Σελίδες

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος ''Τα ερωτικά ''

Είπε:
Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. 

Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.
«Με το κόκκινο του αίματος / είμαι. / Είμαι για σένα. / Τ' όνομά σου μονάχα / πάλι και πάλι - / βαθειά ερημιά μου, / ο αρχάγγελος, / το ποιήμα. / Αλλη κατοικία δεν έχω. / Κατοικώ στο σώμα σου». 

«Τα Ερωτικά», κυκλοφόρησαν το 1981 σ' ένα καλαίσθητο λεύκωμα (από τον «Κέδρο»), σχεδιασμένο από τον ίδιο τον ποιητή, με τον υπέροχο γραφικό του χαρακτήρα, δίπλα στο τυπωμένο, στολισμένα με αισθησιακά σκίτσα. 
https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/236x/72/37/1c/72371cc7310b1ba98162731ba72f84a8.jpg
''Tα Ερωτικά'' του Γιάννη Ρίτσου (αποσπάσματα)

Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον

Ι.

Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια.

Διακοφτὸ 18.11.80
 ΙΙ.
Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη

μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.

Ἀθήνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα

ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου.

Ἀθήνα 19.11.80
Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον ( Γιάννης Ρίτσος)
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηζε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ό διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη —
ο κόσμος είναι κύκλος.

 Αθήνα, 12.11.80
 “…Αίμα το δείλι,/ αίμα η νύχτα,/ αίμα τα τριαντάφυλλα.

Εσύ – το αίμα μου…/Σε μικρούς στίχους/ μεγάλα πράγματα κρύβονται

ανείπωτα./ Εσύ το ξέρεις.”  (Γ. Ρίτσος, Γυμνό σώμα)
Πεινάνε τα μάτια

πεινάνε τ' αυτιά τα ρουθούνια

το στόμα η γλώσσα

πεινάει το σώμα

οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει

τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες

τη μορφή τ' άλλο σώμα

τα ματόκλαδα ένα ένα

αγάλματα τρέχουν τις νύχτες

άνθρωποι με σημαίες

φανοστάτες

το σώμα αμετάπειστο ψάχνει

τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας

πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει

μέσα στο θάνατο

ακούει τις σταλαματιές της βρύσης

μες στον μαρμάρινο λουτρώνα

με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες

μουσκεμένες.

Αθήνα 16.ΙΙ.80

Το σώμα σου στην αμμουδιά

η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου

η άμμος στα χέρια μου

στη γλώσσα μου

να σε ανακαλύπτω

πίσω απ' το λεπτότατο εμπόδιο

κι’ η άμμος να πέφτει απ' τα μαλλιά μας

να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής

κ’  εμείς

ωραίοι φρεσκολουσμένοι

απ’  τα δικά μας νερά αναδυμένοι

στο φώς και στο σώμα

τούτης της Γής.

Αθήνα, 23.11.80

Από την Εαρινή Συμφωνία
Δε μας νοιάζει
τι θα αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο σκοτάδι

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας
περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο
Ένα σπουργίτι λέει
στον ουρανό
Σώπα
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος του κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ενα άστρο έπεσε
Είδες;
Σιωπή
Κλείσε τα μάτια. 
Από το "Ελάχιστο Χρονικό του Έρωτα"
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.

Τις δυό καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους,
τις έκαναν σκάλες γιά τα δωμάτια τους. Οταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυό καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυό μικρά ικριώματα
στο χείλος μιάς πράσινης μοναξιάς στο φεγγάρι.
 Από το «Γυμνό σώμα»
 Κείνη η καρέκλα.
Πάντα.
Εκεί που καθόσουν.
Αμετακίνητη.
Έλεγες:
είμαι εσύ, εσύ, εσύ.
Κι εγώ;
Εσύ
κ’ ήρθες.
Χιλιάδες φορές
ξανάπα τ’ όνομά σου.
Δεν σε είπα.
Τ’ όνομά σου ανεξάντλητο.

Υποσχόμενη μέρα.
Κ’ ήρθες.
Φωτιά και καπνός.
Καπνός και νύχτα.
Το κρεβάτι καίγεται.
Από φωτιά τα φτερά μας.
Δεν καίγονται.
Κοιμήσου στο στήθος μου, έλεγες
K’ εγώ διανυχτέρευα στο στήθος σου

Ψηλά που μ’ ανεβάζουν τα φιλιά σου
Χάνομαι Κράτα με Τώρα
O ουρανός είναι η γη μου
Η πλατειά γη μου
Eίναι ο ουρανός
Μέσα στο σώμα σου Γεννιέμαι και πεθαίνω Και γεννιέμαι…

Αποσπάσματα από το "Γυμνό σώμα"
Όταν συναντηθούμε πάλι

θάμαστε οι ίδιοι;
Και βέβαια
υπάρχουν κι άλλα χρώματα
κι άλλα τοπία.
Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.
Και ξυπνώ.
Τώρα
προς ποιά πλευρά του ορίζοντα

τα μαλλιά σου ανεμίζουν;

Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

Art, chris dellorco Γυμνὸ σῶμα

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο

Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.

Διαστολὴ τοῦ σώματος.

Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν

στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι

ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει

βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.
Ἀθήνα 24.9.80

 Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)
 Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω.

 Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.

Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. 

Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. 11. 81

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)
“Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω από τα παράθυρα.
Κλειδιά στο τραπέζι. Στο πάτωμα χάμω βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με παράξενα κοστούμια ενός θιάσου που κάποτε θριάμβευσε κι αργότερα διελύθη.

Η ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε κάποτε πάνω στη σκηνή.

 Όταν λείπεις, έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες, γυναίκες φωνάζουν, κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα, σφυρίζουν οι σειρήνες, περνούν τ’ασθενοφόρα, σταματούν οι νοσοκόμοι στ’ άσπρα μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο, μαζεύουν κι εμένα, με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο χωρίς κρεβάτια κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’το επικίνδυνο άσπρο.

Μια νοσοκόμα έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο συντριβάνι, σκύβει και μαζεύει κάτι λευκά λουλούδια που τα’ριξε ο αέρας απ’ τις ακακίες

 Και να που ανοίγει πάλι η πόρτα, μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι-μυρίζουν τα ώριμα αχλάδια. Κοιμάσαι;-λέει η φωνή σου.

 Κοιμάσαι μόνος; Δε με περιμένεις; Ανοίγω τα μάτια. Κι είναι εδώ το σπίτι. Κι είμαι εδώ. Κι οι δυό πολυθρόνες. Κόκκινες πολυθρόνες. Και τα σπίρτα στο τραπέζι.
 Ω κατάλευκο φως, ω κόκκινο αίμα, αγάπη, αγάπη.” 
[...]

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)

Κ' οι λέξεις
φλέβες είναι
μέσα τους
αίμα τρέχει
όταν σμίγουν οι λέξεις
το δέρμα του χαρτιού
ανάβει κόκκινο
όπως
την ώρα του έρωτα

το δέρμα του άντρα
και της γυναίκας.


[...]
"Ανάβω σπίρτα, κόβω τα νύχια μου, τρυπάω τα σεντόνια Λείπεις. 

Είχες πει: αγαπώ τα μαλλιά σου. Τα μαλλιά μου μεγάλωσαν, μ'έκρυψαν. Υποσχεμένος μήνας.

 Υποσχεμένη μέρα. Θα'ρθω είπες. Περιμένω στην πόρτα. Η πόρτα είναι γεμάτη σφραγίδες.

 Αυτά τα ελάχιστα για μας τους δυό, πόσο μεγάλα για μένα. Όλα. Όχι τσιμέντο. Άδειο διαπερασμένο από΄να σιδεροδοκό.

Τα ρούχα σου ζεστά απ'το σώμα σου, σε ποιά καρέκλα; Πού είναι ριγμένα; Ο καφές, το τσιγάρο η αναμονή, η αναμονή, το τσιγάρο.

Τα μάτια μου είναι πιο γαλάζια. Περιμένοντάς σε, ξέχασα να παρατηρώ, ξέχασα να παρατηρούμαι. Το όνειρο με κρατάει στο να σου χέρι γερμένο στον ώμο σου.

Το σώμα σου αόρατο. Απλό. Δυό πουλιά στις μασκάλες σου. Ένας σταυρός στο στήθος σου. Θάνατος. Τίποτα. Όχι. Όχι.

 Η ανάμνηση του σώματος δεν είναι σώμα. Σφίγγω συμπυκνωμένο αέρα..."
    Αθήνα 16.11.81


 Ολόκληρον με πήρες. Ο θάνατος πια δε θάχει τίποτα να πάρει.
Μέσα στο σώμα σου αναπνέω.  

Χίλια αγόρια έχω σπείρει στον ιδρωμένο αγρό σου˙
χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,
κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας, υψώνουν το κεφάλι,
κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια την Ακρόπολη, τους ψηλούς φανοστάτες,
ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα.
Τα πράσινα, κόκκινα σήματα τους φέρνουν
σε μια δυσάρεστην αμηχανία.
Κι αυτός ο τροχονόμος
κουνάει τα χέρια του σαν για να κόψει έναν αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα
ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι.
Στρέφουν τη ράχη
σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε.
 Κι έξαφνα,
τινάζουν πάλι τη χαίτη και καλπάζουν προς τη θάλασσα.

 Στο λευκότερο απ’ όλα

καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω.
 Στα στήθη σου

χιαστί ζωσμένα δυο κλωνάρια κισσού. 
Ένα σαλιγκάρι

ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη.
Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες

μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς.
 Ξημερώνει.

Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό χύνεται λείο

πάνω στο δέρμα σου.

Είμαι μέσα σου. Φωνάζω από μέσα. Σε φωνάζω

εδώ που συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας κι ο ουρανός κυλάει

μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί του 

τα θνητά πλάσματα και πράγματα – αγριόπαπιες, παράθυρα, βουβάλια,

τα θερινά σαντάλια σου, τόνα βραχιόλι σου, έναν αχινό, δυο περιστέρια,

στον ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι αζήτητης αθανασίας.
      Αθήνα, 17.11.81

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

 Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη. Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

 
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Ἀθήνα 18.11.80