Σελίδες

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Τάκης Σινόπουλος (Ποιήματα)

Τάκης Σινόπουλος-Από τη «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» (1959)
Περί προσώπου
Τι σκέφτεσαι;
Τι σκάβεις συνέχεια το πρόσωπό σου στον καθρέφτη;
όπως η μέρα φεύγει ή κάποτε
στη μνήμη ακούς τον ήχο των παρωχημένων.
Τόσα χρόνια περπατάς, ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα χωνεύεις. Μα απόψε,
τα σημάδια που ψάχνεις και βρίσκεις,
απ΄ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης
και το πρόσωπο τρίζει.   


Το σώμα και το μηδέν -Τάκης Σινόπουλος
Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.
Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.
Πηγή

''Εσύ και το ποίημα'' από τη συλλογή ''Αντίστιξη'' του Τάκη Σινόπουλου


Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι
Βασανίζεις τα καθίσματα
σα να βασανίζεις τον ένοχο
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.


Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.


Σου πλένω με τα δάκρυά μου
τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.


Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα
να λέει για σένα

Art by, Vicente Romero Redondo 

ΜΑΡΙΑ-Tάκης Σινόπουλος
‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνς του. 
Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ-Τάκης Σινόπουλος
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.

Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.
Art by, Stanislavas Sugintas

Τάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.


Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.


Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.


Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.


Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες-ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;


Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152]

Artist Ana Munoz Reyes

ΑΝ-Τάκης Σινόπουλος
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.

Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.

Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.
    Art by     Sergio Martinez Cifuentes

ΝΤΟΑΝΑ*Τάκης Σινόπουλος

Τσακίζεις τοῦτο τὸ κλαδί, τσακίζεις τ’ ἄλλο,

μὰ τὸ νερὸ ποὺ γύρευες δὲν εἶναι ἐδῶ.

Περνᾶς τὰ χώματα, περνᾶς τὶς πέτρες,

μὰ δὲ θὰ βρεῖς τ’ ἄσπρο ποτάμι.

Ξέρες μονάχα κι’ ἄμμους κι’ ἐρημιά,

θάμνα στὸν ἥλιο κόκκινα,

κορμοὺς καὶ βράχια κόκκινα,

πιὸ πέρα σίδερα καὶ ξύλα. Φώναξε.

θ’ ἀκούσουν τὴ φωνή σου καὶ θ’ ἀποκριθοῦν

μ’ ὅμοια φωνή. Μὰ δὲ θυμοῦνται πιὰ

πότε ἦρθαν, τί γυρεύουνε

σ’ αὐτὸ τὸ πέρασμα

τὸ σκοτεινό.

Μὴν προχωρήσεις.

Θὰ σὲ ρημάξει ἡ σκόνη, θὰ σὲ καταπιεῖ,

καὶ μὴ φωνάξεις.

Ἔτσι, μέσα στὸ φῶς τ’ ἀπέραντο τ’ ἄσπρο ποτάμι

δὲ θἄρθει, πρόσμενε, ποτὲ δὲ θἄρθει

τ’ ἄσπρο ποτάμι,

τ’ ἄσπρο ποτάμι.

Το παράθυρο

—Τάκης Σινόπουλος—

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι πήραμε; τι χάσαμε;

Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας με το μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ/εδω
http://3gym-n-ionias.att.sch.gr/geitonia/biografia.htm






Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Το ''γυμνό'' στην Ποίηση

Bruno Di Maio 1944 | Italian Surrealist Figurative painter

  Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Ελύτη(απόσπασμα) Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα
– οι κύκλοι των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα
ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει
σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης!


Από το Άξιον Εστί του Ελύτη :(απόσπασμα)
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο

Με το λίγο μαύρο στις κόγχες των μηρών

Και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
Να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
Και άλλες γράφοντας με κιμωλία
Λόγια παράξενα, αινιγματικά :

ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,

ΟΛΗΙΣ, ΑΪΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ,

Μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
Ή άλλα λόγια του Ιουλίου.

Talon Abraxas, British painter
Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο(Οδ-Ελύτης)
Summer On The Beach - By Paul Fischer. 

Ε σεις στεριές και θάλασσες - 1982(Oδυσσέας Ελύτης)

"Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές 

Οδυσσέας Ελύτης, [Γυμνός, Ιούλιο μήνα] 

«Μυρίσαι το άριστον (VIII)»
Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ’ ένα στενό κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.

Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.

Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα.

Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Μόνο πού ‘ναι πιο δύσκολο. 


(Γ. Ρίτσος, “Γυμνό σώμα)”/

Γυμνοί στεκόμαστε/ πάνω στις προσωπίδες./ Όρθιοι.

Το νύχι στο μικρό σου δάχτυλο

πιο απέραντο απ’ τη θάλασσα./ Πού μ’ αρμενίζεις;

Το ανείπωτο/ μεγεθύνεται,/ μεγαλουργεί.

Το σώμα σου/ μ’ εκτοπίζει,/ με περιέχει.

Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι μέσα σου. ” […]

(Γ. Ρίτσος, “Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον”)Σώμα γυμνό/ πλαγιασμένο ή όρθιο

άγνωστη γεωγραφία/ χίλιες φορές μελετημένη

αποστηθισμένη/ άγνωστη –

άκουσα το χτύπο –

ποιος έριξε τα ζάρια/ στις πλάκες του λουτρού;”


Διαβάστε τα ''Ερωτικά'' του Γ-Ρίτσου/ εδώ
https://3.bp.blogspot.com/-PgBJ0XRtDQA/Uv9lBaynbPI/AAAAAAABYkk/Oxq_AfXrWC8/s1600/Clytie+detail+by+Louise+Welden+Hawkins+%25281849-1910%2529by+Catherine+La+Rose.jpg
 ΑRT- by Louise Welden Hawkins (1849-1910)



 

Μια γυναίκα" - Τάσος Λειβαδίτης, από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964

 1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος.

 Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
«Ο αιώνιος διάλογος» -Τάσος Λειβαδίτης

- Vicente Romero Redondo, Art


GIOCONDA BELLI-
Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής
(En la doliente soledad del domingo)

Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.

Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.

Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.

Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα

Bruno Di Maio 1944 | Italian  painter


ΓΥΜΝΗ ΙΙ-

Θεοδόσης Βολκώφ

Ε.Μ.
14/02/10

Θέλω να μου γδυθείς και να κοιτάζω –
σχεδόν ψυχρά, σκληρά τη στέρεη φλόγα,
την τρομερή σου εκδίπλωση να ορίζω, να σπουδάζω
το εφήβαιο, τους γλουτούς, το στήθος σου, τη ρώγα…

Στο ίδιο, Νύχτα μου, το φως σου να διαβάζω

το Έπος του κορμιού σου που ανατέλλει
κι από τη γύμνια λαβωμένος να σφαδάζω
και οι καμπύλες σου αιχμές και δόρατα – ή βέλη.

Γυμνή μες στις γυμνές μου λέξεις να σε βάζω

και νά ‘ναι η σάρκα σου τις λέξεις μου που τρέφει
και πιο γυμνή κι από γυμνή να σε απεικάζω
και με φωτιά τη φλόγα ο στίχος να επιστέφει.
 http://www.poiein.gr/archives/10905
Mark Arian 1947 | Romantic Realist painter

ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΖΕΥΓΑΡΙ-Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι.

Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.
George Frederick Watts (1817 –    1904):                                   Ariadne        in Naxos

 Νίκος Καββαδίας -Αριάδνη στη Νάξο
Με το καράβι του Θησέα
σ’ αφήσαμε στη Νάξο γυμνή,
μ’ ένα στα πόδια σου
θαλασσινό σκουτί.

Σε ποιες σπηλιές εκρύφθηκες
και πώς να σε φωνάξω,
κουστάρω κι όλο με τραβάει

μακριά το γκαραντί.



-Νίκος Καββαδίας-ΓΥΝΑΙΚΑ (απόσπασμα)


Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου
Giorgione το αργαστήρι.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951
Art by-Bruno Di Maio

 PABLO NERUDA

ΣΟΝΕΤΤΟ 27 [ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ…]

Γυμνή είσαι τόσο απλή σαν τό ’να από τα χέρια σου –

λεία, χθόνια, κυκλική, ελάχιστη και διάφανη·
γραμμές σελήνης έχεις, μονοπάτια μήλινα:
γυμνή είσαι αδυνατούλα σαν το στάρι το γυμνό.

Γυμνή είσαι γαλανή, όμοια με τη νύχτα στην Κούβα –

περιπλοκάδες κι άστρα στεφανώνουν τα μαλλιά σου·
γυμνή είσαι απέραντη, θεόρατη και κίτρινη
σαν καλοκαίρι δίπλα σ’ εκκλησιά χρυσαφωμένη.

Γυμνή είσαι τοσηδά, σαν το μικρό νυχάκι σου·

καμπύλη, ρόδινη, απαλή σαν πώς γεννιέται η μέρα,
σαν πας και χώνεσαι στα καταχθόνια του ντουνιά

λες κι είναι σήραγγα μακριά, όλο δώματα αόμματα:

η διαύγειά σου ντύνεται, φυλλορροεί και σβήνει
και, πάλι, πιο μετά, δικό σου χέρι γίνεται.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
«Γιατί και η γυμνότητα, όταν πιστεύει κανείς στο Φως, είναι ρούχο».ΝIKΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Γ-Σεφέρης-Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη(απόσπασμα)

Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Το γυμνό τραγούδι - Ποίηση: Κωστή Παλαμά 

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν' ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά.


Εδώ ειν' ο ίσκιος όνειρο
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας το αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.


Η κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά γλουτοί, λαγόνες
κρυφά λαγκάδια του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες.

Τα στρογγυλά, τα ολόισια
χνούδια, γραμμές, καμπύλες
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε το χορό.

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το δειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι από τους σάτυρους
κρατιέται κι ειναι αγρίμι
και είν' η φωνή του ασήμι,
μη φύγεις, ειμ' εγώ.