Σελίδες

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Τα δάκρυα της Ποίησης

Χρήστος Μαλεβίτσης)

Το ποιο βαρύ πράγμα στο κόσμο είναι το ανθρώπινο δάκρυ.....Είναι η μόνη περίπτωση όπου η ψυχή του ανθρώπου γίνεται ύλη και σταζει σε μια σταγόνα

Σε προσέχω σαν δάκρυ – Ερωτικο Ποιημα – Ρηνιω Παπανικολα

Σε προσέχω σαν δάκρυ, μη χάσει το σχήμα του...
Μη χάσει το σχήμα του!

Αλάτισέ μου τους κήπους, την έχασα κι αυτή τη γεύση.
Ημέρωσε τα κίτρινα. Υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου. Εξαφανίζομαι.
Θα 'ρθω να κάτσω κοντά σου.
Θα τραγουδώ.
Θα σέπομαι.
Η καλή μέρα θρέφει το βράδυ της.
Η ανήμπορη απουσία τρώει τα σωθικά της.
Ο ήλιος, δήθεν δένει τις πληγές.
Όχι, μάτια μου.
Το χόρτο μας κοιτάει ματωμένο.
Θ' αποσυρθώ να τρελαθώ.

Λείπω. Δεν ξέρω που είμαι μα, δεν είμ' εδώ καιρό τώρα.
Όποιος με βρει, να τηλεφωνήσει και τα λοιπά.
Ποιός όμως θα ανακαλύψει το κορίτσι
πίσω απ' τις αγριομηλιές να κλαίει;

Εμείς οι δύο, θα ξεσκίσουμε τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού.
Καλύτερα να κοιτώ τα λουλούδια της κουρτίνας
να νταντελώνουν το ανύπαρκτο.
Κλείστε τις πληγές.
Θ' ανοίξουμε άλλες!

Γιατί με αναγκάζεις να σε φορτώνω ψέματα;
Γιατί κανείς δε σηκώνει μια αλήθεια με τα οστά της
να ησυχάσω;
Σαστίζεις απ' τη δύναμη της μνήμης.
Ή μπας και δεν είναι μνήμη αυτό
που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά μας
αλλά μια παντοτινή επιθυμία;

Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι
και να μου τραβήξεις μια απαλή, μακριά χαρακιά.
Όπου διαλέξεις!
Να κοκκινίζει σιγά το δέρμα
σα ν' ανθίζει γρατζουνιές από τριαντάφυλλα.
Να φύγει το πικρισμένο αίμα!
Όσο να βγει ένας κόμπος αίμα καθαρό
και να δω τι θα γίνει μετά.
Θα φανούν τα φώτα της πόλης μακριά;
Θ' αρχίσουν να σαλεύουν οι κορφές στις καστανιές;
Ή θα γίνουν όλα σαν μαύρη πέτρα;


«Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα: 

«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια»
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη»
«Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….(Βύρων Λεοντάρης)

Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόϊ της ανθρωπότητας…” (Γιάννης Ρίτσος) 
«Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)


Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία:
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»


Εκείνο-Τάσος Λειβαδίτης

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.


Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο.
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
 


Απο την ποιητική συλλογή  του "Ποιήματα" 1958-1964 
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας 
για να κλαίνε. 


Τάσος Λειβαδίτης - 1953
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορείκαι να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Τρία δάκρυα του θεού

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
  απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά μιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποι κι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουν τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά και μία μία ανοίγουν τα φτερά
  οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου
II

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου απλώνω το χέρι ξεριζώνω τα δέντρα και τους θάμνους του τους στύλους τους ηλεχτρικούς
  αυτά τα πονεμένα δόντια μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα; μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
  κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό βουνό 
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

Ἀφήγηση(Γεώργιος Σεφέρης)


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα



Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες

Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε

Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς


Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
 
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ

Ὑπόσχεση

(γραμμένη στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι,
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972.

 «Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
<<Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
Στίχοι του Νίκου Καρούζου:
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου/Ποτίζω με δάκρυα τη γη/μετά τόσους καιρούς/ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος/ζυγίζεται με τα δάκρυα
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.»

Μπόρις Βιαν, «Αν έβρεχε δάκρυα»
«Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει μια αγάπη/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν βαραίνουν οι καρδιές/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ για ένα σαραντάμερο/ δάκρυα πικρά/ θα πνίγανε τους πύργους.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει ένα παιδί/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν γελάνε οι κακοί/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ με γκρίζα κύματα και κρύα/ δάκρυα πικρά το παρελθόν θα τάραζαν.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ θα γίνονταν κατακλυσμός/ από τα δάκρυα τα πικρά/ των δικαστών και των ενόχων».
*(Οι παραπάνω στίχοι του ποιήματος “Αν έβρεχε δάκρυα” είναι από το βιβλίο “Μπορίς Βιαν, ποιήματα”, Εκδ. Γνώση, μετάφραση Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου)».


ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή(Κική Δημουλά)
Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα
από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα:
βροχή ή δάκρυα, 
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Tου χρόνου η Αιώρα

Η λίμνη λένε :''κι αν τους κύκλους κλείνει /η πέτρα μένει στο βυθό''/και πάντα θα υπάρχει μια μικρή ρωγμή /να γίνεται διάφανη όταν ο ''χρόνος'' σπάει τον όρκο της σιωπής /βγάζοντας στην επιφάνεια /τις πιο κρυφές μας επιθυμίες .

Πως να μπαλώσεις τη ρωγμή /όταν γίνεται διάφανη /κι όλα αντιφεγγίζουν απο το βυθό της ψυχής;


Oπως αναφέρει η Κ.Δημουλά:«Παντού ο


 χρόνος... Ο έρωτας, ο θάνατος και η ζωή


 είναι οι καθημερινοί βαρυποινίτες


έγκλειστοι του χρόνου. Τα κλειδιά τα


 κρατάει αυτός. Εγώ επειδή οφείλομαι


στην επανάληψη, την τιμώ με το να


 επιδίδομαι συνειδητά σ' αυτήν. Αλλωστε,


 το παρελθόν είναι ο μόνος σταθερός


χρόνος». 



Ισως τελικά ο χρόνος /να δώθηκε όλος στο νερό
Απέραντα σιωπηλός 
Απέραντα μοναχικός 
Γιατί εκεί μπορεί να κυλά /χωρίς να ρωτά /χωρίς να νοιάζεται (Μ-Λ)


Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή που θα βγάλει
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή
Κι όποιος είπε "και του χρόνου"
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ
.(Στίχος τραγουδιού-Φοίβος  Δεληβοριάς)

Στίχοι :Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική :Θάνος  Μικρούτσικος 
Ερμηνεία :Μαργαρίτα Ζορμπαλά 
Ο χρόνος είναι κυνηγός, 
που με ουράνιο τόξο
ό,τι πετάξει απ’ την ψυχή, 
ανθρώπου γέλιο ή προσευχή, 
το κυνηγάει για να βγει στο φως
για της ζωής τη δόξα.

Μα εμένα κι αν με βρουν τα βέλη, 
για δυο φιλιά απ’ άγριο μέλι
θα ξεκινήσω
κι αν είναι ο δρόμος θάνατός μου, 
κι ο έρωτας πιο δυνατός μου, 
μου φτάνει που έφτασα ως εκεί, 
θα συλλαβίσω.
Έλεγες – αύριο θα ναι ο κόσμος 

φωτεινός,


έλεγα – είναι με το μέρος μας ο χρόνος.


Δεν είν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός, 



τις συμπληγάδες του περνά καθένας 

μόνος.(Αλκης Αλκαίου)





Κάθε τέλος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας νέας αρχής.Το 2013 μετρά  ήδη τα πρώτα του εικοσιτετράωρα /σε λίγο θα σβήσουν τα ''φώτα'' της γιορτής και στον απόηχο όλων αυτών/ ας μείνουν να ακούγονται οι ευχές που ανταλλάξαμε για την καινούργια χρονιά.


Ευχές για ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα /αλλά, και με ΕΡΩΤΑ.

Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα  χρόνια όταν ο Ελύτης έγραφε:«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. 

Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία/ όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν/και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»

Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70/μπορούμε να φανταστούμε πως θα αισθανόταν σήμερα/ που  όλα έχουν υποταγεί στην πανταχού παρούσα/ και τα πάντα κυριαρχούσα αρχή/ του ωφελιμισμού;

Η ανθρωπότητα βρίσκεται ίσως στο πιο κρίσιμο σημείο της εξέλιξής της. Μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι καθοριστικό /για την από τούδε και στο εξής πορεία της. Ζούμε μια εποχή ''σεισμικών''δονήσεων.


Δίπλα μας/ μπρος στα μάτια μας/κάτω από τα πόδια μας/συντελούνται αλλαγές/που η τριβή με την πιεστική καθημερινότητα/  δεν μας αφήνει ίσως να δούμε καθαρά. Οι άξονες πάνω στους οποίους στηρίχτηκε και χτίστηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός τρίζουν/ ή γκρεμίζονται.

Οι τεκτονικές πλάκες του μετακινούνται. «Μα κι ο σεισμός βαθύτερη την χτίση θεμελιώνει».