο Τρίτων (Charonia Tritonis), κοινώς "μπουρού", χρησίμευε σαν μουσικό όργανο.

Το όνομα προέρχεται από το θεό της θάλασσας Τρίτωνα, γιο του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Υπάρχει ένα υπέροχο άγαλμα του Τρίτωνα, έργο του Bernini, στην πλατεία Barberini της Ρώμης, το οποίο θεωρείται ένα από τα γλυπτά αριστουργήματα μπαρόκ της εποχής.


Artist Rudolf Hirth du Frênes (German, 1846–1916)
Title:
    Portrait of a Young Girl with Shells
ZΩΓPAΦIKH και Κοχύλι
Στην περίοδο της Αναγέννησης η παρουσία του κοχυλιού στη ζωγραφική είναι σημαντική τόσο από άποψη συχνότητας του θέματος, όσο και από άποψη αισθητικής αρτιότητας. Στη χρησιμοποίησή του πρωτοστατούν οι Oλλανδοί ζωγράφοι.

Από τους ζωγράφους που χρησιμοποίησαν το κοχύλι στους πίνακές τους, επιγραμματικά αναφέρουμε τον S. Botticelli με το περίφημο έργο του η "Γέννηση της Αφροδίτης" (1480).Τον J. del Zucchi με τον πίνακα "Oι θησαυροί της θάλασσας" (1590 στην γκαλερί Borghese της Ρώμης), τον E. de Critz (1645), τον P. Paul Rubens (1625), τους Oλλανδούς D. van Gelder, F. H. Francken (1619), van der Ast, (1656), Rembranat (1650) και A. van Beyeren (1690).
 Από τους νεότερους ζωγράφους θα πρέπει να αναφέρουμε τον Matisse (1940), τον O. Redon (1912), καθώς και τους Έλληνες γνωστούς μας ζωγράφους Ν. Βώκο (1859-1902), τον Δ. Γαλάνη (1879-1966) και τους πιο σύγχρονους Δ. Μυταρά (Αθήνα), S. Mayer-Χριστοπούλου (Ναύπλιο) και τον ποιητή Oδυσσέα Ελύτη με την ιδιαιτερότητα της ζωγραφικής του τέχνης.
https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/736x/44/b7/fc/44b7fc9708d988d11575cf2ae8c14772.jpg

Τον P. Paul Rubens (1625)

τον J. del Zucchi με τον πίνακα "Oι θησαυροί της θάλασσας" (1590 στην γκαλερί Borghese της Ρώμης)
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjNCJY7m7MTJoXQ1sA9yJlzFsoVNP_XwXModemjxAuDidyjiDW50ud9TEgk0btWLXYei5hffhuXF1n24YNWdOBbE189YuzemrMllWLBXQTjll5KEwj8Jie4Q-bTttlie4vx3YmDnLzOJw/s1600/1001932_508900945852015_1967953085_n.jpg

Karl Gussow (1843-1907) - The sound of the sea.

https://image.invaluable.com/housePhotos/vanstockum/71/277071/H2949-L13529942.jpg

Τους Oλλανδούς D. van Gelder
F. H. Francken (1619)

http://mylitta.ru/uploads/posts/2014-04/1396949051_seashells-11.jpg

A. van Beyeren (1690)

https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/236x/aa/14/ef/aa14efb8cab11a448c7f4ad90288bee5--fish-breading-vanitas-paintings.jpg

  Balthasar van der Ast(1656)

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/c/cd/Coorte%2C_Adriaen_-_Still_Life_with_Shells_-_1697.jpg

Adriaen Coorte, Shells (1697)


Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μεσ' σ' αδειανό κοχύλι....
(Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας).Οδυσσέας Ελύτης

Η ομορφιά των κοχυλιών δεν ήταν δυνατό ν' αφήσει ασυγκίνητους τους λογοτέχνες - πεζογράφους και ποιητές - Έλληνες και ξένους.

Από τους πεζογράφους τελείως ενδεικτικά μπορούμε ν' αναφέρουμε τη Rosamunde Pilscher ("Ψάχνοντας για κοχύλια") και από τους Έλληνες τον Ηλ. Βενέζη ("Αιγαίο", "Ωκεανός" κ.α.), τον Α. Καρκαβίτσα ("Λόγια της πλώρης").
Εκείνους όμως που κυρίως γοήτευσαν και ενέπνευσαν τα όστρακα με την ομορφιά τους είναι οι ποιητές. Oι περισσότεροι αναφέρονται στα κοχύλια είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, δημιουργώντας εικόνες απαράμιλλου κάλλους.

William Robert Symonds · Sea Nymph

Ταξίδευε σ' άκρες ιωνικές,
σ' άδεια κοχύλια θεάτρων....
(Γ. Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ').

Τα μάτια σου δύο τραγικά κοχύλια.....
(Γ. Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα).


Φυγή-Γιώργος Σεφέρης
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι

ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.


Σαλαμίνα της Κύπρος, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’.
 Τα νέα κορμιά περάσαν απ’ εδώ, τα ερωτευμένα
Παλμοί στους κόλπους,
ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά
Τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό
Κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου.


...Ω να μπορούσαμε ν' αγαπήσουμε τουλάχιστο σαν τις μέλισσες όχι σαν τα περιστέρια τουλάχιστο σαν τα κοχύλια όχι σαν τις σειρήνες..... (Σάββατο), Γιώργος Σεφέρης

Κοχύλια γιομισμένα νερό απ' το
ηλιοβασίλεμα....

(Νικηφ. Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τομ. Α)

https://njsurfriderdrafts.files.wordpress.com/2012/03/seashells1.jpg

Από τη συλλογή Μνήμες και παρουσίες (1964) της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Χτες και προχτές
κάθε μέρα
πασχίζαμε να μετρήσουμε τη χαρά μας.
Ήταν η καρδιά μου λεύτερη
άνοιγε σαν πέλαγο
άνοιγε καθώς η αγάπη μου.
Κι ήταν ατέλειωτη η θάλασσα
κι ήταν απέραντη η αμμουδιά
κι έγραφαν τα κοχύλια στον άμμο τ’ όνομά σου.
τον ανα
στεναγμό;

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ


Το κοχύλι που μου χάρισες

ακόμα το κρατώ.

«Θυμάται τη θάλασσα.

Τόσα χρόνια θυμάται τη θάλασσα

κι αναστενάζει.» Ψιθύριζες κάποτε

καθώς τ ακουμπούσες στ’ αφτί.

Εσύ τώρα μια θάλασσα

εγώ ένα κοχύλι που θυμάται

μα πώς ν’ ακούσεις τον αναστεναγμό.

(Τραβέρσο) Νίκος Καββαδίας)

Mε πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Aπάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.

(Νίκος Καββαδίας-Πικρία)

 Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,

για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.  

(Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Ι, 1948-1954)
Τίποτα πια
Μονάχα η θάλασσα σφυρίζοντας.

Ένα μεγάλο κοκύλι
Στο στόμα του ορίζοντα
(Πρωινό άστρο-Γιάννης  Ρίτσος)
Ένα ψαλίδι φεγγαριού
κόβει θαλάσσια κρίνα
κι ένα αλητάκι σπάρος
φυσώντας ξεφυσώντας
παίζει τη φυσαρμόνικα
έξω από τη μισόκλειστη
γρίλλια μιας αχιβάδας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-
 Η βοή της ζέστης στ' απλωμένα σεντόνια.
 Στα πέδιλα των παιδιών κοχύλια κι' άμμος.
Κύλησε απ' τη σκάλα ο κουβάς με το νερό.
 Μεμιάς αδίσταχτη η θάλασσα αποκρίθηκε.
 Τίποτα πια δεν μπορείς ν' αναβάλεις.


<<Κοχύλι>> του Ρουμπέν Νταρίο
Ένα χρυσό βαρύ κοχύλι πάνω στην άμμο βρήκα.
Μαργαριτάρια φίνα το στολίζαν.
με θεία δάχτυλα η Ευρώπη το ‘χε αγγίξει
σαν έσκιζε τα κύματα πα’ στον ουράνιο ταύρο.

Στα χείλη μου το σήκωσα το βουερό κοχύλι
για να σαλπίσω την ηχώ των θαλασσών.
το ακούμπησα στο αυτί μου και τα κυανά άκουσα βάθη
τον μυστικό τους θησαυρό να ψιθυρίζουν.

Γεύομαι τώρα την αλμύρα των πικρών ανέμων
που της Αργούς φουσκώναν τα πανιά
σαν ερωτεύονταν του Ιάσονα το όνειρο τα αστέρια.
και των κυμάτων ακούω το μουρμουρητό και μια άγνωστη λαλιά
και μια βαθιά φουσκονεριά κι έναν αγέρα μυστηριώδη…
και των κυμάτων ακούω το μουρμουρητό και μια άγνωστη λαλιά
και μια βαθιά φουσκονεριά κι έναν αγέρα μυστηριώδη…

(Το κοχύλι έχει το σχήμα της καρδιάς.)
(Μετάφραση από τα ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης)

https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/736x/d1/74/97/d17497b2eba7effb0744a76699186e89.jpg
Αναφορές - εικόνες σε κοχύλια συναντά κανείς και στον Α. Εμπειρίκο, στο Ν. Καββαδία αλλά και στα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου ή στο Federico Garcia Lorca.


Στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος
Στο Μόλυβο, στη Μυτιλήνη
θα βρω μια μάγισσα που λύνει
τα μάγια που σου έχουν κάνει
και την καρδιά σου έχουν μαράνει.

Κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια
κάτω απ’ των άστρων την ανταύγεια
σ’ ένα κοχύλι θα κλειστούμε
και στο βυθό θ’ αγκαλιαστούμε.

Να μην μας δει ανθρώπου βλέμμα
γιατί τα μάγια σαν το αίμα
φεύγουνε και ξαναγυρνάνε
και την αγάπη τυραννάνε.


http://4.bp.blogspot.com/-pa4gSEDi1Ek/VKh8PZOf5OI/AAAAAAAAAAA/3SLTSOHwgk0/s1600/Helene%2BBeland.jpg
William Robert Symonds (1851 – 1934)
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Το γάλα του αιγιαλού»-απόσπασμα
Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τ' άστρα ξυπνούν και φέγγουν άναυδα τη νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες των ψαράδων
Ενώ τ' αστέρια της θαλάσσης πλησιάζουν

Πρώτα λευκά και σχεδόν άχρωμα
Έπειτα κόκκινα και ζωηρά
Με τα πλοκάμια των σφαδάζοντα
Για το εφήβαιον και για τα στήθηΤων νεανίδων.

Οι αμμουδιές είναι διάστικτες από κοχύλια
Μ' ένα φιλί λησμονημένο μες στα βότσαλα
Μ' ένα πουλί που κούρνιασε στα στήθη Κόρης γλυκιάς
που του μιλάει και λέγει
Πουλί καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντας το στα βυζιά της με λαχτάρα

Αποτέλεσμα εικόνας για ελύτης και κοχύλι ποιήματα
Περισσότερο απ' όλους όμως φαίνεται να γοητεύεται ο Oδ. Ελύτης. Στο έργο του - ποιητικό και ζωγραφικό - βλέπομε συχνά να επανέρχεται μαζί με το φως, τη θάλασσα και τον ουρανό, το κοχύλι.

Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη.... (Ήλιος ο πρώτος).

 
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μεσ' σ' αδειανό κοχύλι....
(Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας).


Τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο...
(Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό).


Bουή από πελαγίσιον κόχυλα...
(Μαρία Νεφέλη).

Οδυσσέας ΕλύτηςΟ μικρός ναυτίλος, 1985
Τι πάει να πει «δεν πρέπει», «δεν αρμόζει».
Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω ανοίξει
Το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος
Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.
Φλοίσβος φιλί -1984
 Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο Έρωτας.
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος δίνει στον ορίζοντα.
Κύματα φεύγουν έρχονται,
αφρισμένη απόκριση
στ’ αυτιά των κοχυλιών.

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα γέρνει πανί του ονείρου.
Μακριά
έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει Φλοίσβος.

Κύματα φεύγουν έρχονται,
αφρισμένη απόκριση στ’ αυτιά των κοχυλιών.
(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας

Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
Δοξαστικό, Οδυσσέας Ελύτης
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη …. Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μιά χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα
Το κοχύλι-Οδυσσέας Ελύτης

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Κοχύλι

     Στη Νατάλια Χιμένεθ
Μου έφεραν ένα κοχύλι.
Μέσα του τραγουδάει
μια θάλασσα χάρτης.
Την καρδιά μου
γεμίζει νερό
με ψαράκια
σκουρόχρωμα και ασημένια.

 Μου έφεραν ένα κοχύλι.
Αλκυόνη Παπαδάκη
Σχεδόν όλη μου τη ζωή την πέρασα στην ακροθαλασσιά.
 Κρατούσα ένα κοχύλι κι ονειρευόμουνα τον ωκεανό.
 Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό της.
Κάποιοι όμως είναι τυχεροί.
Στ' άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους.
Μιλτιάδης Μαλακάσης
Μέσα στὸ κοχύλι κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά·
Τὴν ψυχή μου παραδίνω
Σ᾿ ἄυλη ἀγκαλιά.

Ὤ! δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια,
Μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς,
Τ᾿ ἀθεμελίωτα παλάτια
Στοὺς ὠκεανούς!

Ρίχνω σίδερα, ἁλυσίδες
Τρίγυρες, βαρειές,
Τὶς παλιές μου τὶς φροντίδες,
Τὶς ἀπελπισιές.

Κι ὅπως ζῶ στιγμὲς τὶς ὦρες,
Ὧρες τοὺς καιρούς,
Δρέπω καὶ στὶς ἄγριες μπόρες,
Ρόδα τοὺς ἀφρούς.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐμένα,
Πρώτη μου φορά,
Μὲ τοῦ γλάρου τ᾿ ἀνοιγμένα
Πέτομαι φτερά.

Καὶ βυθῶ μὲ τὸ δελφίνι
Ποὺ ἄστραψε μὲ μιᾶς,
Μὲς στὴν ἀπεραντοσύνη
Τῆς ἀλησμονιᾶς...
Στὸ κοχύλι μέσα κλείνω
Φλάουτα καὶ βιολιά...


Να λες, μ' ένα κοχύλι πόσο μ' αγαπάς
κι όλα τα σύννεφα να τα σκορπάς
κρυφή μου θάλασσα θα πάω, όπου με πας
Να λες, όσα τραγούδια έγραψα για μας
με την αγάπη όλα τα νικάς
βουνά και πέλαγα αν θέλεις, τώρα περνάς

Πηγή