Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης «Ο αιώνιος διάλογος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης «Ο αιώνιος διάλογος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης «Ο αιώνιος διάλογος»

Hamish Blakely, painter
Η γυναίκα στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη 

 Η γυναίκα, η ''ιδανική γυναίκα'' σχηματίζεται ανάγλυφα στα έργα του και αποτελεί σταθερό σταθμό έμπνευσης , δημιουργίας και αλήθειας.
 Σαν ένα ''αιώνιο διάλογο'' ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, αναφορά στη μήτρα της Ζωής και του Ερωτα.
.....κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο ναγνωρίσει ο ένας τον άλλον....

"O αιώνιος διάλογος" - Του Τάσου Λειβαδίτη   

Κι ο άντρας είπε: *Πεινώ*. Κι η γυναίκα του' βαλε ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: Είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους. κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε:*διψώ*. Κι εκείνη, σήκωσε σα πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρωθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του. Και εκείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα' θελα να μαι ο Θεός. Κι η γυναίκα είπε:θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια καινούργια μέρα ξημέρωσε.



Τ. Λειβαδίτης, «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος»

«Η πόρτα άνοιξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή. Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε από το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει
Το λίγο φαϊ που ‘χε απομείνει. 
Όταν πλάγιασαν
ο άντρας της χούφτωσε τα στήθια. 
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
 Μα ήταν νέα ακόμα.
Τέλειωσαν, χωρίς καν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά
μες στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας
στην άκρη της κάμαρας, απόμερα, έκλαψε.
Έξω, χιόνιζε».
Ἀλκοολισμὸς
……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τους τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
…κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστῆ, ἀφήνοντας μὲ ἔξω.

……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)
Morning glory, 1879 (detail) by Jules Joseph LEFEBVRE (Paris,1836 –1911)

"Μια γυναίκα" - Τάσος Λειβαδίτηςαπό τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964

 1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος.

 Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη. 

 

Oil Paintings by Pino Daeni

 2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου. 

 3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.

Daniel F. Gerhartz 1965 | American Figurative painter

4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα.

 Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.

Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα. 

Σε μια γυναίκα (Τάσος Λειβαδίτης)

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω ……στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες

SERGE MARSHENNIKOV - Russian Figurative Painter

 Φύλλα ημερολογίου

Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988), Ανθολογία-Ποιητική Εργογραφία

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε

κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου

ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. 

Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί.

Art by Irina Karkabi

 Αιχμαλωσία-Τάσος Λειβαδίτης
Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου,

 έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν,

 κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας

Tomasz Rut,

painter

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Καντάτα

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
 Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

Eugen von Blaas
(1843-1931)
Τάσος Λειβαδίτης «Η περιπέτεια»
«Και θα μπορούσε κάποτε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα

       πως γυρισμός δεν υπάρχει…»

Tomasz Rut,

painter


 Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (απόσπασμα)
Τέλος, όταν ύστερ' απ' τον έρωτα,
ξανασμίγαν, μέναν για ώρα αμίλητοι, ακούγοντας μακριά την
πόλη να βουίζει ακαθόριστα, σα να κουρντίζαν τα
όργανά τους
χιλιάδες τυφλοί.
 

Για ποιά παράσταση άραγε! Μια πόλη
ανάμεσα στις χιλιάδες πόλεις της γης, με τα σπίτια, τους
δρόμους, τα μνημεία της
με τους πλανόδιους οργανοπαίχτες, τα νεκροταφεία, τους
τρελλούς της
μ' αυτούς που τρέχουν πίσω απ' το ψωμί, και με τους άλλους
που τρέχουν
πίσω απ' τα όνειρα, μ' εκείνους που σωπαίνουν, εκείνους που
αναβάλλουν, αυτούς που προδίνουν
με τους πελώριους, επιβλητικούς ναούς της και τα μικρά,
απόμερα καπηλιά
σαν ξεχασμένες, θαμπές γωνιές ενός ταπεινού παραδείσου
με τους γυμνούς της, τους ρουφιάνους, τους εγωιστές, τους
συμβολαιογράφους της
με τα δάκρυα και τις μεγάλες αποφάσεις της νύχτας,
με τα χαμόγελα και τους μικροσυμβιβασμούς της μέρας-
μια πόλη καταποντισμένη μες στη σκόνη και τη σύγχυση και
τα φώτα και τα όνειρα.