Σελίδες

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Απάνθισμα ποιημάτων του Χρίστου Λάσκαρη

Χρίστος ΛάσκαρηςΠοιητική τέχνη
Ας δούμε το δέντρο.
Τι κάνει σε καιρό ανθοφορίας.
Κανόνας:
δεν κρατάει ποτέ
όλα τα άνθη του.
πολλά τα ρίχνει.
 Εκτεθειμένος
Εκτεθειμένος μες στα ποιήματά μου,
σ' αντίτυπα κυκλοφορώ.
βορά σε ξένα χέρια,
Ο ποιητής Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008) γεννήθηκε στο Χάβαρι της Ηλείας και μεγάλωσε στην Πάτρα. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου.
 Εργάστηκε ως τη συνταξιοδότησή του στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων του Δήμου Πατρών.
 Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, που εκδόθηκαν από διάφορους εκδ. οίκους της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις “Γαβριηλίδη'.
  Το 2007 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο “Καβάφη' -με το όνομα του ποιητή ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να τον επηρεάζει,
('ανήκω στην καβαφική ποίηση και στην Παλατινή Ανθολογία', είχε πει).
 Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Πέθανε στις 11 Ιουνίου 2008, σε ηλικία 77 ετών.
 Απάνθισμα ποιημάτων του Χρίστου Λάσκαρη
ΧΑΜΕΝΗ ΟΡΙΣΤΙΚΑ

Τί μπορεί να την ξαναφέρει.

Ούτε ο άνεμος,

ούτε τα όνειρα.

Δε θα ξαναπερπατήσει μες στα ποιήματα.

Κι οι στίχοι θα συνεχίζουν να χτυπιούνται άδειοι.
Σκιά
Εδώ να προσέξετε,
σ΄αυτό το σιωπηλό παλτό που κρύβεται,
στο βήμα τούτο της επιστροφής
τη νύχτα.
Κι αν θέλετε να μάθετε τον άνθρωπο,
κοιτάξτε τώρα που περνάει από το φως
την πονεμένη έκφραση στην ωμοπλάτη΄
και προπαντός μια λεπτομέρεια:
με πόση ευκολία γλίστρησε μέσα στο γνώριμο,
τ΄αγαπημένο του σκοτάδι.
Αν είναι κάποιος
Αν είναι κάποιος που στο σπίτι με κρατά,
δεν είσαι εσύ:
μια μετρημένη,
και καλή νοικοκυρά΄
είναι εκείνη η αδελφή σου η ανεπρόκοπη,
όταν στο πιάνο κάθεται
και παίζει.
 .Oι εραστές της νύχτας
Τη νύχτα όχι
δεν θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.
Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές.
 Έρωτας
Στην πρώτη επαφή που είχαμε,
μιλήσαμε όπως δυο ξένοι
για πράγματα διάφορα σχεδόν.
Στη δεύτερη μπορώ να πω το ίδιο,
με κάποια στη φωνή μας διαφορά,
ένα χρωμάτισμα.
Ώσπου στην Τρίτη,
τα λόγια μας ακολουθούσαν παύσεις -
εκείνες οι γλυκές σιωπές
του έρωτα.
Fabian Perez,painter
 Έφυγε
Έφυγε.
Το άρωμά της,
πάλεψε μες στην κάμαρα για λίγες μέρες
κι ύστερα έσβησε.
Την ίδια τύχη θα 'χουν και τα μάτια της,
καθώς και η γλυκιά φωνή της.
Τόσος έρωτας
και να καταβροχθίζεται!
fabian perez, painter.
Θα μιλήσω γι' αυτούς
Θα μιλήσω γι' αυτούς
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για όλους όσους πλάγιαζαν
το βράδυ μ' έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.
Γι' αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.
fabian perez,painter.
 Μόνος
Ακόμη και το γκαρσόνι δεν ερχότανε.
Έπαιζε η μουσική,
στην πίστα τα ζευγάρια χόρευαν,
πλάι του μια παρέα
έπινε παγωμένες πορτοκαλάδες.
Κι αυτός στο τραπεζάκι μόνος.
με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του.
 Μοναχικοί ταξιδιώτες
Άνθρωποι που ταξιδεύουν μόνοι:
κατά κανόνα σιωπηλοί,
πιάνοντας θέση σε παράθυρο.
Δεν έχουνε αποσκευές,
δεν έχουνε κανέναν να τους περιμένει.
Συνέχεια κοιτάζουν έξω.
Αν κάποιος τους ρωτήσει που πηγαίνουνε,
μοιάζουν σα να 'ρχονται από μακριά.
σα να μην έχουν καταλάβει την ερώτηση.
 Η φωνή της στο τηλέφωνο
Με ξεκουράζει η φωνή της στο τηλέφωνο,
όταν μάλιστα
δεν έχει τίποτα να πει
και φλυαρεί ασταμάτητα.

 Να εμποδίζεις τις σκιές
Είσαι εδώ
για να με προστατεύεις:
να εμποδίζεις τις σκιές να δράσουνε,
το θάνατο
να γίνει τρέλα.
fabian perez,painter.
Παραίτηση
Δε μπόρεσα να σε δημιουργήσω.
έμεινες μέσα μου μία
μοναχική κραυγή,
μια πρώτη πρόταση.

 Στο πρωινό

Είναι ωραίο να υπάρχεις
στο πρωινό ακουμπισμένος.
Αλλά να υπάρχεις
δεν είναι εύκολο.
Χρειάζεται μια καρδιά αθώα.


 Να με αφήσεις ήσυχο
Σταμάτα να έρχεσαι στον τάφο μου.
Λουλούδια πάνω μου δε θέλω.
Και πρόσεξε:
το στήθος σου καθώς σκύβεις
ακουμπά την πλάκα μου.
Μπήκα εδώ να ησυχάσω.
 Το θηρίο
Πώς να αντιμετωπίσεις το χρόνο,
πώς θεέ μου να τον γεμίσεις
δουλεύοντας,
δουλεύοντας,
δουλεύοντας,
και πάλι
μένει αρκετός
να σου επιτεθεί.
Είναι ο περίφημος ελεύθερος χρόνος μας.
Ο χρόνος που πρέπει να σκοτώσουμε.
 Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη
Η σιωπή του καθρέφτη την φοβίζει:
μια τέτοια μέσα του ομορφιά
και να 'ναι έτσι σκεφτικός!

Κάτι θα βλέπει αυτός.
by Mark Keller
Συνάντηση
Ανέβαινε τα σκαλοπάτια δύο δύο.
Τίποτα το περίεργο:
κάποιος
π' ανέβαινε τα σκαλοπάτια δύο δύο. Στάθηκε και τον κοίταξε.
Αυτός κατέβαινε.

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Τα ''αληθινά ρόδα'' της Ποίησης

Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα

για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

                        Τάσος Λειβαδίτης
  Το ρόδο, ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Οι ανταύγειες του φεγγαριού στα τζάμια σαν τα μικρά αποσπάσματα ενός ονείρου
που κυνηγάμε χρόνια.
 Ερωτες για πράγματα μακρινά, φιλίες με δρόμους, ή άστρα
κι η παιδικότητα που σε ό,τι καλύτερο είχε, έμεινε για πάντα άγνωστη.
Ωσπου μια νύχτα παραμέρισα τη ζωή μου και βρήκα το ωραίο ρόδο που μου είχαν υποσχεθεί.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Μονάχα με την ποίηση


Μονάχα με την ποίηση
Δε θα χαθούν ποτέ
Τα μεγάλα ιστιοφόρα της αυγής
Ούτε τα φώτα ούτε η χαρά
Ούτε τα δέντρα ούτε η νύχτα
Μονάχα με την ποίηση
Θα 'μαστε ακόμα ικανοί
Να βλέπουμε και ν' αγαπούμε

Να ονομάζουμε τα πράγματα
Με τις πιο καθημερινές λέξεις
Να λέμε το ψωμί ψωμί τη σκάφη σκάφη
Και μ' ένα βλέμμα να οδηγούμαστε
Σε μιαν αλήθεια οριστική
Μονάχα με την ποίηση
Θα μεγαλώσουνε τα στάχυα

Και τα στήθη των κοριτσιών
Το ποτάμι θ' απομείνει ποτάμι
Η θάλασσα θάλασσα
Κι ο ουρανός ουρανός
Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τ' αστέρια

Μέσα στις καπνοδόχες
Κι όλη τη θλίψη που ενδημεί
Στο βάθος των ματιών
Και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε
Το γενέθλιο χωριό μας
Παραχωμένο μες στα χιόνια
Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τον έρωτα

Και πατώντας από κλωνί σε κλωνί
Κι από ελπίδα σ' ελπίδα
Θα εγκαθιδρύσουμε
Την αγνή βασιλεία των φτερών
Τὸ διάφανο μετάξι-Γιώργης Παυλόπουλος

Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ δυό μας
νὰ ἔχουμε δοθεῖ σὰν ἄλλοτε στὸν ἔρωτα.
Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δυό μας πάλι
ἀσάλευτοι τώρα νὰ κοιτάζουμε.


Κοιτάζαμε τὰ διψασμένα σώματα
ποὺ ἤμαστε κάποτε
κοιτάζαμε τὴν ἡδονή τους καὶ ποθούσαμε
καὶ λιώναμε νὰ σμίξουμε μαζί τους.


Ὅμως ἀνάμεσά μας ἕνα μετάξι διάφανο
σχεδὸν ἀόρατό μᾶς χώριζε γιὰ πάντα.


Γύρισε τότε καὶ μοῦ ἔδωσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια
ἕνα φιλὶ ποὺ ἔκοβε τὰ χείλια σὰν μαχαίρι.


Τὸ πῆρα καὶ ἀρχίζοντας νὰ σχίζω τὸν ἀέρα
μᾶς φάνηκε τάχα πὼς περάσαμε
καὶ πέσαμε στὴν ἀγκαλιά τους
καὶ σμίξαμε τοὺς ἄλλους ἑαυτούς μας.


Κι Ἐκείνη ἐπῆγε μὲ τὸν Ἄλλο
κι ἐγὼ ἐπῆγα μὲ τὴν Ἄλλη.

Juan Medina-painter
 Στῆς Κίρκης-Γιώργης Παυλόπουλος
Πλάγιαζα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν περίμενα
ἀκούγοντας ν’ ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
μέσ’ στὴ δροσιὰ τοῦ σπιτιοῦ
σὰν ψίθυρος ἀπὸ φιλιὰ κι ἀν
άσες.

Γύρευα τότε νὰ ξεφύγω
μὰ ἡ ὀμορφιά της στάλαζε στὰ κόκκαλά μου
νύχτες ποὺ μελετοῦσα τὸ κενὸ
πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἡδονὴ στὸν Ἅδη.

Καὶ τὰ λαγόνια της νὰ φέγγουνε στὸν ὕπνο μου
ματόκλαδα καὶ χείλια ποὺ τἄσκιζε ὁ πόθος μου
κι ὁ γυρισμὸς στὸν ὕπνο μου μονάχα
λίγος καπνὸς ἀπὸ μακριὰ
λουλούδια κι ἕνα δροσερὸ σταμνί.

Καὶ τὸ καράβι μου στὸν κῆπο της
δεμένο κι ἄγρυπνο
σὰν ἕνα μεγάλο μαῦρο σκυλὶ
μοῦ θύμιζε κάποτε τοὺς σύντροφους ποὺ χάθηκαν
ἢ τὶς παράξενες ἀφορμὲς τῆς ἀγάπης
.

 Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι 

Τάκης Κ. Παπατσώνης (1895 - 1976)
Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά!

 Γύρω-γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια
καρποφόρες συκιές καί κάπου-κάπου, μοναχική,
καὶ κάποια ἐλιά... 

Χρυσοφρυγαννισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε ἄχυρο πιά. Κι ἀντίς γι' ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια

σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικό Κανόνα...

Ἀναστραμμένο σου θρονί ὅλο τὸ γαλάζιο
ἐνοῦ ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε
τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων
καὶ που ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια
τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους!

Γέννηση τῆς μέρας-  Οδυσσέας Ελύτης
Ὅταν ἡ μέρα τεντωθῇ ἀπὸ τὸ κοτσάνι της κι ἀνοίξῃ ὅλα τὰ χρώματα πάνω στὴ γῆ
Ὅταν ἀπὸ φωνή σὲ στόμα σπάσῃ ὁ σταλαγμίτης
Ὅταν ὁ ἥλιος κολυμπήσῃ σὰν ποτάμι σ' ἕνα κάμπο ἀθέριστο
Καὶ τρέξῃ ἕνα πανί βοσκόπουλο τῶν μελτεμιῶν μακρυά
Πάντα ἡ στολή σου εἶναι στολὴ νησιοῦ εἶναι μύλος ποὺ γυρίζει ἀνάποδα τὰ χρόνια
Τὰ χρόνια ποὺ ἔζησες καὶ ποὺ τὰ ξαναβρίσκω νὰ πονοῦν στὸ στῆθος μου

- - - -
τὴ ζωγραφιά τους –
Ἡ μιὰ βερυκοκκιά σκύβει στὴν ἄλλη καὶ τὸ χῶμα πέφτει ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ
- - - -τοῦ ξυπνητοῦ νεροῦ

Ἡ σφῆκα στὸ κορμὶ τοῦ φλόμου ἀνοίγει τὰ φτερά της
Ὕστερα ξαφνικά πετάει καὶ χάνεται βουίζοντας

Κι ἀπὸ σταλαγματιά σὲ φύλλο κι ἀπὸ φύλλο σὲ ἄγαλμα ὅσο πάει καὶ πιό πολύ
- - - -μεταμορφώνεται ὁ καιρός
Παίρνει τὰ πράγματα ποὺ σὲ θυμίζουν κι ὅσο πάει καὶ πιό πολύ τὰ συγγενεύει
- - - -μὲς στὸν ἔρωτά μου
Ὁ ἴδιος πόθος ξαναϋφαίνεται

Ὁ κορμὸς ὅλος φλέγεται τοῦ δέντρου τοῦ ἥλιου τῆς καλῆς καρδιᾶς!

Ἔτσι σὲ βλέπω ἀκόμη στὴν ἀχτίδα τῆς αἰώνιας μέρας
Ν' ἀκοῦς τὸ χτυποκάρδι τῆς στεριᾶς
Ἡ γέννηση δέν ἄλλαξε οὔτε μιὰ χαρά σου

Ἄφηνες μιὰ μεγάλη νύφη ἀφροῦ ἀνεβαίνοντας
Τίναζες τὸ κεφάλι σου σαπουνισμένο ἀπὸ τὴν πρωινή ὀμορφιά
Ἡ αἰθρία πλάταινε τὰ μάτια σου
Δέν ἦταν αἴνιγμα ποὺ νὰ μή σβήνῃ πιὰ ποὺ νὰ μή γίνεται καπνός σὲ στόμα αἰόλου
Ἄλλαζες μὲ τὰ χέρια σου τὶς ἐποχές
Βάζοντας χιόνια καὶ βροχές λουλούδια θάλασσες
Κι ἡ μέρα χώριζε ἀπὸ τὸ κορμί σου ἀνέβαινε, ἄνοιγε μεγάλη εὐχή πάνω στὰ ἡλιοτρόπια


Τί ξέρει τώρα ὁ τζίτζικας ἀπὸ τὴν ἱστορία ποὺ ἄφησες, τί ξέρει ὁ γρύλλος;..

Ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ που ἀνοίγεται στὸν ἄνεμο
Ἡ κάμπια, ὁ κρόκος, ὁ ἀχινός, τὸ ἀλφάκι τοῦ νεροῦ
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε καὶ σὲ καλοῦν
Ἔλα λοιπὸν ἀπ' τὴν ἀρχή νὰ ζήσουμε τὰ χρώματα
Ν' ἀνακαλύψουμε τὰ δῶρα τοῦ γυμνοῦ νησιοῦ
Ρόδινοι καὶ γαλάζιοι τροῦλλοι θ' ἀναστήσουν τὸ αἴσθημα
Γενναῖο σὰ στῆθος τὸ αἴσθημα ἕτοιμο νὰ ξαναπετάξῃ

Ἔλα λοιπὸν νὰ στρώσουμε τὸ φῶς
Νὰ κοιμηθοῦμε τὸ γαλάζιο φῶς στὰ πέτρινα σκαλιὰ τοῦ Αὐγούστου

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ἀνοίγεται στὰ περιστέρια
Ὅλος ὁ κόσμος ἀκουμπάει στὴ θάλασσα καὶ τὴ στεριά
Θὰ πιάσουμε τὸ σύννεφο θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ συμφορά τοῦ χρόνου

Ἀπὸ τὴν ἄλλην ὄψη τῆς κακοτυχιᾶς
Θὰ παίξουμε τὸν ἥλιο μας στὰ δάχτυλα
Στὶς ἐξοχές τῆς ἀνοιχτῆς καρδιᾶς
Θὰ δοῦμε νὰ ξαναγεννιέται ὁ κόσμος! 

- Daniel F Gerhartz-

Ἐξιλέωση-Μελισσάνθη 
Κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα∙
κ' οἱ ἄγγελοι, ποὺ δέν μὲ εἶχαν βρεῖ στὴν ἀρετή μου ὡραία,

τῶν ἄνθινών τους ἔγερναν ψυχῶν τὸν ἀμφορέα –
κάθε φορά που ἁμάρταινα λὲς κι ἄνοιγε μιὰ πόρτα...
Καὶ στάζανε τῶν οἰκτιρμῶν τὰ δάκρυα μὲς στὰ χόρτα∙
μ' ἀπ' τὰ οὐράνια ἀν μ' ἔδιωχνε τῆς τύψης μου ἡ ρομφαία

κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα –
μὲ βλέπαν οἱ ἄνθρωποι ἄσχημη κ' οἱ ἄγγελοι μόνο ὡραία!

 Τὸ φύλλο τῆς λεύκας- Γ. Σεφέρης
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μήν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακρυά
μιὰ θάλασσα
πέρα μακρυά
ἕνα νησί στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιά
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστά
σὲ θαλασσινές ἀνεμῶνες…

Ἔτρεμε τόσο πολύ
τὸ ζήτησα τόσο πολύ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ' ὅλα τὰ δάση γυμνά
θεέ μου τὸ ζήτησα!

Anna Shakina Photography

Κώστας Μόντης (1914 - 2004)

Αὐτὸς ὁ ζεστὸς ἄνεμος…
Αὐτὸς ὁ ζεστὸς ἄνεμος ἀπὸ ποῦ ἔρχεται;
Αὐτὸ τὸ ξαγρύπνημα ἀπὸ ποῦ κρατᾶ;
Αὐτὰ τὰ γαλανὰ μάτια ἀπὸ ποῦ κρυφοκοιτάζουν;
Αὐτὴ ἡ χαρὰ μέσα μου
ἀπὸ ποιό βράχο πέφτει;

Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε
αὐτὸς ὁ τρυφερὸς πλόκαμος
μὲ τὴ βαθυπράσινη ὑπόσχεση,
μὲ τὴν ἁρπάγη του ἕτοιμη; [ ]
Τὸ πουλὶ γελάστηκε ἀπ’ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο
καὶ μπῆκε!
Οἱ ἐλπίδες κοίταξαν τὰ χέρια, κι ἀπατήθηκαν,
κ’ ἔβαναν γρήγορα-γρήγορα
στὸν ἄσπρο δίσκο γλυκὸ ἀμυγδάλου
καὶ στὰ τριανταφυλλένια ποτήρια
κρύο νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι…
Σὲ ποιά θάλασσα-Γιώργος Θέμελης

Σὲ ποιά θάλασσα,
ποιός οὐρανὸς
σ’ ἔχει φιλήσει;..

Τὰ μαλλιά σου τρυποῦν
τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνέμου,
σὰν τὰ δέντρα καὶ σὰν τὰ ταξίδια!
Τὸ χέρι σου χαμόγελο,
φωνὴ σὰν τοῦ νεροῦ,
σὰν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει τὸ πρόσωπό σου,
κατεβαίνει τὸ βλέμμα σου
ἀπὸ χίλια
λουλούδια!
 Τὰ δεσμὰ- Μανώλης Αλεξίου
Τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν
μᾶς πληγώνουνε τὰ χέρια –
κάτι ἀόρατα μαχαίρια
μᾶς κεντοῦν.

Τὸ κλειδί τῆς φυλακῆς
τὄχει ὁ χρόνος κ’ ἡ συνήθεια –
καὶ σὲ πάει στὸ δρόμο ἡ ἀλήθεια
τῆς σιωπῆς.

Πάντα ψάχνεις γιὰ νὰ βρῇς
τὴν ψυχή σου στὸ σκοτάδι,
μὰ τὴν χάνεις κάθε βράδυ
πιὸ νωρίς.
Κι ἂν ὑπάρχουν οὐρανοί –
θέ μου, πόσο μακρυά μας!
Κ’ εἶναι μόνο στὰ ὄνειρά μας
γαλανοί!
 Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει-Γιώργος Σαραντάρης
Μπορεῖ ἑνας ἀπὸ μᾶς ν’ ἀγαπήσῃ μιὰ γυναῖκα;
Ἂς βγῇ ἔξω,

ἂς περπατήσῇ πρὸς τὴ θάλασσα,
ἂς τραγουδήσῃ!..
Ἀπὸ τὰ κύματα θ’ ἀνθίσουν γυναῖκες
ὄχι μονάχα γιὰ κεῖνον ποὺ τραγουδᾶ
ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας!
Ὅλοι θὰ μάθουμε ξανά τὸν ἔρωτα,
σάν νὰ μὴν τὸν ξέραμε ποτέ,
σάν νὰ τὸν εἴχαμε λησμονήσει!..
Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει!